Δημιούργησα αυτό το blog όταν έμεινα άνεργη. Αντιλαμβάνομαι τον εαυτό μου ως άνεργη του/λόγω ευρώ - δηλαδή ως eurounemployed. Γιατί; Τις παραμονές της εισόδου της Ελλάδας στο ευρώ, κυριαρχούσε μια ρητορική περί "ισχυρής Ελλάδας" και συμμετοχής της στον "πυρήνα της Ευρώπης" που θα έφερνε πλούτο - η οποία όμως δεν εξηγούσε πώς θα έρθει ο πλούτος. Τότε δεν έκανα οικονομικά, οπότε ρώτησα σχετικά φίλιες δυνάμεις οικονομικών συντακτών. Μου απάντησαν πως η συμμετοχή σε μια νομισματική ένωση αυξάνει τον συνολικό πλούτο, άρα επωφελούνται όλοι. Έστω, είπα, αλλά από τη στιγμή που ειδικώς η χώρα μας εισάγει όλο και περισσότερα από όσα εξάγει και χάνει διαρκώς παραγωγή, πώς θα ωφεληθεί από την ΟΝΕ; Κι αν αυτό γίνεται συνεχώς, δεν θα μας τελειώσουν κάποτε τα ευρώ; Πήρα μια απάντηση του τύπου "αυτό δεν έχει σημασία στα πλαίσια μιας νομισματικής ένωσης", η οποία δεν με ικανοποίησε. Πολλά χρόνια μετά, μάθαμε όλοι μας βιωματικά πως μια οικονομία με τα χαρακτηριστικά της ελληνικής, με τη συμμετοχή της σε μια νομισματική ένωση όπως η ΟΝΕ, υπερχρεώνεται και καταλήγει σε χρεοκοπία. Κι εγώ έμαθα ότι τα φαινομενικά απλοϊκά ερωτήματα που έθετα το 1999 περιέγραφαν το πρόβλημα του ισοζυγίου πληρωμών, που αποτέλεσε ένα από τα μείζονα προβλήματα του ευρώ, μια από τις βασικότερες αιτίες της κρίσης και το οποίο είχε συζητηθεί εκτεταμένα μεταξύ των οικονομολόγων κατά τη δεκαετία του 1990, όταν μεγάλο μέρος των δεινών που ζούμε σήμερα είχε προβλεφθεί - αλλά οι αλαζόνες πολιτικοί δεν έδιναν σημασία.
Να τι έγραφε ο οικονομολόγος Wynne Godley το 1992: "Τι θα συμβεί αν μια ολόκληρη χώρα – μια εν δυνάμει περιοχή σε μια πλήρως ολοκληρωμένη ένωση – υποστεί διαρθρωτική ύφεση; Όσο αυτή η χώρα αποτελεί ανεξάρτητο κράτος έχει τη δυνατότητα να υποτιμήσει το νόμισμά της. Στη συνέχεια μπορεί να συνεχίσει την οικονομική της δραστηριότητά επιτυχώς με πλήρη απασχόληση αν υποθέσουμε ότι ο κόσμος δεχτεί τις απαραίτητες μειώσεις στα πραγματικά του εισοδήματα. Σε μια οικονομική και νομισματική ένωση όμως, αυτή η δυνατότητα εμφανώς χάνεται και οι προοπτικές της χώρας επιβαρύνονται σοβαρά, εκτός κι αν υπάρξουν σοβαροί ομοσπονδιακοί δημοσιονομικοί διακανονισμοί που θα αναλάβουν να εκπληρώσουν έναν αναδιανεμητικό ρόλο (...). Αν μια χώρα ή μια περιοχή δεν έχει τη δυνατότητα να υποτιμήσει το νόμισμά της και δεν επωφελείται από ένα σύστημα δημοσιονομικών μεταβιβάσεων, δεν υπάρχει τίποτα που να μπορεί να σταματήσει μια διαδικασία σωρευτικής και ακραίας ύφεσης η οποία θα οδηγήσει στο τέλος στη μετανάστευση ως το μόνο εναλλακτικό δρόμο στη φτώχεια ή την πείνα". (Wynne Godley, Maastricht and All That. LRB,Vol 14. Nο 19 1992).

Τετάρτη 18 Δεκεμβρίου 2013

Τι σημαίνει η πρόταση του ΔΝΤ για πανευρωπαϊκό κούρεμα καταθέσεων

Στις αρχές της εβδομάδας μάθαμε ότι το ΔΝΤ ανέσυρε από το χρονοντούλαπο της ιστορίας μια άκρως προβοκατόρικη λύση για την αποκατάσταση της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους των κρατών της Ευρωζώνης: ένα πανευρωπαϊκό κούρεμα καταθέσεων. Η λύση αυτή προέρχεται από τον Μεσοπόλεμο, τότε που η Ευρώπη ακολουθούσε τον κανόνα του χρυσού με τον οποίο μοιάζει τόσο πολύ το ευρώ των κλειδωμένων συναλλαγματικών ισοτιμιών. Για την ακρίβεια, αυτό που γράφτηκε στο Fiscal Monitoring, την εξαμηνιαία έκθεση του ΔΝΤ για τις παγκόσμιες δημοσιονομικές τάσεις, είναι ότι για να γίνουν βιώσιμα τα χρέη των κρατών της Ευρωζώνης υπάρχουν τρεις λύσεις: η στάση πληρωμών, ο πληθωρισμός τους κι ένα σημαντικό κούρεμα καταθέσεων σε 15 χώρες του ευρώ π.χ. της τάξης του 10%. Το κούρεμα καταθέσεων είναι στη θεωρία καλή λύση, εφόσον εφαρμοστεί εφάπαξ και καθολικά, επειδή αφορά συσσωρευμένο πλούτο και δεν πλήττει την κατανάλωση. Στην πράξη όμως όταν εφαρμόστηκε, αποδείχτηκε κακή λύση: δεν έλυσε το πρόβλημα του δημόσιου χρέους επειδή οι μεγάλοι, όντας πληροφορημένοι, είχαν αποσύρει τα λεφτά τους και επλήγησαν μόνο οι μικροί. Κάθε λύση έχει τους κινδύνους της, κατέληξε το ΔΝΤ, και οι λύσεις πρέπει να συνεξεταστούν για να ληφθούν οι αποφάσεις. Κι εμάς τι μας ενδιαφέρουν οι ασκήσεις λύσεων του ΔΝΤ, θα αναρωτηθεί κανείς. Μας ενδιαφέρουν στο βαθμό που η πρόταση, όσο κι αν δεν δηλώνεται ρητά, αφορά πρωτίστως τις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου που έχουν υψηλό και μη βιώσιμο δημόσιο χρέος και πρώτη από όλες την Ελλάδα. Σε λίγο ανοίγει η συζήτηση για την αναδιάρθρωση του χρέους μας.  

Ένα μέρος του Τύπου και των αναλυτών προτίμησαν να υποβαθμίσουν την είδηση προκειμένου να μην διαταράξουν την εμπιστοσύνη του κόσμου στις τράπεζες – και σωστά έπραξαν, αφού μετά το κούρεμα της Κύπρου σταμάτησε η επιστροφή καταθέσεων στις ελληνικές τράπεζες. Ένα άλλο τμήμα ανέγνωσε στην πρόταση διάθεση εκδίκησης και προσβολή του ΔΝΤ κατά της Ευρώπης επειδή το εγκλώβισε στην κρίση αρνούμενη να δεχτεί τις συστάσεις του για ουσιαστική αντιμετώπιση του προβλήματος των ευρωπαϊκών τραπεζών, γενναίο κούρεμα του ελληνικού χρέους κλπ. Δεν είναι τυχαίο, γράφτηκε σε πολλά έντυπα, ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν έβγαλε άχνα για τα περί πανευρωπαϊκού κουρέματος. Μετά το κούρεμα των καταθέσεων της Κύπρου, ποιος θα πιστέψει την Ευρώπη; 

Νομίζω ότι συμβαίνει κάτι άλλο. Για λόγους που έχουν να κάνουν με τις καταστατικές δεσμεύσεις του να χρηματοδοτεί χώρες με βιώσιμο χρέος, στα τρία προηγούμενα χρόνια το ΔΝΤ πίεσε πολλές φορές την Ευρώπη να αποκαταστήσει τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους. Τρεις διαδοχικές κυβερνήσεις μας όμως, φοβούμενες μη θυμώσουν τους Ευρωπαίους και οδηγήσουν την Ελλάδα εκτός ευρώ, αρνήθηκαν να εκμεταλλευθούν τις δυνατότητες μιας συμμαχίας με το ΔΝΤ. Κι όπως σωστά είχε προβλέψει προ μηνών ο Γιάννης Βαρουφάκης, το “παράθυρο ΔΝΤ” έκλεισε. Υπάρχουν πλέον ασφαλείς πληροφορίες περί άτυπης συμφωνίας μεταξύ ΔΝΤ και Ευρώπης για αποχώρηση του ΔΝΤ από τον επόμενο κύκλο χρηματοδότησης της Ελλάδας και περιορισμό του σε ρόλο συμβουλευτικό, με παροχή εγγυήσεων εκ μέρους των Ευρωπαίων ότι η Αθήνα θα αποπληρώσει πρώτα τα δάνεια του ΔΝΤ και μετά τα ευρωπαϊκά – σε 1-2 μήνες αναμένεται κι η επισημοποίησή της.
Δηλαδή ΔΝΤ και Ευρώπη τα βρήκαν και πλέον το ΔΝΤ νίπτει τας χείρας του για το ελληνικό χρέος. Ας θυμηθούμε ότι μέχρι πριν λίγους μήνες το ΔΝΤ διέρρεε εμπιστευτικές εκθέσεις με τις οποίες μέμφονταν τα άλλα μέρη της τρόικας ότι νοιάζονται περισσότερο για τους ευρωπαϊκούς κανόνες παρά για την επιτυχία του ελληνικού προγράμματος. Τώρα το ΔΝΤ δημοσιεύει εκθέσεις με προβοκατόρικες λύσεις σύμφωνες με τον μεσοπολεμικό κανόνα του χρυσού – δηλαδή τη βούληση της Γερμανίας να μην αλλάξουν οι κανόνες του ευρώ και να μην πληθωριστούν τα δημόσια χρέη. Το ΔΝΤ εξασφάλισε τα λεφτά του και σε αντάλλαγμα αποδέχτηκε ότι η Ευρώπη νοιάζεται πρωτίστως για τους κανόνες της. Τουτέστιν, η κατάθεση της μη τεχνοκρατικής, σαφώς πολιτικής πρότασης περί πανευρωπαϊκού κουρέματος των καταθέσεων δεν αποτελεί επίθεση αλλά συμβιβασμό του ΔΝΤ με την Ευρώπη και τη Γερμανία και αποδοχή των όρων της.

Παρ’ όλα αυτά, δεν πρέπει να φοβόμαστε επανάληψη του κυπριακού δράματος στην Ελλάδα: ότι δηλαδή υπάρχει περίπτωση η Ευρώπη και το ΔΝΤ να επιβάλλουν στην κυβέρνηση Σαμαρά να κουρέψει καταθέσεις. Εύλογα όμως πρέπει να περιμένουμε πως η τρόικα – αφού μας δώσει την όποια λύση αναδιάρθρωσης χρέους θέλει το Βερολίνο με επιμηκύνσεις, μείωση επιτοκίων κλπ. χωρίς κούρεμα των διακρατικών δανείων και χωρίς άλλες ενστάσεις από το ΔΝΤ – θα πει στην όποια ελληνική κυβέρνηση, Σαμαρά  ή ΣΥΡΙΖΑ: άμα δεν σας βγαίνουν τα νούμερα, μειώστε μόνοι σας το χρέος σας κουρεύοντας καταθέσεις. Και θα είναι η ελληνική κυβέρνηση που θα αποφασίσει πώς θα αντιμετωπίσει το πρόβλημα της μη βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους: συνεχίζοντας να κουρεύει καταθέσεις εμμέσως, αργά και βασανιστικά μέσα από την υπερφορολόγηση οποιουδήποτε πράγματος κινείται ή μένει ακίνητο, όπως γίνεται σήμερα, ευθέως και γρήγορα με την επιβολή μιας έκτακτης εισφοράς, ή πηγαίνοντας σε στάση πληρωμών.

Παρασκευή 27 Σεπτεμβρίου 2013

Παράνοια

Η Χρυσή Αυγή ήταν από παλιά γνωστή για τις εγκληματικές επιθέσεις της σε βάρος των ιδεολογικών της αντιπάλων. Αλλά ο αριθμός και η αγριότητα των επιθέσεών της αυξήθηκαν γεωμετρικά από τότε που αναδύθηκε ως αντιμεταναστευτική δύναμη, που μπήκε στον dήμο και στη Βουλή, που νομιμοποιήθηκε επικοινωνιακά ως το «άλλο άκρο» απέναντι στο «άκρο του κόκκινου ΣΥΡΙΖΑ», ενώ παράλληλα απολάμβανε την ανοχή του καθεστώτος στην εγκληματική δράση της.

Είναι σημαντικό που μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα το καθεστώς εγκατέλειψε την πολιτική ανοχής προς τη Χρυσή Αυγή, που αποκαλύπτεται η δράση της ως παραστρατιωτικής συμμορίας, που οι δικογραφίες της φτάνουν στον εισαγγελέα, που κορυφαίοι αστυνομικοί διευθυντές ξηλώνονται παραδειγματικά για την ανοχή τους στην παρουσία ένοπλων χρυσαυγιτών στους δρόμους, που εφημερίδες οι οποίες προώθησαν το life style του ναζισμού ή κανάλια που υπαινίχθηκαν ότι η λύση για την Ελλάδα θα ήταν η συνεργασία της Ν.Δ. με μια «πιο σοβαρή Χ.Α.» την αποκήρυξαν. Ολα αυτά θα περιορίσουν τον κύκλο του αίματος. Ομως ακόμη περισσότερο θα βοηθούσε η αποδοκιμασία της Χρυσής Αυγής από τους ψηφοφόρους της, από την ελληνική κοινωνία.

Κατά τον πρόεδρο της Public Issue Γ. Μαυρή, η ψήφος στη Χ.Α. έχει προκύψει από κοινωνική διάσπαση της συντηρητικής παράταξης. Η Χ.Α. επιλέγεται από ανθρώπους για την αντιμεταναστευτική της ατζέντα και ως ψήφος τιμωρίας προς το πολιτικό σύστημα. Αποτελεί, δηλαδή, ψήφο φόβου και θυμού για τους δεξιούς και τους λεγόμενους απολιτίκ που έως το 2010 μετακινούνταν ανάμεσα στα δύο μεγάλα κόμματα. Ολοι αυτοί που, αν και γνώριζαν ότι η Χ.Α. χτυπά και δολοφονεί μετανάστες, ωστόσο δήλωναν έως πρότινος ότι θα την ψηφίσουν, θα ενοχληθούν τόσο από τη δολοφονία του Ελληνα Παύλου Φύσσα ή θα επηρεαστούν τόσο από τις καθυστερημένες προσπάθειες της κυβέρνησης να την αποκαλύψει ως συμμορία και να περιορίσει τη δράση της, ώστε να την απορρίψουν εκλογικά;

Μάλλον όχι, όσο η επικοινωνιακή στρατηγική των δύο άκρων επιμένει και προσκείμενα στη Ν.Δ. μέσα εκπέμπουν γκεμπελικά μηνύματα με σκοπό τον επαναπατρισμό των ψήφων της Χ.Α. στην εκλογική βάση της Ν.Δ. Ο λόγος για τις αναφορές του τηλεοπτικού Σκάι στις μαρτυρίες που έφεραν τον δράστη του φονικού της Αμφιάλης να ψηφίζει παλαιότερα ΚΚΕ και για το πρωτοσέλιδο της εφημερίδας «Δημοκρατία» όπου εκτός από τα εγκληματικά καμώματα της Χρυσής Αυγής μαθαίναμε ότι «150.000 λαθραίοι περιμένουν τη στιγμή» μιας κοινωνικής έκρηξης για να κάνουν πλιάτσικο. Παράλληλα με την επιχείρηση πάταξης της Χ.Α., το πατριωτικό κομμάτι της Ν.Δ. επιδιώκει να πείσει τους συντηρητικούς ψηφοφόρους ότι ένα φονικό Ελληνα μπορεί να προέλθει από τους κακούς κομμουνιστές, όχι από τους καλούς δεξιούς, και ότι οι νοικοκυραίοι χρειάζονται τη Ν.Δ. για να τους προστατέψει από τους μετανάστες σε περίπτωση κοινωνικής έκρηξης. Η παράπλευρη συνέπεια είναι, ωστόσο, το ξέπλυμα της Χ.Α.

Οι πρώτες δημοσκοπήσεις μετά τα γεγονότα της Αμφιάλης κατέγραψαν μείωση του εκλογικού ποσοστού της Χ.Α. την οποία καρπώνεται εν μέρει η Ν.Δ. Είμαστε σίγουροι όμως ότι η κάμψη αυτή δεν οφείλεται στο ότι οι δημοσκοπούμενοι ντράπηκαν να δηλώσουν μετά το φονικό ότι θα ψηφίσουν Χρυσή Αυγή;

Δυστυχώς, η εικόνα των αντιδράσεων στα κοινωνικά δίκτυα τις ίδιες μέρες υποδείκνυε ότι η θεωρία των δύο άκρων έχει πιάσει γερά στους κόλπους της συντηρητικής βάσης και με τρόπο που νομιμοποιεί τη νεοναζιστική εγκληματική δράση: αντί του αναμενόμενου αποτροπιασμού τον τόνο έδινε ο συμψηφισμός των θανάτων της Marfin με του Π. Φύσσα. Τον ίδιο κοινωνικό ζόφο αποτύπωναν και τα ευρήματα της δημοσκόπησης της Rass για τον «Ελεύθερο Τύπο», όπου το 20% δήλωνε ότι η δολοφονία Φύσσα είναι μεμονωμένο γεγονός και όχι ενδεικτικό της απειλής της Χ.Α., το 17% ότι θεωρεί τη Χρυσή Αυγή λαϊκό εθνικιστικό κίνημα και όχι παραστρατιωτική ή εγκληματική οργάνωση, το 13,5% ότι δεν πιστεύει καν πως η Χ.Α. έχει σχέση με το φονικό και 8,8% ότι δεν έχει γνώμη. Δηλαδή δύο στους δέκα Ελληνες πολίτες θεωρούν τη Χρυσή Αυγή αθώα του αίματος….

Είναι παράνοια, δεν το χωράει ο νους, κι όμως είναι αλήθεια. Πιθανόν να καταδικαστήκαμε σε παράνοια από τότε που υψώθηκαν οι πρώτες φωνές για «ευρώ πάση θυσία» και μπήκαμε στο Μνημόνιο χωρίς το εξαρχής απαραίτητο κούρεμα του χρέους μας με μιαν απόφαση για εσωτερική υποτίμηση που ήταν γνωστό ότι θα μπορούσε να φτάσει έως και το 40%. Οι κίνδυνοι του παρόντος κρίθηκαν πιο σημαντικοί από τους κινδύνους του μέλλοντος. Αλλά εσωτερική υποτίμηση 40% δεν γίνεται χωρίς εκρηκτική ανεργία, αυτοκτονίες, μαζικές χρεοκοπίες, τρελή φορολόγηση, καλπάζουσα εγκληματικότητα∙ με άλλα λόγια χωρίς μια πολύχρονη οικονομική σφαγή μέσα στην κοινωνία που διαβρώνει όλους τους συνεκτικούς ιστούς της. Τα αδιέξοδα της καθημερινότητας, που είναι τόσο μεγαλύτερα όσο πιο χαμηλά βρίσκεσαι στην κοινωνική διαστρωμάτωση, και τα ψέματα της κυβέρνησης περί ελπίδων ανάκαμψης την ώρα που ο κόσμος –ανάμεσά τους και πάρα πολλοί πρώην νοικοκυραίοι και ψηφοφόροι της συντηρητικής παράταξης– βλέπει τη ζωή του να επιδεινώνεται ασφυκτικά, συνεγείρουν τρομακτικά κύματα αβεβαιότητας και οργής, μετατρέπουν την καθημερινότητα σε πόλεμο για επιβίωση, εξαχρειώνουν τις συνειδήσεις, ξυπνούν ιστορικά απωθημένα, οδηγούν σε παράνοια… Φαίνεται πως είναι δύσκολο να ξεριζωθεί η κοινωνική επιρροή της Χρυσής Αυγής τώρα πια.

"Οι πολιτικοί μας μάς πρόδωσαν στους ξένους"

Φέτος το καλοκαίρι, συνομιλώντας με κάποιους από τον λεγόμενο απλό κόσμο –δηλαδή όχι τους επαγγελματίες των ΜΜΕ και της οικονομίας– που για τον έναν ή τον άλλο λόγο συγκαταλέγονται στα θύματα της κρίσης, άκουγες: Δεν έχω καταλάβει καλά τι γίνεται, αλλά η αίσθησή μου είναι ότι οι πολιτικοί μας μάς πρόδωσαν στους ξένους. Ή ακόμη: Οι πολιτικοί μας κάνουν όλα τα χατίρια στους ξένους θυσιάζοντας εμάς ώστε να διατηρούν τα προνόμια τα δικά τους και των φίλων τους.

Εχει άδικο αυτός ο κόσμος; Μάλλον όχι. Οι ιστορικοί του μέλλοντος θα κρίνουν πολύ πιο αυστηρά την ελληνική πολιτική τάξη για τον τρόπο με τον οποίο διαχειρίστηκε τα ελληνικά πράγματα μετά το 2010 παρά για την ίδια τη χρεοκοπία. Το μεγαλύτερο μέρος της ανάπτυξης της Ελλάδας από τότε που μπήκε στο ευρώ ήταν προϊόν φούσκας, αποτέλεσμα της κατακόρυφης αύξησης του ιδιωτικού και δημόσιου δανεισμού. Από τη στιγμή που ήρθε η κρίση και η χώρα απώλεσε τη δυνατότητα ξένου δανεισμού, η πτώση επρόκειτο να είναι μεγάλη. Δεν ήταν απαραίτητο όμως η κρίση να οδηγήσει στον εθνικό εξευτελισμό της Ελλάδας και σε τόσο μεγάλη κοινωνική καταστροφή. Οι διαδοχικές κυβερνήσεις Παπανδρέου-Παπαδήμου-Σαμαρά θα μπορούσαν να είχαν χειριστεί τα πράγματα διαφορετικά. Θα μπορούσαν να μην είχαν αποδεχτεί τον ρόλο της διεκπεραίωσης των ευρωπαϊκών συμφερόντων στη χρεοκοπημένη Ελλάδα και να είχαν εκμεταλλευθεί τη διαμάχη Ε.Ε.-ΔΝΤ για την αποκατάσταση της βιωσιμότητας του χρέους. Ή θα μπορούσαν να έχουν αξιοποιήσει τη λίστα Λαγκάρντ και τις διάφορες άλλες εκδοχές της και με ελέγχους «πόθεν έσχες» να έχουν επιδιώξει να μαζέψουν χρήμα από εκείνους που πράγματι συσσώρευσαν «λίπος» στα χρόνια του ευρώ, αντί να επιβάλλουν υπερφορολόγηση στους πάντες μετατρέποντας το χρέος του Δημοσίου σε ιδιωτικό χρέος των ελληνικού λαού.

Θα μπορούσαν; Μάλλον όχι. Η πίστη στη δυνατότητα των Ελλήνων πολιτικών να χαράξουν μια εθνική πολιτική και να θέσουν πάνω απ’ όλα τα συλλογικά συμφέροντα του ελληνικού λαού αντιβαίνει προς τις παραδόσεις της ελληνικής πολιτικής των τελευταίων 20 χρόνων – και όχι μόνο. Ο υψηλός βαθμός εξάρτησης και υποτέλειας του ελληνικού κράτους από τις μεγάλες, ευρωπαϊκές και μη, δυνάμεις της Δύσης έχει μεγάλο βάθος χρόνου και είναι ιστοριογραφικά τεκμηριωμένος. Για να καταλάβουμε όμως γιατί το ΠΑΣΟΚ και η Ν.Δ., που διαχειρίζονται μέχρι σήμερα την κρίση, ήταν αδύνατο να κάνουν κάτι διαφορετικό από ό,τι έκαναν –αυτό που ο κόσμος λέει ότι μας πούλησαν στους ξένους–, πρέπει να αντιληφθούμε την ιστορική συνθήκη μέσα στην οποία Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ έχουν πολιτευθεί τα τελευταία 20-25 χρόνια.

Πριν από ένα τέταρτο του αιώνα είχαμε δύο θεμελιώδη γεγονότα. Το πρώτο, το 1989, ήταν η πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού που σήμανε την ιστορική ήττα του σοσιαλιστικού σχεδίου οικονομικής και κοινωνικής οργάνωσης. Το δεύτερο, το 1992, ήταν η Συνθήκη του Μάαστριχτ, η οποία έβαλε την Ευρώπη στον δρόμο του αχαλίνωτου νεοφιλελευθερισμού, έθεσε τις βάσεις για την κατασκευή ενός πυκνού ευρωπαϊκού νομοθετικού πλαισίου με δεσμευτικές οδηγίες για τα κράτη-μέλη κατά τρόπο που συγκεντροποιούσε τους βασικούς κατευθυντήριους άξονες της οικονομικής πολιτικής και άνοιγε τον δρόμο για την ΟΝΕ. Ο νεοφιλελευθερισμός σήμαινε, συν τοις άλλοις, αλλαγή σκέψης για την οικονομία: το ενδιαφέρον για τις παραγωγικές δομές και η πολιτική για την πραγματική οικονομία αντικαταστάθηκαν από τις λογιστικές ασκήσεις επί των δημόσιων οικονομικών, ενώ η πολιτική αφορούσε πλέον τις φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις επί των αγορών εργασίας και προϊόντων, που θεωρούνταν ότι θα απέδιδαν τον μέγιστο δυνατό πλούτο και ανάπτυξη για το κοινωνικό σύνολο. Με δυο λόγια: Ολα θα εξασφαλίζονταν αυτομάτως διά των αγορών, γι’ αυτό η οικονομική πολιτική, με την κλασική της έννοια, δεν χρειαζόταν πια και πετάχτηκε στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας.

Το αποτέλεσμα ήταν ότι υπό την επιρροή του κυρίαρχου ευρωπαϊκού μας προσανατολισμού αλλά και του παραδοσιακού ελληνικού πελατειακού πολιτικού προτύπου, τα δύο κόμματα εξουσίας, ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ., εγκατέλειψαν κάθε φιλοδοξία άσκησης οικονομικής πολιτικής. Τη θέση της οικονομικής πολιτικής έκτοτε πήρε μια πολιτική που αποτελούσε μείγμα τεχνοκρατίας, με σκοπό την υλοποίηση των δεσμευτικών μας ευρωπαϊκών υποχρεώσεων, οι οποίες μετασχημάτιζαν την ελληνική οικονομία, και μιας αδιαφανούς «χαριστικής» πολιτικής με σκοπό την εξυπηρέτηση αφ’ ενός ορισμένων μεγάλων επιχειρηματικών συμφερόντων που επιδίωκαν να εκμεταλλευτούν τις ευκαιρίες των ευρωπαϊκών χρηματοδοτήσεων ή τους νέους διακανονισμούς απελευθέρωσης των αγορών και αφ’ ετέρου των μικρών συλλογικών, συντεχνιακού τύπου, συμφερόντων, κατά τρόπο που διασφάλιζε τη διατήρηση του ΠΑΣΟΚ και της Ν.Δ. στην εξουσία.

Οπότε, παρά τα όσα σωστά αντιλαμβάνονται τα θύματα της κρίσης και συμπυκνώνουν με τη φράση «οι πολιτικοί μας μάς πρόδωσαν στους ξένους», αν το σκεφτούμε λίγο καλύτερα, βλέπουμε ότι Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ απλώς συνεχίζουν να πολιτεύονται μέσα στην κρίση με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που έκαναν τα προηγούμενα 20 χρόνια: εφαρμόζουν τις κεντρικές ευρωπαϊκές πολιτικές επιδιώκοντας κατά την εφαρμογή τους πρωτίστως να αναπαράγουν την εξουσία τους. Δεν έχουν μάθει να σκέφτονται ή να λειτουργούν με όρους πολιτικής ηγεσίας, πολιτικής ευθύνης ή πραγματικής οικονομίας. Πώς να τους βγει ξαφνικά;

Η αργή κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας

Το τραγικό σχετικά με την ανεργία δεν είναι ότι συνεχίζει να ανεβαίνει πιάνοντας τον Μάιο το 26,7%. Είναι η απουσία οποιωνδήποτε προοπτικών μείωσής της με τρόπο διαφορετικό από της Λετονίας. Μετά την εφαρμογή του δικού της προγράμματος εσωτερικής υποτίμησης –που λόγω του χαμηλού δημόσιου χρέους της είχε πολύ καλύτερες αρχικές προϋποθέσεις από το ελληνικό–, η χώρα της Βαλτικής μείωσε ώς ένα βαθμό την υψηλή ανεργία της χάνοντας το 10% του πληθυσμού της, τις νέες και δυναμικές γενιές. Στον ίδιο δρόμο βαδίζουμε κι εμείς.

Η εκτίμηση αυτή δεν πηγάζει από απαισιοδοξία. Προκύπτει από την απλή λογική της υποχρέωσης που έχει αναλάβει η Ελλάδα να πετύχει εξωτερικά πλεονάσματα προκειμένου να μειώσει το χρέος της (με κυβερνήσεις Ν.Δ.-ΠΑΣΟΚ) ή, στην καλύτερη περίπτωση, της εκ των πραγμάτων υποχρέωσής της να πετύχει ισορροπία στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών (δηλαδή να μπαίνουν στη χώρα τόσα ευρώ όσα βγαίνουν) αν κόψει τα μνημόνια και στηριχθεί στις δικές της δυνάμεις (με κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ). Η αδυναμία από την οποία πάσχουν και τα δύο αυτά πολιτικά προγράμματα, παρά τις σημαντικές διαφορές τους, είναι η απουσία κάθε πραγματικής βοήθειας από το ευρωπαϊκό περιβάλλον: είτε νομισματικού χαρακτήρα από την ΕΚΤ –για παράδειγμα, μια υποτίμηση του ευρώ θα ήταν πολύ ευεργετική για την Ελλάδα– είτε δημοσιονομικού χαρακτήρα από τη Γερμανία και τις άλλες χώρες του Βορρά –μια αύξηση των μισθών και μείωση των φόρων στις χώρες αυτές θα τόνωνε τη συνολική ευρωπαϊκή ζήτηση και θα έδινε το περιθώριο στην Ελλάδα και τις άλλες χώρες του Νότου να πετύχουν τον μηδενισμό των ελλειμμάτων τους χωρίς να στραγγαλίζονται.

Λόγω της παραμονής της στο ευρώ, η προσαρμογή που κάνει η Ελλάδα στην οικονομία της γίνεται όχι μόνο χωρίς πραγματική ευρωπαϊκή βοήθεια αλλά διά της λεγόμενης «εσωτερικής υποτίμησης». Μόνο που η εσωτερική υποτίμηση δεν έχει κανένα από τα πλεονεκτήματα της κανονικής υποτίμησης που κάνουν οι χώρες με δικά τους νομίσματα. Στην κανονική υποτίμηση, παράλληλα με τα εισοδήματα των ανθρώπων, μειώνονται και τα χρέη τους, άρα απομένει μεγαλύτερο διαθέσιμο εισόδημα και η ύφεση είναι μικρότερη, τονώνεται η εγχώρια παραγωγή, άρα συγκρατείται η ανεργία και μειώνονται οι εισαγωγές με σχετικά αυτόματο τρόπο επειδή τα ξένα προϊόντα ακριβαίνουν πολύ και τα εγχώρια φτηναίνουν. Στην εσωτερική υποτίμηση, όμως, μειώνονται μόνο τα εισοδήματα, ενώ τα χρέη παραμένουν υψηλά και είτε δεν μπορούν να αποπληρωθούν από τα μειωμένα εισοδήματα είτε πληρώνονται αλλά αφήνοντας πολύ μικρότερο διαθέσιμο εισόδημα και προκαλώντας μεγαλύτερη ύφεση. Επιπλέον, δεν υπάρχει καμιά θετική επίδραση στην εγχώρια παραγωγή, άρα κανένας τρόπος συγκράτησης της ανεργίας, ενώ κι οι εισαγωγές δεν μειώνονται αυτόματα –χρειάστηκε να παγώσει πέρσι η Ελλάδα με την επιβολή τρελών φόρων στα καύσιμα προκειμένου να καταρρεύσει η κατανάλωση πετρελαίου (κατά 68%) και να συρρικνωθεί το εξωτερικό έλλειμμα τόσο όσο χρειαζόταν. Η λογική των μνημονίων υποστηρίζει ότι η εσωτερική υποτίμηση μπορεί να δουλέψει όπως η κανονική, και μέσω της μείωσης των μισθών να ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα και τις εξαγωγές μιας χώρας και να μειώσει την ύφεση και την ανεργία. Η θεωρία αυτή φαίνεται να αποδίδει, έστω λίγο, στην Πορτογαλία και την Ισπανία –οι οποίες καταγράφουν σημαντική αύξηση εξαγωγών αν και η ανεργία τους παραμένει ψηλά–, καθόλου όμως στην Ελλάδα. Κι η ευθύνη γι’ αυτό ανήκει εξίσου στις ελληνικές κυβερνήσεις και στην Ευρώπη.

Η Ευρώπη ευθύνεται για την παρατεταμένη παραμονή της Ελλάδας σε κατάσταση διαρκούς χρεοκοπίας, επειδή έκανε ένα PSI ατελές και με μεγάλη καθυστέρηση και ουσιαστικά εξακολουθεί να αρνείται κάθε αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους που θα αποκαθιστούσε τη βιωσιμότητά του: αποτέλεσμα η δραματική αύξηση του κόστους χρήματος για τις ελληνικές επιχειρήσεις. Οι ελληνικές κυβερνήσεις ευθύνονται για την άρνησή τους να μειώσουν τις δημόσιες δαπάνες κατά τρόπο που θα περιόριζε την ύφεση και θα έδινε το παράδειγμα αντί να εκθρέψει τη σύγκρουση στην ελληνική κοινωνία (από πάνω προς τα κάτω, όπως είπε από την αρχή ο Γ. Βαρουφάκης, και όχι οριζόντια), τη χαριστική τους συμπεριφορά προς κάποια μεγάλα επιχειρηματικά συμφέροντα που συνευθύνεται για το αυξημένο κόστος ενέργειας και μεταφορών, την υπερφορολόγηση και την εσωτερική στάση πληρωμών που προκαλεί προβλήματα στην παραγωγική αλυσίδα και οδηγεί σε συρρίκνωση αντί για αύξηση της παραγωγής και την αδυναμία τους να χαράξουν ένα εθνικό πρόγραμμα παραγωγικής ανασυγκρότησης με παρεμβάσεις που θα στήριζαν την ελληνική οικονομία. Το αποτέλεσμα είναι η περαιτέρω συρρίκνωση της ήδη καχεκτικής παραγωγικής βάσης της ελληνικής οικονομίας, με φυγή επιχειρήσεων και δραστηριοτήτων είτε προς χώρες χωρίς πιστωτικό κίνδυνο είτε προς τη γείτονα Βουλγαρία με το χαμηλότερο μισθολογικό, ασφαλιστικό, φορολογικό και ενεργειακό της κόστος –ουσιαστικά η αργή κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας. Στο πλαίσιο αυτής της κατάρρευσης, η υψηλή ανεργία αναδεικνύεται στο κύριο μέγεθος που διευκολύνει την επίτευξη εξωτερικών πλεονασμάτων: όταν οι άνεργοι αυξάνονται συνεχώς επί 1-2-3-4-5-6 χρόνια, οι μισθοί καταρρέουν. Οι άνεργοι και οι χαμηλόμισθοι περιφέρονται σαν ζόμπι μπροστά στις βιτρίνες, χωρίς να καταναλώνουν. Με τη φτώχεια οι εισαγωγές συρρικνώνονται, η κυβέρνηση βγαίνει κάποια στιγμή και ανακοινώνει περήφανη ότι το Μνημόνιο επιτυγχάνει τους στόχους του, όσοι μπορούν μεταναστεύουν και η ζωή συνεχίζεται…

Η έρευνα του ΔΝΤ που ανέτρεψε όλους - κι όταν λέμε όλους εννοούμε όλους - τους μύθους της κρίσης (Ε)

6. Η αντιμετώπιση της κρίσης απαιτεί κεντρικούς μηχανισμούς ανάληψης κινδύνων, δημοσιονομικές μεταβιβάσεις από το Βορρά προς το Νότο και υποτίμηση του ευρώ. Το συμπέρασμα των Chen, Milesi-Ferretti και Tressel είναι ότι η υπερχρέωση των κρατών του ευρωπαϊκού Νότου οφείλεται σε τρεις παράγοντες:
• τον ασύμμετρο αντίκτυπο των εμπορικών εξελίξεων με χώρες εκτός ευρώ και πρωτίστως της ανόδου του κινέζικου ανταγωνισμού,
• την πολύ μεγάλη ανατίμηση της ονομαστικής ισοτιμίας του ευρώ που επιδείνωσε δραστικά την ανταγωνιστικότητα του Νότου και
• την ολοκλήρωση του ευρωπαϊκού χρηματοπιστωτικού συστήματος στο πλαίσιο της ΟΝΕ, η οποία διαδραμάτισε έναν ειδικό ρόλο στην επί μακρόν διατήρηση των ελλειμμάτων, άρα την υπερχρέωση του Νότου.
Από τη στιγμή που σε διεθνές επίπεδο δεν έχει αλλάξει κάτι και το εξωτερικό σοκ με τον ασύμμετρο αντίκτυπό του πάνω στις χώρες της Ευρωζώνης παραμένει, οι δε τράπεζες του Βορρά δεν θέλουν πια να χρηματοδοτούν το Νότο, τα κράτη του Νότου πρέπει αναπόφευκτα να προσαρμόσουν την οικονομία τους. Αφού όμως η αδυναμία βρίσκεται στην εξωτερική ανταγωνιστικότητα των κρατών του Νότου και όχι στην εσωτερική, η λύση δεν είναι οι πολιτικές δημοσιονομικής σταθεροποίησης και εσωτερικής υποτίμησης που εφαρμόζονται σήμερα. Αντί της εσωτερικής υποτίμησης προτείνονται συνεπώς τρεις δέσμες πολιτικών:

Πρώτη δέσμη: η δημιουργία μηχανισμών κεντρικής ανάληψης των κινδύνων από όλα τα κράτη μέλη του ευρώ οι οποίοι θα βοηθήσουν την προσαρμογή στις χώρες που επλήγησαν από το σοκ. Ένας βασικός μηχανισμός κεντρικής ανάληψης των κινδύνων θα ήταν η υπό σχεδιασμό ευρωπαϊκή τραπεζική ένωση αν είχε ακολουθήσει τα πρότυπα της τραπεζικής ένωσης των ΗΠΑ όπως αναφέρονταν στις αρχικές ευρωπαϊκές συζητήσεις του 2012 – αν  δηλαδή περιλάμβανε ένα πανευρωπαϊκό σχήμα εγγύησης καταθέσεων και την ανάληψη του κόστους ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών της Ελλάδας, της Ισπανίας, της Κύπρου κλπ. από τους ευρωπαϊκούς μηχανισμούς. Αντ’ αυτού το σχήμα που προωθείται θεσπίζει εθνικά συστήματα εγγύησης καταθέσεων και εθνικές αναλήψεις κινδύνων – αποκλείει δηλαδή την κεντρική ανάληψη των κινδύνων.

Δεύτερη δέσμη: η εισαγωγή δημοσιονομικών μεταβιβάσεων με αυστηρούς όρους προκειμένου να αντισταθμιστεί η επιρροή της μειωμένης κινητικότητας εργαζομένων μέσα στην Ευρωζώνη. Μια πρόταση δημοσιονομικών μεταβιβάσεων, δηλαδή μεταβίβασης δημόσιων πόρων από το Βορρά προς το Νότο μέσω της αύξησης του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού η οποία έχει συζητηθεί, αφορούσε την κάλυψη των ανέργων του Νότου από ένα πανευρωπαϊκό Ταμείο Ανεργίας. Απορρίφθηκε όμως κατηγορηματικά από τις πολιτικές ηγεσίες της Γαλλίας και της Γερμανίας τον Δεκέμβριο του 2012.

Τρίτη δέσμη: η βελτίωση των όρων χρηματοδότησης, η αύξηση της ζήτησης και η υποτίμηση του ευρώ.Βήματα βελτίωσης των όρων χρηματοδότησης των κρατών του Νότου γίνονται και πολύ πιθανόν να ξαναγίνουν. Για παράδειγμα οι ανακοινώσεις της ΕΚΤ για το νέο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της, γνωστό με το ακρωνύμιο ΟΜΤ, του φθινοπώρου 2012 έχουν βοηθήσει στη μείωση του κόστους δανεισμού της Ιταλίας και της Ισπανίας ενώ οι αποφάσεις για μείωση των επιτοκίων των διακρατικών δανείων έχουν βοηθήσει την Πορτογαλία, την Ιρλανδία και την Ελλάδα. Ωστόσο παραμένει οξύ το πρόβλημα των επιχειρήσεων του Νότου – ιδίως της Ελλάδας – που δανείζονται με πολύ υψηλά επιτόκια.
Το αίτημα για αύξηση της ζήτησης, ιδίως στη Γερμανία, έχει υψωθεί από πάρα πολλές φωνές οικονομολόγων τε και πολιτικών. Η τυπική κι επαναλαμβανόμενη γερμανική απάντηση όμως είναι ότι το Βερολίνο δεν μπορεί να κάνει υποχωρήσεις ως προς την σκληρά κερδισμένη του ανταγωνιστικότητα και πως το βάρος της προσαρμογής πρέπει να αναληφθεί εξολοκλήρου από το Νότο ώστε να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα της Ευρώπης σαν σύνολο.
Τέλος, ενδεχόμενη υποτίμηση του ευρώ θα ήταν το ιδεώδες σενάριο για το Νότο, καθώς θα ενίσχυε την εξωτερική ανταγωνιστικότητά του απέναντι στην Κίνα και τους άλλους εμπορικούς εταίρους με τα εθνικά νομίσματα – όπου έγκειται η αδυναμία του. Μόνο που το σενάριο αυτό δεν φαίνεται πιθανό. Σε έναν κόσμο όπου η Κίνα έχει διπλό νόμισμα προκειμένου να διατηρεί υπό τον έλεγχό της και χαμηλά την ισοτιμία της, όπου η Ελβετία δεν επιτρέπει ενίσχυση της ισοτιμίας του φράγκου έναντι του ευρώ πέρα από το 1.20,  όπου οι ΗΠΑ έχουν κόψει τόνους δολαρίων μετά την κρίση για να στηρίξουν την οικονομία τους  κι όπου, από την άνοιξη του 2013, και η Ιαπωνία προωθεί επεκτατικές πολιτικές συμπιέζοντας το γεν, η ΕΚΤ έχει απομείνει ως η μόνη μεγάλη κεντρική τράπεζα που μεριμνά πρωτίστως για τη σταθερότητα του νομίσματος. Υπό αυτές τις συνθήκες τυχόν ανατίμηση του ευρώ δείχνει πιθανότερη από την υποτίμησή του. 



Η έρευνα του ΔΝΤ που ανέτρεψε όλους - κι όταν λέμε όλους εννοούμε όλους - τους μύθους της κρίσης (Δ)

5. Η υπερχρέωση του ευρωπαϊκού Νότου στο Βορρά οφείλεται στον υπερδανεισμό του ιδιωτικού τομέα και όχι του δημοσίου, ενώ κινητήριος μοχλός του στάθηκε η μεγάλη επέκταση της στεγαστικής πίστης. Οι κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης (του Μάαστριχ) προέβλεπαν αυστηρούς κανόνες ελλείμματος (3%) και χρέους (60%) για το δημόσιο. Αντίθετα, για τον ιδιωτικό τομέα (τράπεζες, επιχειρήσεις, νοικοκυριά), προβλεπόταν η μέγιστη δυνατή απελευθέρωση της πίστωσης. Οι επιλογές αυτές αντανακλούσαν τη θεμελιώδη αρχή του νεοφιλελευθερισμού που πρεσβεύει ότι όλες οι στρεβλώσεις προέρχονται από τα κράτη, ενώ ο ιδιωτικός τομέας, αν αφεθεί ελεύθερος, κατανέμει σωστά κεφάλαια και πόρους και επιτυγχάνει τη μέγιστη δυνατή ανάπτυξη προς γενικό όφελος. Κι όμως… Όπως διαπιστώνει η ομάδα των οικονομολόγων του ΔΝΤ, η υπερχρέωση του Νότου προς το Βορρά δεν προήλθε από το δημόσιο τομέα αλλά από την έκρηξη του ιδιωτικού δανεισμού – και  αυτό ισχύει ακόμη και για την “δημοσιονομικά άσωτη” Ελλάδα. Τα δημόσια χρέη των κρατών του Νότου σαν ποσοστό του ΑΕΠ δεν μεταβλήθηκαν σημαντικά από το 2001, έτος εισαγωγής του ευρώ, ως το 2008, έτος της παγκόσμιας κρίσης. Αντίθετα, τα ιδιωτικά τους χρέη, πάντα ως ποσοστό του ΑΕΠ, αυξήθηκαν δραματικά. Έτσι τα κρατικά ομόλογα του Νότου πέρασαν σταδιακά από τα χέρια των τραπεζών και των νοικοκυριών του Νότου όπου βρίσκονταν το 2001 στις τράπεζες του Βορρά.

Συγκεκριμένα η μελέτη διαπιστώνει ότι τα χρόνια του ευρώ το δημόσιο χρέος αυξήθηκε μόνο στην Ελλάδα κατά 7% του ΑΕΠ, ενώ στην Ιταλία και την Πορτογαλία παρέμεινε σταθερό και στην Ισπανία και την Ιρλανδία μειώθηκε σημαντικά. Αλλά η μεγάλη επιδείνωση των ισολογισμών του ιδιωτικού τομέα ο οποίος υπερδανείστηκε οδήγησε σε τεράστια αύξηση των εξωτερικών ελλειμμάτων και του εξωτερικού χρέους. Ο κινητήριος μοχλός της υπερχρέωσης, ήταν η αύξηση των στεγαστικών δανείων. Το 2001 τα νοικοκυριά του Νότου είχαν καταθέσεις, ομόλογα και μετοχές υψηλής αξίας και ελάχιστο χρέος. Εξαιτίας όμως των πολύ χαμηλών επιτοκίων της ΕΚΤ, – που ήταν αναντίστοιχα με τα υψηλά επίπεδα ανάπτυξης και πληθωρισμού του Νότου – τα νοικοκυριά της Ελλάδας, της Ισπανίας, της Πορτογαλίας βρέθηκαν να δανείζονται με αρνητικά πραγματικά επιτόκια, πήραν πολλά στεγαστικά δάνεια, υπερχρεώθηκαν στις εθνικές τους τράπεζες και μείωσαν τις τοποθετήσεις τους σε καταθέσεις και ομόλογα. Αντίστοιχα οι ελληνικές, ισπανικές, πορτογαλικές και άλλες τράπεζες του Νότου υπερχρεώθηκαν έναντι των τραπεζών του Βορρά που αγόραζαν κρατικά ομόλογα (κυρίως για την Ελλάδα και την Πορτογαλία), τραπεζικά ομόλογα (κυρίως για την Ιρλανδία και την Ισπανία) ή δάνειζαν ευθέως τις τράπεζες του Νότου. Έτσι το δημόσιο χρέος έφυγε από τα ελληνικά, πορτογαλικά, ισπανικά και άλλα χέρια και πέρασε στα χέρια των γερμανικών, γαλλικών, βελγικών κλπ τραπεζών και ασφαλιστικών οργανισμών. Ουσιαστικά οι χώρες του Νότου έχασαν την ιδιοκτησία του χρέους τους και βρέθηκαν με υπερχρεωμένα νοικοκυριά που νόμιζαν ότι διέθεταν ακριβά ακίνητα – ίσα για να ανακαλύψουν ότι με την έλευση της κρίσης οι τιμές των ακινήτων τους θα εισέρχονταν σε ελεύθερη πτώση, ενώ τα χρέη τους θα παρέμεναν στα ψηλά. 

Η μόνη χώρα που απέφυγε αυτή την παγίδα ήταν η Ιταλία. Αντίθετα, η χώρα με την μεγαλύτερη απώλεια ιδιοκτησίας του χρέους της ήταν η Ελλάδα. Το 2001, τα ελληνικά νοικοκυριά είχαν καταθέσεις, ομόλογα και μετοχές της τάξης του 131% του ΑΕΠ. Το 2009 πλέον, οι καταθέσεις, μετοχές, ομόλογα που βρίσκονταν στα χέρια των ελληνικών νοικοκυριών είχαν πέσει στο 59% του ΑΕΠ. Επρόκειτο για την πιο δραματική πτώση από όλες τις χώρες του Νότου. Στο ίδιο διάστημα τα χρέη των ελληνικών επιχειρήσεων για επιχειρηματικά δάνεια είχαν ανέλθει από τα 50 δις ευρώ του Ιανουαρίου 2002 σε 120 δις ευρώ τον Ιανουάριο 2009 (πολύ μεγάλη αύξηση 110% αλλά πιο φυσιολογική από των υπόλοιπων κατηγοριών δανείων), των νοικοκυριών για στεγαστικά δάνεια είχαν ανέλθει από τα 18 δις του Ιανουαρίου 2002 ευρώ σε 80 δις (αύξηση 350%) και για πιστωτικές κάρτες από τα 9 δις ευρώ του Ιανουαρίου 2002 σε 38 δις (αύξηση 320%). Έτσι το ελληνικό δημόσιο χρέος από εκεί που το 2001 βρίσκονταν κατά 60% σε ελληνικά χέρια και κατά 40% σε ξένα, το 2009 ανήκε μόνο 15% σε ελληνικά χέρια και κατά 85% σε ξένα. Η κατάληξη ήταν η χρεοκοπία.


Δευτέρα 19 Αυγούστου 2013

Ο ΣΥΡΙΖΑ τολμά να σκεφτεί "εκτός πλαισίου"

Η αλλαγή της μνημονιακής πολιτικής έχει καταστεί ζήτημα συλλογικής επιβίωσης. Γι’ αυτό ο ΣΥΡΙΖΑ, ως η μοναδική πολιτική δύναμη που έχει τις προϋποθέσεις να την ανατρέψει, παρ’ όλα του τα λαϊκιστικά ολισθήματα, αποτελεί μονόδρομο. Δεν μπορούμε να ξέρουμε αν η ελληνική καταναλωτική κοινωνία που επί χρόνια αντάλλασσε την ψήφο της με διορισμούς θα ψηφίσει – έστω και τώρα – Αριστερά. Ενδεχομένως, αν ο ΣΥΡΙΖΑ της παρουσιάσει κάτι πιο ελπιδοφόρο και εθνικά αξιοπρεπές από το σχέδιο εκπτώχευσης που εφαρμόζεται πάνω της σήμερα.
Με τέτοιες προσδοκίες, εύλογο ήταν το ενδιαφέρον που προκάλεσαν οι δίδυμες – καθότι εν πολλοίς συγκλίνουσες κατά τις θέσεις που εκφράστηκαν – και πρώτες μετά το συνέδριο συνεντεύξεις των δύο κορυφαίων οικονομικών στελεχών, των Γ. Δραγασάκη και Γ. Σταθάκη, την περασμένη Κυριακή. Οχι ότι έλειψαν οι ασάφειες – π.χ. ο Γ. Δραγασάκης είπε περισσότερα γι’ αυτά που δεν πιστεύει και δεν θα κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ παρά γι’ αυτά που πιστεύει και θα κάνει. Ούτε ότι εκδιπλώθηκε κάποιο συγκροτημένο σχέδιο για την οικονομία. Υπήρξαν ωστόσο δύο νέα θετικά στοιχεία.

Το πρώτο ήταν η οριστική επιβεβαίωση του συμβιβασμού του ΣΥΡΙΖΑ με την αμείλικτη λογική των περιορισμένων πόρων. «Δεν επιδιώκουμε αναβίωση της πολιτικής των ελλειμμάτων, πράγμα άλλωστε ανέφικτο από τη στιγμή που δεν υπάρχει η δυνατότητα κρατικού δανεισμού» (Δραγασάκης). «Η δημοσιονομική ισορροπία δεν απαιτεί δανειακούς πόρους» (Σταθάκης). Το βήμα της κατηγορηματικής αναγνώρισης των δημοσιονομικών περιορισμών είναι πολύ σημαντικό για το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης που στην αρχή της κρίσης υποστήριζε ότι η ελληνική χρεοκοπία ήταν απάτη για να μειωθούν οι μισθοί και επί δύο ολόκληρα χρόνια επέμενε σε ρητορικές άρνησης και μπουρδουκλώματος που δεν έπειθαν ούτε τους οπαδούς του. Δεν πρέπει να υπάρξουν άλλα πισωγυρίσματα σε λαϊκισμούς αν είναι να ενισχυθεί η πειστικότητά του.

Το δεύτερο θετικό στοιχείο ήταν η αναφορά – για πρώτη φορά – σε «μη συμβατικές λύσεις και ετερόδοξα μέτρα», που «σε συνδυασμό με τις συμβατικές λύσεις και τα ορθόδοξα μέτρα», μπορούν να ανακόψουν την ελεύθερη πτώση της ελληνικής οικονομίας (Δραγασάκης). Οι συμβατικές λύσεις και τα ορθόδοξα μέτρα που προτείνει ο ΣΥΡΙΖΑ είναι κατά βάση γνωστά: μεταφορά φορολογικών βαρών από τα φτωχότερα στα πιο ευκατάστατα στρώματα, αναδιάρθρωση χρεών των υπερχρεωμένων νοικοκυριών και των μικρομεσαίων, αναδιάρθρωση δαπανών με σκοπό την αντιμετώπιση της μεγάλης φτώχειας και την ενίσχυση των δημόσιων επενδύσεων. Ολα τους ακούγονται ωραία και κανείς δεν αμφιβάλλει ότι μια κυβέρνηση αυτού του κόμματος θα ανακούφιζε κάπως τους ανέργους και τα φτωχότερα νοικοκυριά. Ομως η παραδοσιακή λογική αυτού του κόμματος περί αύξησης των φόρων και μη μείωσης των δαπανών είναι απίθανο να καταφέρει να στηρίξει την ελληνική οικονομία υπό τις τρέχουσες συνθήκες – που όχι μόνο δεν επιτρέπουν την παραγωγή εισοδημάτων και κερδών αλλά κι ευνοούν τη φυγή επιχειρήσεων και δραστηριοτήτων προς τις γείτονες χώρες χαμηλής φορολογίας (Κύπρος, Βουλγαρία).

Αντίθετα, τα μη συμβατικά μέτρα έχουν περισσότερη ουσία. Ο Γ. Δραγασάκης μίλησε «για εισαγωγή συμπληρωματικού νομίσματος μέσω της έκδοσης ομολόγων ειδικού σκοπού, για άσκηση επιρροής επί της πιστωτικής πολιτικής ώστε οι περιορισμένοι πόροι να κατευθυνθούν εκεί που επιβάλλουν οι προτεραιότητες της πολιτικής και όχι το συμφέρον των τραπεζών, για εισαγωγή μέτρων για τη βραχυπρόθεσμη αποθάρρυνση των εισαγωγών και για επηρεασμό των διαρθρωτικών μη εργασιακών παραγόντων του κόστους παραγωγής». Οι προτάσεις αυτές μαρτυρούν ορθή αντίληψη των πραγματικών αιτιών της κρίσης που έχουν να κάνουν με το εμπορικό και παραγωγικό έλλειμμα της χώρας και όχι με το κόστος εργασίας. Χαρακτηρίζονται από πολιτική τόλμη – η εισαγωγή συμπληρωματικού νομίσματος προκειμένου να μη χάνονται βιώσιμες επιχειρήσεις και θέσεις εργασίας από έλλειψη ρευστότητας και μόνο έχει προταθεί από αρκετούς οικονομολόγους και αναλυτές από όλο το πολιτικό φάσμα (Βερούτης, Μάρδας, Κάντζας, Παπαδημητρίου, Βαρουφάκης κ.ά.), αλλά ο Γ. Δραγασάκης γίνεται ο πρώτος πολιτικός που τολμά να τις υιοθετήσει. Τέλος, αντιπροσωπεύουν μια έμπρακτη απόρριψη του νεοφιλελεύθερου προτύπου το οποίο π.χ. αποδέχεται την κρατική παρέμβαση στους μισθούς αλλά όχι στο υπόλοιπο κόστος παραγωγής με αποτέλεσμα την παρούσα εκτρωματική κατάσταση της Ελλάδας που οδεύει προς μισθούς Αφρικής με τιμές Ελβετίας ή εμπιστεύεται ακόμη απεριόριστα τις τράπεζες –παρά τις φούσκες που δημιούργησαν– και σηματοδοτούν τη στροφή σε μια πολύτιμη αντίληψη που δίνει την πρωτοκαθεδρία στην πολιτική.

Και το ΠΑΣΟΚ, που σχολίασε δηκτικά ότι όλα αυτά έρχονται σε αντίθεση με τις αρχές της Ευρωπαϊκής Ενωσης; Κατ’ αρχάς το ΠΑΣΟΚ, που βαρύνεται με πολλαπλές ιστορικές ευθύνες για την οικονομική κατάρρευση της Ελλάδας, καλόν είναι να αρχίσει να τις ξεπλένει εξηγώντας επιτέλους στον κόσμο τις διαφορές του ευρώ από τη δραχμή και τι σημαίνουν για τη χώρα. Δευτερευόντως, για όσους δεν το έχουν καταλάβει, η ίδια η Ευρωπαϊκή Ενωση παραβίασε πρώτη τις αρχές της για να αντιμετωπίσει την κατάσταση έκτακτης ανάγκης που δημιουργήθηκε τον Απρίλιο στην Κύπρο. Αφού υπάρχει προηγούμενο γιατί να μην το εκμεταλλευθεί μια ελληνική κυβέρνηση; Είναι πιο σωστό να καταρρέουμε με τα χέρια σταυρωμένα;
Το κρίσιμο ερώτημα είναι αν μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ θα τολμήσει πράγματι να εφαρμόσει μη συμβατικά μέτρα. Γιατί αν δεν το τολμήσει και υποκύψει στους εκβιασμούς των Γερμανών, όσο καλές κι αν είναι οι προθέσεις της, με δεδομένη τη θέση της για παραμονή στο ευρώ, θα λειτουργήσει απλά ως σωσίβιο του συστήματος. Κι εκεί δυστυχώς θα έχει αποτύχει. Ταυτόχρονα με δεδομένη την πολιτική πόλωση που βαθαίνει μέσα στην ελληνική κοινωνία, μπορεί να δούμε ένα μεγάλο μέρος δεξιών να στρέφονται προς τη Χρυσή Αυγή και τότε να έχουμε άλλα κοινωνικά δράματα.

Η μελέτη του ΔΝΤ που ανέτρεψε όλους - κι όταν λένε όλους εννοούμε όλους - τους μύθους της κρίσης

3. Η κατάρα τού να μοιράζεσαι το ίδιο νόμισμα με τη Γερμανία στην εποχή της παγκοσμιοποίησης. Το εμπορικό σοκ που υπέστησαν τα κράτη του Νότου από την πλημμύρα των αδασμολόγητων φθηνών κινέζικων εισαγωγών, την έκρηξη των διεθνών τιμών πετρελαίου και του ανταγωνισμού των 12 νέων κρατών μελών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης με τα χαμηλά κόστη και τα αδύναμα νομίσματα, εύκολα θα διορθώνονταν σε έναν κόσμο εθνικών νομισμάτων. Ο κόσμος των εθνικών νομισμάτων διέθετε αυτόματους μηχανισμούς προσαρμογής. Όταν ξέφευγαν τα εξωτερικά ελλείμματα, η δραχμή, η πεσέτα, το εσκούδο διολίσθαιναν χάνοντας αξία, η ισοτιμία διόρθωνε, τα εισαγόμενα γίνονταν ακριβότερα, τα εγχωρίως παραγόμενα φτηνότερα, οι εισαγωγές μειώνονταν, η εγχώρια παραγωγή στηρίζονταν κι εξασφαλιζόταν η μακρόχρονη βιωσιμότητα των οικονομιών της Ελλάδας, της Πορτογαλίας, της Ισπανίας κλπ.  Όμως στον κόσμο του κοινού νομίσματος  κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο.

Γιατί; Διότι ο ευρωπαϊκός Νότος που πλήττονταν από το παγκόσμιο εμπορικό σοκ μοιράζονταν το ίδιο νόμισμα με την Γερμανία που επωφελούνταν από το ίδιο σοκ. Ο Νότος αποκτούσε ελλείμματα έναντι των νέων εμπορικών εταίρων, η Γερμανία αποκτούσε πλεονάσματα έναντι των ίδιων εταίρων, αλλά ένεκα της νομισματικής ένωσης, η Ευρωζώνη σαν σύνολο δεν είχε ελλείμματα, έτσι η ισοτιμία του ευρώ δεν επηρεάζονταν και το πρόβλημα παρέμενε. Αλλά δεν παρέμενε απλώς, μεγεθυνόταν. Παράλληλα, επειδή από κάπου έπρεπε να καλυφθούν τα εξωτερικά ελλείμματα του Νότου έναντι της Κίνας και των πετρελαιοπαραγωγών χωρών, άρχισαν να καλύπτονται με όλο και περισσότερα δανειακά κεφάλαια του Βορρά, ιδίως της Γερμανίας και της Γαλλίας. Αυτές οι εντός του ευρώ κεφαλαιακές ροές από τις τράπεζες του Βορρά προς το Νότο χρηματοδοτούσαν το κρατικό χρέος της Ελλάδας και της Πορτογαλίας, το ομολογιακό χρέος των ισπανικών και ιρλανδικών τραπεζών και τον άμεσο δανεισμό όλων των τραπεζών του Νότου. Με αυτό τον τρόπο οι εξωτερικές ανισορροπίες της Ελλάδας, της Πορτογαλίας, της Ισπανίας – και σε μικρότερο βαθμό της Ιταλίας – έναντι της Κίνας, της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης και των χωρών του Κόλπου μετατρέπονταν, προϊόντος του χρόνου, σε εσωτερικές ανισορροπίες της Ευρωζώνης, του ευρωπαϊκού Νότου έναντι του ευρωπαϊκού Βορρά.

4. Oι  ευθύνες της ΕΚΤ και πώς η κεντρική τράπεζα συνέβαλε στην  εμβάθυνση του προβλήματος. Για όλα αυτά τι έκανε η ΕΚΤ, γιατί δεν προειδοποίησε εγκαίρως για το πρόβλημα; Δεν το έβλεπε; Όχι απλά δεν το έβλεπε, συνέβαλε κιόλας στην  μεγέθυνσή του. Ως προς το σημείο αυτό, η μελέτη του ΔΝΤ δεν εισφέρει πολλά νέα στοιχεία, συνοψίζει όμως μερικά αρκετά γνωστά πράγματα για το ρόλο της κεντρικής τράπεζας του ευρώ στην δημιουργία του προβλήματος.

Για χρόνια ολόκληρα η ΕΚΤ δεν είχε αντιληφθεί τις ανισορροπίες που μεγεθύνονταν επειδή η ανάπτυξη ελλειμμάτων στο Νότο ήταν μέσα στη λογική της δημιουργίας του ευρώ. Κατά τη νεοκλασική θεωρία των σχεδιαστών του ευρώ, η δημιουργία του κοινού νομίσματος είχε σαν στόχο της την εξάλειψη του συναλλαγματικού κινδύνου και του κόστους των νομισματικών συναλλαγών και θα οδηγούσε σε αυξημένη ροή κεφαλαίων από τις πλούσιες ζώνες του Βορρά προς τον φτωχότερο Νότο. Ένεκα αυτών των κεφαλαιακών ροών ο Νότος θα είχε ελλείμματα – κατά τρόπο φυσιολογικό και αναμενόμενο – στο πλαίσιο μιας διαδικασίας που θεωρούνταν δείγμα ‘υγιούς σύγκλισης’ Βορρά-Νότου. Τα ελλείμματα αυτά θα ήταν αποτέλεσμα μιας αύξησης των επενδύσεων και μιας μείωσης των αποταμιεύσεων που με τη σειρά τους λογίζονταν ως μια συνέπεια των αυξημένων αναπτυξιακών προοπτικών των χωρών του Νότου και της χαλάρωσης των κανόνων δανεισμού. Βεβαίως οι εξελίξεις στο μέτωπο των επενδύσεων, των αποταμιεύσεων και της ανάπτυξης στις χώρες του Νότου κατά το διάστημα 2001-2008 δεν συνέπιπτε με αυτή που προέβλεπε η κλασική θεωρία της ΕΚΤ. Για παράδειγμα, στην Ελλάδα και την Πορτογαλία σημειώθηκε κάμψη και των επενδύσεων αλλά και των αποταμιεύσεων. Στην Ισπανία και την Ιρλανδία υπήρξε ισχυρή ανάπτυξη επενδύσεων αλλά αφορούσαν κυρίως τον κλάδο των κατασκευών και δημιούργησαν φούσκα ακινήτων. Και ναι μεν Ελλάδα, Ιρλανδία και Ισπανία είχαν ισχυρή ανάπτυξη αλλά η Πορτογαλία και η Ιταλία είχαν αδύναμη ή και μηδενική ανάπτυξη. Με δυο λόγια: είχαν εκδηλωθεί σοβαρές αποκλίσεις ανάμεσα στη θεωρία του ευρώ και την οικονομική πραγματικότητα της Ευρωζώνης πολύ πριν την κρίση. Ωστόσο, η καθόλα αρμόδια για την εποπτεία της οικονομίας της Ευρωζώνης ΕΚΤ τις αγνοούσε και παρέμενε προσηλωμένη στη θεωρία της. Γι’ αυτήν τα ελλείμματα του Νότου ήταν αξιωματικά δείγμα υγιούς σύγκλισης Βορρά-Νότου στα πλαίσια της ΟΝΕ. Η ΕΚΤ μέχρι το 2008 ούτε καν κατέγραφε τα ελλείμματα των χωρών μελών του ευρώ ως το 2008 – παρακολουθούσε μόνο το ισοζύγιο της Ευρωζώνης σαν σύνολο. Αυτό ήταν το πρώτο τραγικό της σφάλμα.

Το δεύτερο – ακόμη πιο τραγικό – σφάλμα της ΕΚΤ απέρρεε από τη λογική της πλήρους απορύθμισης του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Η ΕΚΤ έδωσε ισχυρά κίνητρα στις ευρωπαϊκές τράπεζες να αλλάξουν τη συμπεριφορά τους προς τα ομόλογα του Νότου και να τα αντιμετωπίζουν όπως τα ομόλογα του Βορρά, θεωρώντας τα ως μηδενικού κινδύνου. Συγκεκριμένα, όρισε ότι θα δέχεται ως ενέχυρα από τις τράπεζες της Ευρωζώνης τα ομόλογα του Βορρά και του Νότου με τους ίδιους όρους και επιπλέον  – αφού ήταν όλα μηδενικού κινδύνου – δεν υποχρέωνε τις τράπεζες να δεσμεύουν κεφάλαια ασφαλείας γι’ αυτά. Έτσι η ΕΚΤ ώθησε τις ευρωπαϊκές τράπεζες σε ανεξέλεγκτο δανεισμό – διότι στην χρηματοπιστωτική φρενίτιδα της δεκαετίας 2001- 2008 όσα πιο πολλά ‘ασφαλή’ δάνεια παρείχαν οι τράπεζες, τόσο μεγαλύτερα κέρδη είχαν. Μόνο που αυτοί οι κανόνες ίσχυαν μόνο για τις τράπεζες του ευρώ και όχι για τις τράπεζες του υπόλοιπου κόσμου, με αποτέλεσμα τα κινέζικα και αραβικά κεφάλαια – τα οποία τρέφονταν από τα ελλείμματα του Νότου – να εξακολουθήσουν να αγοράζουν ομολόγα της Γερμανίας και της Γαλλίας όπως έκαναν προ ευρώ αλλά όχι ομόλογα του Νότου. Με τις λανθασμένες προσδοκίες της για το πώς θα λειτουργούσε το ευρώ και κυρίως με τις λανθασμένες πρακτικές της σε ό,τι αφορά τους κανόνες του τραπεζικού συστήματος, η ΕΚΤ έκανε διπλή ζημιά: Πρώτον, μετέτρεψε τις εξωτερικές ανισορροπίες της Ευρωζώνης σε εσωτερικές και δεύτερον, οδήγησε στη μεγέθυνση της στρέβλωσης.

Για να καταλάβουμε πώς έγινε αυτό, ας δούμε πώς λειτουργούσε αυτό το τριγωνικό κύκλωμα μεταφοράς πλούτου από το Νότο στην Ασία και τις χώρες του Κόλπου και πίσω στο Βορρά δυνάμει της ΟΝΕ: τα όλο και μεγαλύτερα ελλείμματα των κρατών του Νότου έναντι της Κίνας και των πετρελαιοπαραγωγών χωρών, ένεκα των φθηνών κινέζικων εισαγωγών και του όλο και πιο ακριβού πετρελαίου, σήμαιναν αυξημένες χρηματορροές από τον Νότο προς την Κίνα και τις πετρελαιοπαραγωγές χώρες. Από την Κίνα και τις πετρελαιοπαραγωγές χώρες, το χρήμα πέρναγε στο Βορρά για να χρηματοδοτήσει αφενός την αγορά ακριβών προϊόντων υψηλής τεχνολογίας και αφετέρου τις αγορές ομολόγων του Βορρά. Από το Βορρά το χρήμα επέστρεφε στο Νότο όχι ως άμεσες ξένες επενδύσεις αλλά ως ‘υπερασφαλή’ δάνεια των τραπεζών του Βορρά προς τα κράτη και τις τράπεζες του Νότου – εξαιτίας των λανθασμένων αξιωματικών παραδοχών και των κανόνων της ΕΚΤ – προκειμένου να χρηματοδοτηθούν τα αυξανόμενα εξωτερικά ελλείμματα που δεν θεωρούνταν πρόβλημα αλλά σημάδι υγιούς σύγκλισης κι έτσι ο φαύλος κύκλος άρχιζε ξανά από την αρχή. Μόνο που κάθε επανάληψη του ίδιου κύκλου χρηματορροών, σε συνδυασμό με την ανατίμηση της ονομαστικής ισοτιμίας του ευρώ αλλά και τα πολύ χαμηλά, εντελώς ακατάλληλα για τις δυναμικά αναπτυσσόμενες  χώρες του Νότου, επιτόκια της ΕΚΤ στο διάστημα 2003-2005 – προκειμένου να στηριχθεί η Γερμανία που είχε ύφεση  – οδηγούσαν σε μια διαρκή αύξηση της πραγματικής τους συναλλαγματικής ισοτιμίας, σε μια διαρκή πραγματική ανατίμηση των τιμών και του κόστους παραγωγής και εργασίας στις χώρες του Νότου. Αυτή η ανατίμηση επηρέαζε με τη σειρά της όλο και πιο αρνητικά τις εξαγωγές τους και τα εξωτερικά ισοζύγια, κατ’ επέκταση οδηγούσε σε όλο και μεγαλύτερη αποστράγγιση του πλούτου του Νότου που πήγαινε και καταστάλαζε στο Βορρά, είτε μέσα από αυτή την τριγωνική ροή χρήματος μέσω Κίνας και πετρελαιοπαραγωγών χωρών και ξανά πίσω στο Βορρά, είτε, συν τω χρόνω, απευθείας, με τη μορφή της πληρωμής όλο και περισσότερων τόκων από το Νότο στο Βορρά για την εξυπηρέτηση του αυξανόμενου εξωτερικού χρέους του. 

Η έρευνα του ΔΝΤ που ανέτρεψε όλους - κι όταν λέμε όλους εννοούμε όλους - τους μύθους της κρίσης (Β)

Τα κύρια σημεία της μελέτης έχουν ως εξής: 

1. Ο Νότος έχασε την ανταγωνιστικότητά του λόγω του ακριβού ευρώ. Η κύρια αιτία για την απώλεια ανταγωνιστικότητας των κρατών του ευρωπαϊκού Νότου ήταν νομισματικής φύσης: η μεγάλη ονομαστική ανατίμηση του ευρώ σε σχέση τα άλλα παγκόσμια νομίσματα στα 12 χρόνια ζωής του. Οι οικονομολόγοι του ΔΝΤ δεν διαψεύδουν όσα λέει η γερμανική καγκελαρία. Αναγνωρίζουν δηλαδή ότι η δημιουργία του ευρώ και μια σειρά από φαινόμενα που τη συνόδεψαν, μεταξύ αυτών η υπεραισιοδοξία για τις μελλοντικές προοπτικές, η ολοκλήρωση του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος, η σύγκλιση των επιτοκίων Βορρά-Νότου και η μεγάλη ροή κεφαλαίων (που ήταν δάνεια και όχι άμεσες ξένες επενδύσεις) από το Βορρά προς το Νότο έφεραν μεταβολές στις σχετικές τιμές της Ευρωζώνης – σημειώνουν, όμως, ότι αυτές ήταν μέσα στη λογική του ευρώ. Αναγνωρίζουν επίσης ότι οι μεταβολές στις σχετικές τιμές της Ευρωζώνης οδήγησαν σε σοβαρή άνοδο του τιμάριθμου και του μοναδιαίου κόστους εργασίας του Νότου σε σχέση με τη Γερμανία. Στη συνέχεια όμως προσθέτουν ότι σε αντίθεση με ό,τι ισχυρίζεται η Γερμανία, η αύξηση του μοναδιαίου κόστους εργασίας στους ‘μικρούς’ του Νότου, Ελλάδα, Πορτογαλία και Ιρλανδία, ακολούθησε απλά τον πληθωρισμό, δεν ευθύνεται για τη μείωση της ανταγωνιστικότητάς τους και μόνο στην Ισπανία και την Ιταλία έπαιξε κάποιο ρόλο – αλλά και σε αυτές μικρό. Έχουμε συνεπώς εδώ άλλη μια επιβεβαίωση – από την πλευρά των οικονομολόγων του ΔΝΤ – ότι δεν φταίνε οι μισθοί για τη χαμένη ανταγωνιστικότητα του Νότου και αν μη τι άλλο, οφείλουμε να τελειώνουμε με την πίστη ότι η εσωτερική υποτίμηση μέσω της μείωσης των μισθών του ιδιωτικού τομέα θα φέρει κάποια λύση. 

Τι έφταιξε τότε; «Το μερίδιο του λέοντος της ανατίμησης της πραγματικής ισοτιμίας του Νότου που πράγματι έπληξε την ανταγωνιστικότητα και τις εξαγωγές του οφείλονταν στην άνοδο της διεθνούς ισοτιμίας του ευρώ» έναντι των νομισμάτων με βαρύνουσα σημασία για το διεθνές εμπόριο κι «αυτό ισχύει ακόμη για την Ελλάδα και την Πορτογαλία που εισήλθαν στην Ευρωζώνη με εξαρχής υπερτιμημένη ισοτιμία», λένε οι οικονομολόγοι του ΔΝΤ. Δεν είναι οι πρώτοι που το υποστηρίζουν: η θέση ότι η πτώση της ανταγωνιστικότητας της Ελλάδας και άλλων κρατών του Νότου οφείλεται στη μεγάλη ανατίμηση του ευρώ έχει υποστηριχθεί κι από αρκετούς Έλληνες οικονομολόγους.  Μόνο ένα ερώτημα είχε αφεθεί μέχρι στιγμής μετέωρο: γιατί το ακριβό ευρώ έπληξε τον Νότο και όχι το Βορρά.

Ο ένας λόγος που άπαντες μπορούμε να υποθέσουμε ήταν ότι οι χώρες του Νότου είχαν παραδοσιακά πιο αδύναμες οικονομίες από του Βορρά και συνήθιζαν να διατηρούν την ανταγωνιστικότητά τους μέσα από τη διολίσθηση ή και την υποτίμηση του νομίσματος τους. Αντίθετα οι χώρες του Βορρά, με την υψηλότερη παραγωγικότητα, είχαν παραδοσιακά πιο σταθερά νομίσματα. Ήταν αναμενόμενο λοιπόν η είσοδος των κρατών του Νότου στο ευρώ – ένα νόμισμα όχι μόνο πολύ σκληρό αλλά και σε άνοδο από το 2003 – να τους προκαλέσει προβλήματα ανταγωνιστικότητας. Υπάρχει όμως κι ένας δεύτερος λόγος για τον οποίο το ακριβό ευρώ έπληξε ειδικώς το Νότο: θα δούμε τι απαντούν επ’ αυτού οι ερευνητές του ΔΝΤ σε λίγο. Επί του παρόντος ας κρατήσουμε το ότι η ισοτιμία του ευρώ με το δολάριο ξεκίνησε από το 1 προς 1, έφτασε ως το 0.82 στο διάστημα 2000-2002, ανήλθε περί το 1.30 το 2003 και έκτοτε παραμένει ως επί το πλείστον εκεί, με κάποιες διακυμάνσεις, ενώ το 2008, όταν άρχιζε η κρίση του Νότου, είχε σκαρφαλώσει ως το 1.60. Το ευρώ υπήρξε δηλαδή κατά τα περισσότερα χρόνια της ζωής του κατά 37% ακριβότερο από το δολάριο. Ας προσθέσουμε σε αυτό ότι όταν η Κίνα άνοιγε την οικονομία της στις δυτικές πολυεθνικές, είχε προβεί σε δραστική υποτίμηση του νομίσματός της προκειμένου να ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα της βιομηχανίας της, το οποίο στη συνέχεια είχε συνδέσει με το δολάριο. Μετά τις πιέσεις των ΗΠΑ η Κίνα έχει αρχίσει να επιτρέπει την ανατίμηση του γουάν, σύμφωνα ωστόσο με διάφορες εκτιμήσεις το κινέζικο νόμισμα παραμένει υποτιμημένο κατά 37% έναντι του δολαρίου. Αν αυτό ισχύει, μπορούμε ενδεχομένως να φανταστούμε πόσο υποτιμημένο μπορεί να είναι το γουάν σε σχέση με το ακριβό ευρώ.


2. Οι ανισορροπίες της Ευρωζώνης είχαν την αφετηρία τους σε ένα μεγάλο διεθνές εμπορικό σοκ που προκλήθηκε από την παγκοσμιοποίηση και επηρέασε με ασύμμετρο τρόπο το Βορρά και το Νότο λόγω της διαφορετικής τεχνολογικής σύνθεσης των εξαγωγών τους.
«Η δεκαετία του 2000 σημαδεύεται από ένα μεγάλο διεθνές εμπορικό σοκ, που τις επιπτώσεις του στην Ευρωζώνη δεν τις αποτίμησε η οικονομική έρευνα των δύο πρώτων χρόνων της κρίσης», αναφέρουν με νόημα οι οικονομολόγοι του ΔΝΤ. Οι κρίσιμες εξελίξεις ήταν τρεις. Πρώτη, η είσοδος των 12 κρατών μελών της Ανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης στην Ευρωπαϊκή Ένωση που οδήγησε στον μετασχηματισμό της κοινής αγοράς. Δεύτερη, η κατάργηση των δασμών της Ευρώπης με την Κίνα και η μεγάλη αύξηση του κινέζικου ΑΕΠ με ρυθμούς 10% ετησίως. Τρίτη η καλπάζουσα αύξηση των διεθνών τιμών πετρελαίου, κατά 400% από το 1999 ως το 2008, λόγω μεγάλης αύξησης της παγκόσμιας ζήτησης πετρελαίου η οποία οφείλονταν με τη σειρά της στη δυναμική ανάπτυξη των αναδυόμενων αγορών και του παγκόσμιου εμπορίου.

Οι εξελίξεις αυτές επηρέασαν με τελείως διαφορετικό τρόπο τον ευρωπαϊκό Βορρά και Νότο λόγω της διαφορετικής τεχνολογικής σύνθεσης των εξαγωγών τους και οι διαφοροποιήσεις αποτυπώθηκαν στα αντίστοιχα εμπορικά ισοζύγια. Η Ελλάδα, η Πορτογαλία, η Ισπανία και σε πολύ μικρότερο βαθμό η Ιταλία, δημιούργησαν εμπορικά ελλείμματα έναντι των τριών αυτών μπλοκ εμπορικών εταίρων (Αν. και  Κεντρ. Ευρώπη, Κίνα, πετρελαιοπαραγωγές χώρες), ενώ η Γερμανία δημιούργησε πλεονάσματα. Οι ανισορροπίες του Νότου δημιουργήθηκαν δηλαδή εξωτερικά, απέναντι σε νέες ανερχόμενες δυνάμεις εμπορικών εταίρων εκτός Ευρωζώνης. Είναι ενδιαφέρον μάλιστα ότι παρά τον γερμανικό μύθο, το εμπορικό ισοζύγιο των κρατών του Νότου έναντι του Βορρά δεν μεταβλήθηκε στα χρόνια του ευρώ – της Ελλάδας μάλιστα βελτιώθηκε ελαφρά. Πράγμα που σημαίνει ότι δεν υπήρξε καμία απώλεια ανταγωνιστικότητας του Νότου έναντι των κρατών του Βορρά. Η απώλεια ανταγωνιστικότητας του Νότου ήταν απέναντι στα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης που εισήλθαν στη κοινή αγορά με φθηνά κόστη, χαμηλούς μισθούς και αδύναμα εθνικά νομίσματα και στα κινέζικα προϊόντα που κοστολογούνταν στο δραστικά υποτιμημένο έναντι του ευρώ γουάν και από το 2003 εισάγονταν πλέον στην Ευρώπη αδασμολόγητα.

Γιατί όμως το διεθνές εμπορικό σοκ, σε συνδυασμό με την άνοδο του ευρώ, έβλαψε τα κράτη του Νότου αλλά ωφέλησε τη Γερμανία; Η απάντηση, λένε οι ερευνητές του ΔΝΤ, βρίσκεται στη διαφορετική ελαστικότητα της ζήτησης που έχουν τα αγαθά χαμηλής και υψηλής τεχνολογίας. Τα αγαθά χαμηλής και πολύ χαμηλής τεχνολογίας, που αποτελούν το κύριο μέρος των ελληνικών, πορτογαλικών και μέρος των ισπανικών εξαγωγών έχουν μεγαλύτερη ελαστικότητα ζήτησης σε σχέση με τα αγαθά μέσης/υψηλής και πολύ υψηλής τεχνολογίας που αποτελούν το κύριο μέρος των γερμανικών εξαγωγών (και μέρος των ιταλικών). Αυτό θα πει ότι η αύξηση της αξίας του ευρώ που οδηγούσε σε αύξηση της τιμής των ελληνικών ρούχων, παπουτσιών, ανταλλακτικών κλπ. αλλά και των γερμανικών αυτοκινήτων, έκανε  πολύ περισσότερο κόσμο να εγκαταλείπει τα ελληνικά ρούχα, παπούτσια και ανταλλακτικά και να αγοράζει κινέζικα ενώ δεν επηρέαζε το ίδιο αυτούς που αγόραζαν γερμανικά αυτοκίνητα. Με δυο λόγια, η αύξηση της αξίας του ευρώ έπληττε πολύ περισσότερο την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής (και της γερμανικής) κλωστοϋφαντουργίας από ό,τι της γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας. Συν τοις άλλοις, οι αδασμολόγητες φτηνές κινέζικες εξαγωγές προς την Ευρώπη στο διάστημα 2003-2008 αφορούσαν κυρίως προϊόντα χαμηλής τεχνολογίας: ρούχα, παπούτσια, πλαστικά, εργαλεία και ηλεκτρικά, δηλαδή προϊόντα ανταγωνιστικά κατά κύριο λόγο προς την παραγωγή και τις εξαγωγές του Νότου – τις οποίες σε αρκετές περιπτώσεις υποκατέστησαν – και όχι ακόμη τότε του Βορρά.

Παράλληλα, η ενσωμάτωση των κρατών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης στην κοινή ευρωπαϊκή αγορά έπληττε  ήδη τα κράτη του Νότου που έχαναν την προηγούμενη θέση τους ως προμηθευτές ενδιάμεσων αγαθών για τη γερμανική βιομηχανία και ωφελούσε τη Γερμανία η οποία μετέφερε στις χώρες αυτές εργοστάσια και στάδια της παραγωγικής διαδικασίας μειώνοντας τα τελικά κόστη της. Ενώ όμως ο Νότος έχανε από όλες αυτές τις ευρωπαϊκές και παγκόσμιες εξελίξεις, δεν μπορούσε να αντισταθμίσει τις απώλειές του επωφελούμενος από την ανάπτυξη της Κίνας, των Χωρών του Κόλπου ή της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης. Αυτό συνέβη επειδή η αύξηση της ζήτησης των χωρών αυτών για εισαγωγές αφορούσε κυρίως προϊόντα υψηλής τεχνολογίας που παράγονταν στη Γερμανία – κι από το Νότο μόνο στην Ιταλία. Η Κίνα, η Σαουδική Αραβία, η Πολωνία, το Κατάρ εισήγαγαν κυρίως εργαλειομηχανές, αυτοκίνητα και άλλα γερμανικά προϊόντα υψηλής τεχνολογίας, όχι ελληνικά τρόφιμα και ισπανικά παπούτσια .  

Τρίτη 30 Ιουλίου 2013

Η έρευνα του ΔΝΤ που ανέτρεψε όλους – κι όταν λέμε όλους, εννοούμε όλους – τους μύθους της κρίσης (A)

Οι  ανισορροπίες εντός ΟΝΕ έχουν τις ρίζες τους εκτός ΟΝΕ. Οι ανισορροπίες μεταξύ ευρωπαϊκού Βορρά και Νότου προκλήθηκαν εξωτερικά, από τον ασύμμετρο αντίκτυπο που είχε στις χώρες του ευρώ το διεθνές εμπορικό σοκ της δεκαετίας του 2000, το οποίο οφείλεται στην κατάργηση των δασμών με την Κίνα, στην αύξηση των διεθνών τιμών πετρελαίου και στην είσοδο των κρατών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η απώλεια ανταγωνιστικότητας του Νότου δεν έχει να κάνει σε τίποτα με το μοναδιαίο κόστος εργασίας και οφείλεται στη μεγάλη αύξηση της ισοτιμίας του ευρώ έναντι των άλλων διεθνών νομισμάτων, σε συνδυασμό με το διεθνές εμπορικό σοκ, ως απόρροια της παγκοσμιοποίησης.
Το ευρώ που ο Βορράς και ο Νότος μοιράζονταν απέτρεψε την έγκαιρη και αυτόματη διόρθωση των ελλειμμάτων. Διαγράφονται ευθύνες για την ΕΚΤ που όχι μόνο δεν αντιλήφθηκε εγκαίρως τι συνέβαινε αλλά και με τους κανόνες της ενθάρρυνε τις τράπεζες του ευρωπαϊκού Βορρά να δανείζουν ανισόρροπα κράτη και τράπεζες του Νότου βαθαίνοντας τις ανισορροπίες εντός της ΟΝΕ και τροφοδοτώντας φούσκες στο Νότο. Όταν ήρθε η κρίση του 2008 οι τράπεζες του Βορρά απέσυραν απότομα τη δανειακή χρηματοδότηση, με αποτέλεσμα την δραματική κατάσταση που ακολούθησε.
Είναι σημαντικό να αντιληφθούμε τα αίτια και τις δυναμικές της τριγωνικής σχέσης με την οποία, εξαιτίας της ΟΝΕ, από το 2001 ως το 2008, χρήμα και πλούτος διέρρεαν από το Νότο στην Ασία και τις πετρελαιοπαραγωγές χώρες κι από εκεί κατευθύνονταν στο Βορρά και ιδιαίτερα στη Γερμανία. Αν το αντιληφθούμε, κατανοούμε γιατί η κρίση δεν μπορεί να λυθεί  με τις παρούσες πολιτικές και απαιτεί μηχανισμούς κεντρικής ανάληψης κινδύνου και δημοσιονομικές μεταβιβάσεις από το Βορρά προς το Νότο – όπως  προτείνουν οι συντάκτες της έκθεσης του ΔΝΤ. 

 

Τον Οκτώβριο του 2012 όσοι παρακολουθούν την ηλεκτρονική βιβλιοθήκη του ΔΝΤ, αντιλήφθηκαν τη δημοσίευση του working paper 12/236 με τίτλο “External Imbalances in the Euro Area” (Εξωτερικές ανισορροπίες της Ευρωζώνης). Πρόκειται για ένα κείμενο ύψιστης πολιτικής σημασίας για την ευρωπαϊκό Νότο και την Ελλάδα που είναι εκεί και περιμένει την επικοινωνιακή και πολιτική αξιοποίησή του. Το άρθρο φέρει τις υπογραφές των οικονομολόγων Ruo Chen, Gian Maria Milesi-Ferretti and Thierry Tressel του τμήματος Ευρωπαϊκής Πολιτικής και εντάσσεται στην οικονομική έρευνα του ΔΝΤ, που αν και τα πορίσματά της δεν πρέπει να θεωρούνται ως πολιτικές θέσεις του ΔΝΤ, καθώς υιοθετούνται ως τέτοιες μόνο σποραδικά και κατ’ επιλογή, έχουν ισχυρή επιστημονική εγκυρότητα και, γι’ αυτό το λόγο, την πολιτική σημασία τους. Ας θυμηθούμε ότι από το working paper 13/1 του ΔΝΤ που έφερε τις υπογραφές των οικονομολόγων Ολιβιέ Μπλανσάρ και Ντάνιελ Λι άνοιξε η συζήτηση για την αναγνώριση του πραγματικού δημοσιονομικού πολλαπλασιαστή της ελληνικής οικονομίας – του αριθμού δηλαδή που δείχνει τι επίπτωση έχουν στο ΑΕΠ οι δημοσιονομικές περικοπές – ο οποίος ήταν και είναι στο 1.7 αντί του 0.7 τον οποίο υπολογίζει επισήμως η τρόικα μέχρι και σήμερα. Ας θυμηθούμε ακόμη τις μεγάλες αντιδράσεις των θεσμικών αξιωματούχων της Ένωσης όταν ο επικεφαλής οικονομολόγος του ΔΝΤ Ολιβιέ Μπλανσάρ ανακοίνωσε το σωστό πολλαπλασιαστή για πρώτη φορά τον Οκτώβριο του 2012 αλλά και ξανά το Φεβρουάριο του 2013, όταν το θέμα άνοιξε μετά τα σχόλια του γαλλικού περιοδικού  “Μarianne”.  

Το W/P 12/236 δεν υπογράφεται βεβαίως από το μεγαλύτερο οικονομικό όνομα του ΔΝΤ – τον επικεφαλής οικονομολόγό του Μπλανσάρ – είναι παρά ταύτα πολύ σημαντικό διότι εμφανίζει τέσσερα ακαταμάχητα πλεονεκτήματα:

Πρώτον, κάνει το κρίσιμο βήμα της ορθής τοποθέτησης της κρίσης της Ευρωζώνης μέσα στο παγκόσμιο πλαίσιο. Υιοθετώντας το πνεύμα των Grennes και Stradzs, οι ερευνητές του ΔΝΤ  διαπιστώνουν το προφανές, πλην όμως έως και τη δική τους εργασία παραμελημένο: η Ευρωζώνη είναι μια οικονομία, πρώτον, ολοκληρωμένη μέσα στην Ευρωπαϊκή Κοινή Αγορά των 27 κρατών μελών, δεύτερον, ανοιχτή σε παγκόσμιο επίπεδο. Δεν είναι δυνατό συνεπώς να κάνεις αναλύσεις και να υποστηρίζεις ότι λες αλήθειες χωρίς να λαμβάνεις υπόψη σου τις μεγάλες νομισματικές, εμπορικές και επενδυτικές ανακατατάξεις που έλαβαν χώρα κατά την ανατρεπτική δεκαετία του 2000. Η πτώση της ΕΣΣΔ και του ανατολικού μπλοκ, οι ταραχές της πλατείας Τιεν Αν Μεν, είναι όλα τους γεγονότα του 1989 που ‘άνοιξαν’ με τον ένα ή τον άλλο τρόπο και με διαφορετικούς σε κάθε περίπτωση όρους τις χώρες αυτές στον δυτικό καπιταλισμό. Αλλά η δεκαετία του 1990 που ακολούθησε το ορόσημο 1989 ήταν μεταβατική. Είναι στη δεκαετία του 2000 που όλες αυτές οι οικονομίες εντάχθηκαν σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό στον δυτικό, πλέον και παγκόσμιο, καπιταλισμό. Η ραγδαία ‘απελευθέρωση’ των αγορών κεφαλαίων και εμπορευμάτων έχει ως βασικούς της κόμβους τη δημιουργία του ευρώ, την είσοδο στην Ευρωπαϊκή Ένωση των κρατών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, τον περιορισμό και την κατάργηση των δασμών στα πλαίσια των συμφωνιών του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, τη μεγάλη ανάπτυξη των λεγόμενων ‘αναδυόμενων αγορών’ και του παγκόσμιου εμπορίου.
Οι ειδικότερες εξελίξεις στις οποίες εστίασαν οι ερευνητές του ΔΝΤ για να ανιχνεύσουν πώς και σε ποιο βαθμό επηρέασαν τον Βορρά και τον Νότο της Ευρωζώνης ήταν η διεύρυνση της ΕΕ με τα 12 νέα κράτη μέλη, η κατάργηση των δασμών μεταξύ Ευρώπης και Κίνας και η καλπάζουσα ανάπτυξη της Κίνας, η ραγδαία άνοδος των διεθνών τιμών πετρελαίου και η μεγάλη άνοδος της ισοτιμίας του ευρώ έναντι ενός καλαθιού εμπορικά σταθμισμένων διεθνών νομισμάτων κατά την πρώτη δεκαετία ζωής του.   

Δεύτερον, καλύπτει ένα κρίσιμο κενό της κυρίαρχης μέχρι στιγμής ανάλυσης της ευρωπαϊκής κρίσης η οποία παρέμεινε χονδρικά περιορισμένη στο ρόλο και τα προβλήματα του ευρωπαϊκού χρηματοπιστωτικού συστήματος. Αυτό είναι απολύτως κατανοητό αφού η κρίση προήλθε κυρίως μέσα από το ευρωπαϊκό χρηματοπιστωτικό σύστημα, όμως το κενό παραμένει. Οι ερευνητές του ΔΝΤ ενδιαφέρονται για τα χρηματοπιστωτικά, όμως συμπληρώνουν την ανάλυση των χρηματοπιστωτικών με μια ανάλυση για το ρόλο της τεχνολογικής σύνθεσης των εξαγωγών των κρατών της Ευρωζώνης στην απώλεια ανταγωνιστικότητας του Νότου (υιοθετώντας σε ένα  βαθμό το πνεύμα των Felipe-Kumar). Με αυτά τα εργαλεία στη διάθεσή τους, κάνουν όμως κι ένα μείζον βήμα παραπέρα, επιτυγχάνοντας να δείξουν πώς συλλειτούργησαν α) οι μηχανισμοί του ευρωπαϊκού χρηματοπιστωτικού συστήματος με β) τους  μηχανισμούς της τεχνολογικής σύνθεσης των εξαγωγών των χωρών του ευρώ και γ) τον παράγοντα του κοινού νομίσματος εκτρέφοντας τις ανισορροπίες Βορρά -Νότου και οδηγώντας στην κρίση. Αυτό είναι το μεγάλο επίτευγμά τους.     

Τρίτον, εισάγει μια εκτεταμένη έρευνα και ανάλυση εξετάζοντας τις μεταβολές σε πολλά οικονομικά μεγέθη των κρατών της Ευρωζώνης προκειμένου να ανιχνεύσει το ρόλο τους στις ανισορροπίες Βορρά-Νότου. Για παράδειγμα εξετάζει: τις μεταβολές στη διεθνή ισοτιμία του ευρώ, τους δείκτες τιμών καταναλωτή και το μοναδιαίο κόστος εργασίας για τις χώρες του Νότου, τις διαφορές στην τεχνολογική σύνθεση των εξαγωγών του Βορρά και του Νότου και την ελαστικότητα της ζήτησης για κάθε τεχνολογική κατηγορία προϊόντων, τις μεταβολές στα εμπορικά ισοζύγια των κρατών του Νότου (Ελλάδα, Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία) και του Βορρά (Γερμανία, Γαλλία) με τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, την Κίνα και τις πετρελαιοπαραγωγές  χώρες, τις μεταβολές στην καθαρή θέση χρηματοοικονομικών στοιχείων ενεργητικού (καταθέσεις, ομόλογα, μετοχές) όλων των παραγόντων (νοικοκυριών, δημοσίου, τραπεζών, επιχειρήσεων) του Βορρά και του Νότου κλπ  Με τον τρόπο αυτό προσφέρει νέες πληροφορίες για το πώς έγινε η υπερχρέωση του Νότου στο Βορρά και ισχυρή τεκμηρίωση.

Τέταρτον, φέρνει στο φως πολλά και σημαντικά στοιχεία και προτείνει μια νέα, ισχυρή αλλά και πειστική ερμηνευτική σύνθεση της γενεσιουργού μηχανικής της κρίσης με την οποία  αναδεικνύονται ως βασική αιτία της οι μείζονες ανεπάρκειες και τα σφάλματα της θεωρίας και των κανόνων της ΟΝΕ. Αφενός τα σφάλματα των κανόνων διακυβέρνησης του κοινού νομίσματος που απέδωσαν όλη την έμφαση στον έλεγχο του δημοσίου χρέους αλλά ενθάρρυναν τη μεγέθυνση του ιδιωτικού χρέους, το οποίο στάθηκε η Κερκοπόρτα της κρίσης για τον ευρωπαϊκό Νότο. Αφετέρου τα σφάλματα της κλασικής θεωρίας του ευρώ και τις ευθύνες της ΕΚΤ, της κεντρικής τράπεζας που είχε την ευθύνη της εποπτείας των οικονομιών της Ευρωζώνης, η οποία όχι μόνο δεν αντιλήφθηκε τους μηχανισμούς με τους οποίους, δυνάμει της ΟΝΕ, οι οικονομίες του Νότου φούσκωναν επί χρόνια αλλά και μεγέθυνε η ίδια τις στρεβλώσεις αυτές, με τους λανθασμένους κανόνες της. Τέλος, η μελέτη καταλήγει με προτάσεις ρηξικέλευθων ευρωπαϊκών πολιτικών – οι οποίες όλο προτείνονται από τους οικονομολόγους κι όλο απορρίπτονται από τους πολιτικούς Βορρά – οπότε τι; Υπάρχει άραγε περίπτωση να κατατεθούν κάποτε στο τραπέζι μιας ευρωπαϊκής διαπραγμάτευσης από όσες πολιτικές δυνάμεις πιστεύουν ακόμη στην Ευρώπη με ένα ‘τελεσίδικο τρόπο’;

ΣΥΡΙΖΑ: Το τέλος της αθωότητας

Όλοι μου οι φίλοι είναι παλαιοί ανένταχτοι  ΣΥΡΙΖΑίοι. Κάποιοι εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα και ελεύθεροι επαγγελματίες, πολλοί πλέον άνεργοι: άνθρωποι κινηματικοί και της προσφοράς: εκείνοι που στήριζαν το Στέκι, τα μαθήματα μεταναστών, τον αγώνα στον Άγιο Παντελεήμονα, την υπόθεση των προσφυγικών της Αλεξάνδρας κλπ. Μιλώντας μαζί τους την εβδομάδα που ακολούθησε το πρώτο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ, διαπίστωσα πως αυτός ο κόσμος είχε αντίθετη γνώμη από όσα πανηγυρικά διακήρυτταν οι βουλευτές και άλλα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ για την επιτυχία του συνεδρίου. Η συναισθηματική του ρήξη με τον χώρο έχει αρχίσει από καιρό αλλά με το συνέδριο βάθυνε…   

Προσοχή: κανείς από όλους αυτούς δεν ενδιαφέρεται για ‘αριστερόμετρα’. Κανείς δεν θέλει ντε και καλά συνεργασία του ΣΥΡΙΖΑ με το ΚΚΕ ή τον ΑΝΤΑΡΣΥΑ και αποκλείει τη Λούκα Κατσέλη ή τον Καμμένο. Αυτό που ενοχλεί είναι ο τρόπος με τον οποίο ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ διαχειρίζεται την ανάδειξή του σε αξιωματική αντιπολίτευση: η υιοθέτηση εκ μέρους της ηγεσίας του ενός πολιτικού μάρκετινγκ που θυμίζει δικομματισμό και ΠΑΣΟΚ, με κύρια χαρακτηριστικά το πρότυπο του κόμματος σούπερ-μάρκετ, την επιδίωξη της μέγιστης ασάφειας του πολιτικού λόγου, τους υψηλούς τόνους και την ‘πόλωση για την πόλωση’ κατά του πολιτικού αντιπάλου και, τέλος, την επαναλαμβανόμενη υπόσχεση της εξουσίας (‘είμαστε κυβέρνηση εν αναμονή’) προκειμένου να συγκαλυφθούν τα πραγματικά πολιτικά κενά.

Δυστυχώς, κατά τον ένα χρόνο που μεσολάβησε ανάμεσα στις εκλογές του 2012 και το συνέδριο, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν επέλεξε να επενδύσει στο συγκεκριμένο και ρεαλιστικό ενός προγράμματος οικονομικής και παραγωγικής ανασυγκρότησης όπως είχε υποσχεθεί και όπως ο κόσμος του θα ήθελε –  με αποτέλεσμα να απουσιάσει από κρίσιμες συγκρούσεις π.χ. των ενεργοβόρων βιομηχανιών με την κυβέρνηση και τα επιχειρηματικά συμφέροντα του φυσικού αερίου. Όταν πάρει την εξουσία, θα βρει ακόμη περισσότερα κλειστά εργοστάσια.  Πριν λίγους μήνες είχα εξάρει από αυτή τη στήλη την πολύ ελπιδόφορα ‘επίθεση ειλικρίνειας και ρεαλισμού’ του κ. Δραγασάκη: ο υπεύθυνος οικονομικής πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ είχε αναγνωρίσει τότε θαρραλέα ότι ‘λεφτά δεν υπάρχουν’ αλλά εμείς θα προχωρήσουμε στη σύγκρουση με την Ευρώπη γιατί έτσι πρέπει. Κι όμως, δυο μέρες πριν το συνέδριο ο Αλέξης Τσίπρας επέστρεφε στα  επικοινωνιακά ψεύδη των ‘λεφτών που υπάρχουν’:  έχουμε τους τόκους της επόμενης τετραετίας, έλεγε, που ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα δώσει στους άθλιους δανειστές αλλά σε μισθούς και δημόσιες επενδύσεις. Αποσιωπώντας βέβαια πως αυτά τα λεφτά δεν τα έχουμε στην τσέπη μας – θα πρέπει να μας δανείσουν εκείνοι και τι λόγο θα έχουν να μας τα δανείσουν, αν είναι να τα κρατήσουμε για μας...  

Η ας την πούμε μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ σε κάτι που θυμίζει πολύ το παλαιό ΠΑΣΟΚ του 70 και του 80 έχει ξεκινήσει από καιρό, αλλά στο συνέδριο βάθυνε. Τα πολύ συγκεκριμένα σημάδια της ήταν τέσσερα. Πρώτο, η εκλογή του προέδρου από το συνέδριο, που προσδίδει στο κόμμα αρχηγοκεντρικό χαρακτήρα και στην ηγετική ομάδα μεγαλύτερο έλεγχο επί των στελεχών. Δεύτερο, η εμφανής προσπάθεια του Αλ. Τσίπρα να μιλήσει στη γλώσσα του ΠΑΣΟΚ – με την προσφυγή στα συνθήματα του Α. Παπανδρέου και της Ένωσης Κέντρου και την απάλειψη κάθε αναφοράς στη λέξη ‘σοσιαλιστικό’. Τρίτο, η απόρριψη όλων των  τροπολογιών της Αριστερής Πλατφόρμας και η επιλογή διατυπώσεων που μεγιστοποιούν την ασάφεια του πολιτικού λόγου. Τέταρτο και σημαντικότερο, η απόφαση για επαναδιατύπωση και μετασχηματισμό του βασικού επικοινωνιακού μηνύματος του κόμματος και η μεταφορά του πεδίου αναφοράς του: από το ‘Μνημόνιο ή ΣΥΡΙΖΑ’ περάσαμε στο ‘Μνημόνιο ή Δημοκρατία’ και από το οικονομικό πεδίο περάσαμε στο πολιτικό. Η επιλογή για αλλαγή  μηνύματος είναι κομβική και φαίνεται ότι ήρθε για να μείνει: την ακολουθούν πλέον και τα κομματικά ΜΜΕ. «Το βασικό θέμα στην Ελλάδα σήμερα είναι η δημοκρατία και οι κανόνες της», έλεγε την Παρασκευή στην εκπομπή του ο διευθυντής του Ρ/Σ ‘Κόκκινου’ Κ. Αρβανίτης. Πού οφείλεται όμως η αλλαγή; Μα στο ότι βολεύει το πολιτικό μάρκετινγκ – ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να συνεχίσει να λέει ψέματα για την οικονομία κι αν πει τις σκληρές  αλήθειες δεν θα μπορεί να προβάλλει ως σωτήρας, έλα όμως που θέλει αυτό… Η έμφαση στη ανάγκη προστασίας της δημοκρατίας από την αυταρχική ΝΔ – που επιστράτευσε τους εργαζόμενους στο Μετρό και την εκπαίδευση κι έκλεισε την ΕΡΤ – και οι κατηγορίες ότι η ΝΔ φλερτάρει ή και ταυτίζεται με  τη Χρυσή Αυγή βοηθούν τον  ΣΥΡΙΖΑ να κλιμακώσει την πόλωση, να απευθυνθεί σε πολύ μεγάλα κομμάτια κόσμου, να καλύψει την ασάφεια του πολιτικού του λόγου, να αποφύγει τις κακοτοπιές της οικονομικής κατάρρευσης. Αλλά ο κόσμος δεν είναι βλάκας. Γνωρίζει, βιώνει στην καθημερινότητά του τα αδιέξοδα  – ιδίως εκείνο το 27% των ανέργων. Πώς να ψηθεί; Οι επιλογές που κάνουν πλέον στο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να εξυπηρετούν το πολιτικό τους μάρκετινγκ αλλά υπονομεύουν την αξιοπιστία τους και ‘παγώνουν’ τους παλιούς δικούς τους. Επικίνδυνα πράγματα δηλαδή.  

Παρασκευή 19 Ιουλίου 2013

Για να μην ξεχνιόμαστε, όλα είχαν προβλεφθεί

Επειδή η ελληνική οικονομία και κοινωνία πάνε κατά διαόλου και τίποτα καλό δεν μπορούμε να περιμένουμε στο άμεσο μέλλον, επειδή η ελληνική πολιτική τάξη, από τη ΝΔ ως τον ΣΥΡΙΖΑ, έχει μάθει εδώ και δεκάδες χρόνια να ακολουθεί την Ευρώπη και τις πολιτικές της και το τελευταίο που θέλει είναι να αυτονομηθεί και να γίνει ξαφνικά η ίδια υπόλογη απέναντι στο κόσμο για τις όποιες πολιτικές της αντί να κατηγορεί την Ευρώπη ή τον νεοφιλελευθερισμό, επειδή τέλος κυριαρχεί - και συνεχίζει να κυριαρχεί - μια ανελέητη προπάγανδα στη χώρα μας υπέρ του ευρώ και της ενωμένης Ευρώπης, (ακόμη κι έτσι όπως είναι, γιατί αν ήταν να άλλαζε και να γινόταν λειτουργική οκ, καμία αντίρρηση, αλλά πόσα χρόνια θα περιμένουμε ακόμη;), σκέφτηκα να αναδημοσιεύσω σήμερα ένα παλιότερο κείμενο (Ιούλιος 2012) σχετικά με τα δομικά προβλήματα του ευρώ.

"Πριν λίγες μέρες, το Levy Economics Instistute, ένα ίδρυμα μετακεϋνσιανού προσανατολισμού, εξέδωσε ανακοίνωση με τον προκλητικό τίτλο ‘Το Προπατορικό Αμάρτημα της Ευρωζώνης’ που φέρει τις υπογραφές του Δημήτρη Παπαδημητρίου και του Randall Wray (http://www.levyinstitute.org/pubs/pn_12_08.pdf). Η ανακοίνωση θέτει ακριβώς το ερώτημα για το ποιοι οικονομολόγοι προέβλεψαν πρώτοι τα δομικά προβλήματα του ευρώ κι απαντά αναφέροντας πέντε ονόματα με αποσπάσματα από τα κείμενά τους: 
• Η Stephanie Bell, που από το 2002 προειδοποιούσε πως «οι προοπτικές σταθερότητας στην Ευρωζώνη ήταν περιορισμένες».
• Ο Warren Mosler, που το 2001 έγραφε ότι η ιστορία και η λογική υπαγορεύουν ότι το ευάλωτο στον πιστωτικό κίνδυνο σύστημα των 12 κρατών-μελών του ευρώ και το τραπεζικό τους σύστημα θα δοκιμαστούν. «Τα βέλη της αγοράς θα προκαλέσουν μια αρχικά περιορισμένη κρίση ρευστότητας που θα μολύνει άμεσα και θα παγώσει πολύ γρήγορα το συνολικό σύστημα πληρωμών της Ευρωζώνης. Μόνο η αναπόφευκτη και επί του παρόντος απαγορευμένη άμεση παρέμβαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας θα μπορέσει να φέρει την ανάσταση του συστήματος».
• Ο Mathew Forstater, που το 1999 επέμενε στο πρόβλημα ότι στην ΟΝΕ «οι δυνάμεις της αγοράς μπορούν να ζητήσουν την άσκηση κυκλικής δημοσιονομικής πολιτικής σε μια ύφεση ενισχύοντας τις υφεσιακές δυνάμεις».
• Ο Randall Wray, που το 1998 είχε επισημάνει ότι η υπό δημιουργία Ευρωζώνη θα μοιάζει πολύ με τις Ηνωμένες Πολιτείες κατά το ότι θα λειτουργεί με μια ομοσπονδιακή τράπεζα σαν τη FED αλλά θα έχει μόνο εθνικά υπουργεία οικονομικών των κρατών μελών της. Το αποτέλεσμα, είχε πει, θα είναι ότι κάθε κράτος μέλος θα πρέπει να εφαρμόζει τη δημοσιονομική του πολιτική σε ξένο νόμισμα, και η κρατική χρηματοδότηση της οικονομίας με δημόσιο έλλειμμα θα απαιτεί δανεισμό σε αυτό το ξένο νόμισμα σύμφωνα με τις υπαγορεύσεις των ιδιωτικών αγορών.
• Ο Wynne Goodley, που κατά το Levy Institute είναι ο νικητής οικονομολόγος, αυτός που πρώτος, από το 1992 ήδη, έκανε ζοφερές προβλέψεις για την Ευρωζώνη οι οποίες  επαληθεύονται με βάναυσο τρόπο σήμερα: «Ο κίνδυνος είναι ότι οι περιορισμοί του προϋπολογισμού στους οποίους τα κράτη δεσμεύονται ατομικά ενέχει αποπληθωριστικές τάσεις που θα κλειδώσουν την Ευρώπη σαν σύνολο σε ύφεση και θα της στερήσουν τη δυνατότητα να την ξεπεράσει», είχε γράψει τότε. 
Ο Wynne Godley είχε προειδοποιήσει μάλιστα για το υφεσιακό σπιράλ θανάτου στο οποίο θα έμπαινε μια χώρα σε περίπτωση ύφεσης αν εγκατέλειπε τη δυνατότητα να εκδίδει το δικό της νόμισμα, όπως έκαναν τα κράτη του ευρώ. Ένα σπιράλ θανάτου που θα καταδίκαζε τον πληθυσμό σε ανεργία και φτώχεια και θα είχε ως μόνη διέξοδο για τους ανθρώπους τη μετανάστευση:
«Τι θα συμβεί αν μια ολόκληρη χώρα – μια εν δυνάμει περιοχή σε μια πλήρως ολοκληρωμένη ένωση – υποστεί μια διαρθρωτική ύφεση; Όσο αυτή η χώρα αποτελεί ανεξάρτητο κράτος έχει τη δυνατότητα να υποτιμήσει το νόμισμά της. Στη συνέχεια μπορεί να συνεχίσει την οικονομική της δραστηριότητά επιτυχώς με πλήρη απασχόληση αν υποθέσουμε ότι ο κόσμος δεχτεί τις απαραίτητες μειώσεις στα πραγματικά του εισοδήματα. Σε μια οικονομική και νομισματική ένωση όμως, αυτή η δυνατότητα εμφανώς χάνεται και οι προοπτικές της χώρας επιβαρύνονται σοβαρά, εκτός κι αν υπάρξουν σοβαροί ομοσπονδιακοί δημοσιονομικοί διακανονισμοί που θα αναλάβουν να εκπληρώσουν έναν αναδιανεμητικό ρόλο. Όπως αναγνωρίστηκε σαφώς στην έκθεση MacDougall που δημοσιεύτηκε το 1977, αυτό είναι μια εκ των ουκ άνευ προϋπόθεση για να εγκαταλείψει κανείς την επιλογή της υποτίμησης του νομίσματος. Ορισμένοι συγγραφείς όπως ο Samual Brittan και ο Douglas Hague ισχυρίζονται σοβαρά ότι η ΟΝΕ, καταργώντας το πρόβλημα του ισοζυγίου πληρωμών στην παρούσα μορφή του, καταργεί στα αλήθεια το πρόβλημα, όπου υπάρχει, της επίμονης αδυναμίας για επιτυχή ανταγωνισμό στις παγκόσμιες αγορές. Αλλά όπως έδειξε ο καθηγητής Martin Feldstein σε ένα σπουδαίο άρθρο του στον Economist, το επιχείρημά τους είναι επικίνδυνα λανθασμένο. Αν μια χώρα ή μια περιοχή δεν έχει τη δυνατότητα να υποτιμήσει το νόμισμά της και δεν επωφελείται από ένα σύστημα δημοσιονομικών μεταβιβάσεων, δεν υπάρχει τίποτα που να μπορεί να σταματήσει μια διαδικασία σωρευτικής και ακραίας ύφεσης η οποία θα οδηγήσει στο τέλος στη μετανάστευση ως το μόνο εναλλακτικό δρόμο στη φτώχεια ή την πείνα. Διάκειμαι θετικά απέναντι στις θέσεις εκείνων – όπως η Μάργκαρετ Θάτσερ – που αντιμέτωποι με την απώλεια της κυριαρχίας, θέλουν να κατέβουν από το τρένο της ΟΝΕ.  Διάκειμαι επίσης θετικά προς όλους εκείνους που αναζητούν την ολοκλήρωση υπό την εποπτεία κάποιου τύπου δημοσιονομικού ομοσπονδιακού καθεστώτος με ένα ομοσπονδιακό προϋπολογισμό πολύ μεγαλύτερο από τον προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αλλά θεωρώ απόλυτη απάτη τη θέση εκείνων που στοχεύουν σήμερα στην οικονομική και νομισματική ένωση δίχως τη δημιουργία νέων πολιτικών θεσμών – πέρα από μια νέα κεντρική τράπεζα – και που σηκώνουν τα χέρια τους με τρόμο μόλις ακούσουν την λέξη ‘ομοσπονδία’ η ‘ομοσπονδιοποίηση’. Αυτή είναι όμως η θέση που υιοθετούν οι περισσότεροι από όσους  συμμετέχουν στη δημόσια συζήτηση για το ευρώ». (http://www.lrb.co.uk/v14/n19/wynne-godley/maastricht-and-all-that)".

Δυστυχώς αυτή είναι μια συντομευμένη εκδοχή της ανακοίνωσης του Levy Institute. Υπόσχομαι να βρω σύντομα χρόνο και να μεταφράσω μεγαλύτερα αποσπάσματα και κυρίως το καταπληκτικό κείμενο του Godley.


Παρακολουθούμε τι γίνεται στην Ευρώπη;



Ας συνοψίσουμε όσα έγιναν και γίνονται τις τελευταίες εβδομάδες στην Ελλάδα και την Ευρώπη. Στις 4 Ιουνίου είχε διαρρεύσει μία εμπιστευτική, υποτίθεται, έκθεση του ΔΝΤ στην εφημερίδα Wall Street Journal. Ήταν μια πρωτοφανής – στα ιστορικά του και πολιτικού αυτού οργανισμού – απολογία για την αποτυχία του ελληνικού προγράμματος, μια αναγνώριση ενοχής και μια παροχή εξηγήσεων για τα αίτια του … εγκλήματος.
Το ΔΝΤ αναγνώρισε όσο πιο επίσημα μπορούσε ότι η Ελλάδα θα σωζόταν αν είχε γίνει κούρεμα του χρέους της το 2010 – επειδή με τα χρήματα που θα εξοικονομούσε από τη μείωση των τόκων θα μπορούσε να χρηματοδοτήσει επενδύσεις και κρατήσει χαμηλά τη φορολογία ώστε να μην βουλιάξει στην ύφεση –, επειδή όμως οι τράπεζες της Ευρωζώνης παρέπαιαν, το κούρεμα αναβλήθηκε μέχρι να ξεφορτώσουν τα χαρτιά τους οι “μεγάλοι” του ευρώ (γερμανικές και γαλλικές τράπεζες). Το αποτέλεσμα ήταν μεγάλες χασούρες και νέα δάνεια που βάρυναν την ήδη υπερχρεωμένη Ελλάδα, η οποία έτσι κάηκε ολοκληρωτικά και η προστασία της Γαλλίας και της Γερμανίας. Επιπλέον το ΔΝΤ είπε ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή – ο κορυφαίος νομοθετικός και εκτελεστικός θεσμός της Ευρώπης – ως μέλος της τρόικας, επέδειξε μειωμένο ενδιαφέρον για τη διάσωση της Ελλάδας και αυξημένο ενδιαφέρον για τη διασφάλιση του απαραβίαστου των ευρωπαϊκών κανόνων. Τουτέστιν, η Ευρώπη μας έσωσε!..
Μετά από μια τέτοια απολογία θα περίμενε κανείς από την ελληνική κυβέρνηση να κάνει κάτι: να εκμεταλλευθεί π.χ. το ηθικό πλεονέκτημα που της πρόσφερε το ΔΝΤ προκειμένου να πετύχει τουλάχιστον το πέρασμα του κόστους ανακεφαλαιοποίησης των ελληνικών τραπεζών στον ευρωπαϊκό μηχανισμό. Υπήρχαν επιχειρήματα που ακόμη κι ο Αντώνης Σαμαράς θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει: με τόσο υψηλό χρέος κανείς δεν επενδύει στην Ελλάδα, άρα το success story του χρειάζεται επειγόντως βελτίωση στα νούμερα του χρέους. Αμ δε: ο Αντώνης Σαμαράς αρχικά προσποιήθηκε πως δεν κατάλαβε τίποτα από την έκθεση του ΔΝΤ – ψιθύρισε κάτι άσχετο για λάθη που “εμείς πρώτοι τα είδαμε και διορθώσαμε (!) – και στη συνέχεια – με το αιφνιδιαστικό λουκέτο στην ΕΡΤ – άλλαξε την ατζέντα. Και ο ΣΥΡΙΖΑ, μολονότι αρχικά σωστά πήγε το θέμα της απολογίας του ΔΝΤ στη Βουλή, στη συνέχεια μισοπαγιδευμένος-μισοθεληματικά, ακολούθησε ψυχή τε και σώματι τον πρωθυπουργό στον ελιγμό του.
Αποτέλεσμα: επί δύο ολόκληρες βδομάδες βρεθήκαμε μπροστά στο απίστευτο φαινόμενο η απολογία του ΔΝΤ να προκαλεί θυελλώδεις συζητήσεις και αντεγκλήσεις μεταξύ οικονομολόγων, σχολιαστών, πολιτικών και οικονομικών αξιωματούχων στην Ευρώπη, αλλά άκρα του τάφου σιωπή στην κατ’ εξοχήν ενδιαφερόμενη Ελλάδα – η οποία ασχολούνταν με άλλα. Η συζήτηση στη Βουλή με αφορμή την ερώτηση του Αλ. Τσίπρα για την έκθεση του ΔΝΤ μετατράπηκε σε συζήτηση για την ΕΡΤ. Λες και άπαν το πολιτικό μας σύστημα βάλθηκε να επιβεβαιώσει τα καθεστωτικά ΜΜΕ – μιλώ κυρίως για κανάλια και παραδοσιακές πολιτικές εφημερίδες από τα οποία όμως ενημερώνεται ο πολύς κόσμος – που καιρό τώρα προσπαθούν να μας πείσουν ότι είναι λογικό η χώρα και οι πολιτικές δυνάμεις της να αγνοούν τις διαφορετικές θεσμικές φύσεις ΔΝΤ και Ευρωζώνης, να κάθονται με σταυρωμένα τα χέρια να περιμένουν τις αποφάσεις των δανειστών και να περιορίζονται σε ασκήσεις εσωτερικής σύγκρουσης.
Μ’ αυτά και μ’ αυτά όμως, δεν αντιληφθήκαμε ότι το πρόγραμμα της τρόικας έχει φτάσει ξανά στο απροχώρητο επειδή οι Ευρωπαίοι εταίροι μας αθετούν ακόμη και την δέσμευσή τους να περάσουν τα κέρδη των κεντρικών τραπεζών τους από τα ελληνικά ομόλογα της ΕΚΤ στην Ελλάδα – με βάση το γνωστό επιχείρημα της γερμανικής Bundesbank ότι αυτό συνιστά χρηματοδότηση κράτους και απαγορεύεται γιατί παραβιάζει τις συνθήκες του ευρώ.
Δεν παρατηρήσαμε τις οξύτατες επιθέσεις αρκετών Ευρωπαίων αξιωματούχων – Όλι Ρεν, Ρέγκλινγκ, Ζαν Κλοντ Τρισέ – ενάντια στο ΔΝΤ που προοιωνίζουν πως η Ευρώπη θα συνεχίσει να αγνοεί τις συστάσεις του Ταμείου για την Ελλάδα. Δεν προσέξαμε τις συστηματικές κινήσεις των Γερμανών – επαναλαμβανόμενη διάψευση της δέσμευσης για νέο κούρεμα του ελληνικού χρέους από τον Σόιμπλε, διαβεβαίωση Άσμουνσεν προς το γερμανικό συνταγματικό δικαστήριο της Καρλσρούης ότι η ΕΚΤ δεν περιμένει άλλη αναδιάρθρωση χρέους στην Ευρωζώνη, συνεντεύξεις Γερμανών οικονομολόγων που υποστηρίζουν ότι δεν πρέπει να κουρευτεί ξανά το ελληνικό χρέος κλπ – οι οποίες υποδεικνύουν πως. σε αντίθεση με τις εντυπώσεις που καλλιεργούνται εδώ ότι αν κάνουμε υπομονή ως τις γερμανικές εκλογές, η Αγγέλα Μέρκελ θα δώσει επιτέλους λύση κουρεύοντας το ελληνικό διακρατικό χρέος, το Βερολίνο δρομολογεί ήδη με “δημοκρατικές διαδικασίες” τη μη-λύση. Ίσως γιατί ως ελληνική κοινωνία και πολιτικό σύστημα δεν θέλουμε να δούμε πως ο χρόνος μας τελειώνει και πως η μη αλλαγή πολιτικής από την Ευρώπη σημαίνει – όπως σωστά έγραψε ο Β. Μίνχαου – ότι η μοναδική διέξοδος για να σταματήσει η κοινωνική και οικονομική καταστροφή της Ελλάδας είναι – όταν επιτέλους καταφέρουμε να πιάσουμε πρωτογενές πλεόνασμα – η μονομερής στάση πληρών και η έξοδος από το ευρώ.


Τρίτη 18 Ιουνίου 2013

Ο «ελέφαντας στο δωμάτιο» και η ευρωπαϊκή συζήτηση για την ανταγωνιστικότητα

Οι ανισορροπίες Βορρά-Νότου μέσα στην Ευρωζώνη έχουν τις ρίζες τους εκτός ΟΝΕ και συγκεκριμένα στον μετασχηματισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την είσοδο των 12 νέων κρατών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης. Μεγάλη ωφελημένη βγήκε η Γερμανία γιατί μετέφερε εργοστάσια στο πρώην ανατολικό μπλοκ και μείωσε τα τελικά κόστη της. Χαμένες βγήκαν οι χώρες του Νότου γιατί έχασαν την προγενέστερη θέση τους ως προμηθευτές ενδιάμεσων αγαθών για τη γερμανική βιομηχανία
 
Το τρίτο πλήγμα στο μερκελιανό μύθο της χαμένης ανταγωνιστικότητας του Νότου που έκανε «τάχα-μου-δήθεν» πάρτι σε βάρος του οικονόμου Βορρά έδωσαν δύο Αμερικανοί ακαδημαϊκοί, ο Thomas Grennes και ο Andris Stradzs, σε άρθρο τους με τον παιχνιδιάρικο  τίτλο «Ο Ελέφαντας στο Δωμάτιο της Ευρωπαϊκής Συζήτησης για την Ανταγωνιστικότητα». Ο αγγλικός ιδιωματισμός «the elephant in the room» δηλώνει την προφανή αλήθεια που οι πάντες την αγνοούν γιατί δεν θέλουν να τη συζητήσουν. Η βασική ιδέα πίσω από τις λέξεις είναι πως είναι αδύνατο να είσαι μέσα σε ένα δωμάτιο με έναν ελέφαντα και να μην τον βλέπεις. Άρα οι άνθρωποι που παριστάνουν ότι δεν βλέπουν τον ελέφαντα μέσα στο δωμάτιο κάνουν μια επιλογή: να ασχοληθούν με οτιδήποτε μικρό, τριτεύων ή και άσχετο, προκειμένου να αποφύγουν να διαπραγματευτούν το κύριο.

Αφετηρία των Grennes και Stradzs για να διακρίνουν τον … ελέφαντα που οι υπόλοιποι αδυνατούσαν να δουν και που δεν είναι άλλος από την κοινή αγορά ήταν... η μνήμη τους. Οι δύο Αμερικανοί οικονομολόγοι απλά θυμήθηκαν ότι στο διάστημα 2001-2008 που δημιουργούνταν τα ελλείμματα του ευρωπαϊκού Νότου έναντι του Βορρά, η εισαγωγή του κοινού νομίσματος δεν ήταν η μόνη ευρωπαϊκή εξέλιξη. Υπήρξε κι η διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης – δηλαδή της κοινής αγοράς – με την είσοδο 12 νέων μελών από την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη και τα Βαλκάνια και ο μετασχηματισμός της Ευρώπης των 15 σε Ευρώπη των 27. 
Οι Grennes και Stradzs θυμήθηκαν επίσης μια σειρά από μελέτες του 2005-6 που έδειχναν πως η Γερμανία είχε πετύχει μείωση του μοναδιαίου κόστους εργασίας και ενίσχυση της ανταγωνιστικότητάς της χάρη σε αυτό τον ευρωπαϊκό μετασχηματισμό. Η επέκταση προς Ανατολάς είχε σημάνει την είσοδο στην ΕΕ κάποιων νέων «φτωχών»  – και σε κάθε περίπτωση «φτωχότερων» του ευρωπαϊκού Νότου – συγγενών. Οι νέοι συγγενείς είχαν, συν τοις άλλοις, μεγαλύτερη ιστορική και γεωγραφική εγγύτητα προς τη Γερμανία και η γερμανική βιομηχανία τους είχε εκμεταλλευθεί αποτελεσματικά με άμεσες ξένες επενδύσεις και outsourcing μειώνοντας τα τελικά κόστη της.

Ενθυμούμενοι λοιπόν όλα αυτά, οι Grennes και Stradzs διεύρυναν το πλαίσιο της ανάλυσής τους κι άρχισαν να μελετούν τις μεταβολές σε εξαγωγές και μερίδια αγοράς των κρατών-μελών σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και όντως έβγαλαν λαγό. Αυτό που συγκεκριμένα διαπίστωσαν ήταν ότι η θετική εικόνα του εμπορίου και των εξαγωγών για όλες τις χώρες πλην Γαλλίας σε επίπεδο Ευρωζώνης την οποία είχαν περιγράψει οι Gaulier-Vicard διέφερε σημαντικά από την αντίστοιχη εικόνα των χωρών σε επίπεδο Ευρωπαϊκής  Ένωσης. Εδώ στο διάστημα 1999-2011 – που υιοθετήθηκε το ευρώ και έγιναν οι δύο διαδοχικές διευρύνσεις της ΕΕ – συντελέστηκαν σοβαρές μεταβολές στις εξαγωγές των κρατών και ένας μείζων μετασχηματισμός.
Ο μετασχηματισμός αυτός έβγαλε κερδισμένα κάποια κράτη του πρώην ανατολικού μπλοκ,  συγκεκριμένα την Πολωνία, την Τσεχία, τη Σλοβακία, τη Ρουμανία και την Ουγγαρία. Το κοινό χαρακτηριστικό αυτών των κρατών ήταν ότι ήταν μεγάλα, άρα ήσαν καλές αγορές, και είχαν χαμηλούς μισθούς, χαμηλό κόστος παραγωγής, αδύναμο εθνικό νόμισμα και όχι συνδεδεμένο με το ευρώ. Έβγαλε όμως χαμένα τα περισσότερα κράτη της παλαιάς «ΕΕ των 15» που έχασαν μερίδια αγοράς προς όφελος των νέων μελών. Οι τέσσερις χώρες που άντεξαν τις αλλαγές ήταν η Γερμανία, η Αυστρία και το Βέλγιο οι οποίες κατάφεραν να διατηρήσουν τις εξαγωγές τους και η Ισπανία που κατάφερε να τις αυξήσει ελαφρά.

Πίσω όμως από αυτή την πρώτη εικόνα και σε συνδυασμό με την παράλληλη απελευθέρωση του παγκόσμιου εμπορίου που λάμβανε χώρα την ίδια εποχή, λένε οι δυο Αμερικανοί, συντελέστηκαν και βαθύτερες αλλαγές στα σχήματα εμπορίου των κρατών της ΕΕ. Μεγάλη ωφελημένη βγήκε η Γερμανία που με άμεσες επενδύσεις και αλλαγή προμηθευτών, μετέφερε μεγάλα κομμάτια της παραγωγής των ενδιαμέσων αγαθών για τη βιομηχανία της στις χώρες της Ανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης. Με τον τρόπο αυτό εκμεταλλεύθηκε προς όφελός της τα εκεί χαμηλά κόστη παραγωγής και εργασίας και τα αδύναμα εθνικά νομίσματα και μετατράπηκε σε έναν από τους κύριους και ανταγωνιστικότερους εξαγωγείς βιομηχανικών προϊόντων στις αναδυόμενες αγορές της Ασίας και της Λατινικής Αμερικής. Αντίθετα, οι περισσότερες χώρες της «Ευρώπης των 15» δεν κατάφεραν να προσαρμοστούν σε αυτές τις μεγάλες αλλαγές. Και κάποιες εξ αυτών, μεταξύ των οποίων και οι χώρες του Νότου, εξαιτίας των υψηλότερων μισθών τους σε σχέση με την Ανατολική Ευρώπη, έχασαν την προηγούμενη θέση τους ως προμηθευτές της γερμανικής βιομηχανίας.

Ένα τρίτο στοιχείο που επισημαίνουν οι δυο Αμερικανοί – επιβεβαιώνοντας τους Felipe και Kumar – είναι ότι ο γερμανικός μύθος της σχέσης ανάμεσα στην αύξηση του μοναδιαίου κόστους εργασίας και τη μείωση της ανταγωνιστικότητας δεν επαληθεύεται από τα πραγματικά στοιχεία για την εικόνα των ευρωπαϊκών κρατών – γι’ αυτό και πρέπει να τελειώνουμε οριστικά μαζί του. Στα χρόνια που προηγήθηκαν της κρίσης κάποιες ευρωπαϊκές χώρες είχαν παράλληλα μεγάλη αύξηση του μοναδιαίου κόστους εργασίας και μεγάλη  αύξηση εξαγωγών – και μάλιστα μεγαλύτερη από τη Γερμανία. Πρόκειται για τις  περιπτώσεις της Ισπανίας, της Πολωνίας, της Τσεχίας και της Σλοβακίας. Άλλες χώρες  είχαν σταθερό κόστος εργασίας αλλά μεγάλη μείωση εξαγωγών: ήταν η Βρετανία, η Γαλλία και η Φιλανδία. Αυτό που ισχύει στην πραγματικότητα, λένε οι Grennes και Stradzs, είναι ότι οι χώρες που έχουν ή αποκτούν παραγωγικές επενδύσεις σε προϊόντα υψηλότερης τεχνολογίας και άρα υψηλότερης προστιθέμενης αξίας, αυξάνουν και τους μισθούς τους και τις εξαγωγές τους. Αντίθετα, χώρες με παραγωγή χαμηλής τεχνολογίας έχουν πρόβλημα. Όποιες χώρες φτιάχνουν αυτοκίνητα τείνουν να αποκτήσουν υψηλότερους μισθούς, όποιες όμως φτιάχνουν γιαούρτια όχι.
 
Συμπέρασμα: οι δύο Αμερικανοί οικονομολόγοι δεν έκαναν συστάσεις πολιτικής για τον ευρωπαϊκό Νότο. Όμως η συμβολή τους ήταν σημαντική γιατί έδειξαν ότι οι όροι της συζήτησης για τις ανισορροπίες Βορρά-Νότου και την υποτιθέμενη χαμένη ανταγωνιστικότητα του Νότου είναι πολλαπλώς παραπλανητικοί. Η αξία της συμβολής των Grennes και Stradzs ήταν ότι πρώτοι έδειξαν πως οι ρίζες της απώλειας ανταγωνιστικότητας του Νότου και των ανισορροπιών της Ευρωζώνης μπορεί να βρίσκονται εκτός ΟΝΕ: στους μετασχηματισμούς της ΕΕ ή και εντελώς έξω από την Ευρώπη – στην παγκοσμιοποίηση. Την παράμετρο της παγκοσμιοποίησης και του διαφορετικού της αντίκτυπου στη Γερμανία και το Νότο ανέλαβε να μελετήσει σε βάθος λίγο μετά μια ομάδα οικονομολόγων του ΔΝΤ.  

(Η μελέτη των Grennes και Stradzs υπάρχει εδώ: http://www.economonitor.com/thoughtsacrossatlantic/2012/08/15/the-elephant-in-the-room-in-the-eu-competitiveness-debate/)




Τετάρτη 29 Μαΐου 2013

Η δημιουργία του ευρώ ως «ασύμμετρο σοκ» για τον ευρωπαϊκό Νότο

Η άνοδος του μοναδιαίου κόστους εργασίας δεν ήταν η αιτία της απώλειας ανταγωνιστικότητας του ευρωπαϊκού Νότου. Ήταν δευτερογενές σύμπτωμα ενός  σοκ εγχώριας ζήτησης που έλαβε χώρα στο Νότο και προήλθε από τις αυξημένες κεφαλαιακές ροές από  Βορρά προς Νότο ως συνέπεια της δημιουργίας του ευρώ. Ο Νότος έχει ανταγωνιστικές εξαγωγές, γι’ αυτό δεν χρειάζεται εσωτερική υποτίμηση αλλά αύξηση των μισθών και της ζήτησης στο Βορρά.
 
Τα γραπτά των Felipe και Kumar για τα προβλήματα του ευρωγερμανικού επιχειρήματος «για όλα φταίνε οι ψηλοί μισθοί του Νότου» άνοιξαν νέους δρόμους στην οικονομική έρευνα. Στην προσπάθειά τους να εξηγήσουν την αύξηση της μερίδας του κεφαλαίου σε βάρος της εργασίας στις χώρες της Ευρωζώνης, οι Felipe και Kumar διατύπωσαν την υπόθεση ότι θα μπορούσε να οφείλεται σε αύξηση κερδών των μη εμπορεύσιμων κλάδων της οικονομίας. (ΣΣ: οι κλάδοι των μη εμπορεύσιμων αφορούν ό,τι καταναλώνεται εγχωρίως, κατά κανόνα τις υπηρεσίες αλλά και τις κατασκευές. Αντίθετα, εμπορεύσιμα είναι τα προϊόντα της πρωτογενούς παραγωγής και της βιομηχανίας που έχουν υλική υπόσταση, μεταφέρονται και μπορούν να εξαχθούν. Βασικοί κλάδοι μη εμπορεύσιμων είναι οι τράπεζες και ασφάλειες, οι κατασκευές, οι κοινωνικές και προσωπικές υπηρεσίες, το χονδρικό και λιανικό εμπόριο κλπ. Στα μη εμπορεύσιμα εμπίπτει και ο τουρισμός αν και για πολλές χώρες, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, αποτελεί το κύριο εξαγωγικό τους προϊόν).
Κατά τη δεκαετία του 2000 η συμμετοχή των μη εμπορεύσιμων στο εθνικό προϊόν είχε μεγαλώσει σε βάρος της παραδοσιακής βιομηχανίας και μάλιστα σε όλες τις χώρες της Ευρωζώνης. Καθώς οι κλάδοι αυτοί απευθύνονται στην εσωτερική αγορά και είναι προστατευμένοι από το διεθνή ανταγωνισμό, έχουν κατά κανόνα μεγαλύτερα περιθώρια κέρδους. Η υπόθεση των Felipe-Kumar αυτή τράβηξε το ενδιαφέρον των Guillaume Gaulier και Vincent Vicard,  οικονομολόγων από την Τράπεζα της Γαλλίας, οι οποίοι αποφάσισαν να τη διερευνήσουν.
Οι Gaulier και Vicard ξεκίνησαν εξετάζοντας τις μεταβολές στα νούμερα εξαγωγών από την κάθε χώρα της Ευρωζώνης προς τις άλλες στο διάστημα 2001-2008. Σκέφτηκαν ως εξής: αν ίσχυαν οι γερμανικές θεωρίες περί απώλειας ανταγωνιστικότητας του Νότου λόγω αύξησης των μισθών, θα έπρεπε οι εξαγωγές του Νότου σε αυτό το διάστημα να έχουν μειωθεί. Διαπίστωσαν ότι αυτό δεν ίσχυε. Με μόνη την εξαίρεση της Γαλλίας, όλες οι χώρες του ευρώ, αδιακρίτως του Βορρά και του Νότου, είχαν αύξηση εξαγωγών προς τις άλλες χώρες της Ευρωζώνης τη συγκεκριμένη περίοδο και μάλιστα την ίδια αναλογικά.
 
Συμπέρασμα: Παρά τα περί του αντιθέτου λεγόμενα από το Βερολίνο, δεν υπήρξε καμία μείωση της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών, πορτογαλικών, ισπανικών κλπ εξαγωγών στα χρόνια του ευρώ. Αφού λοιπόν ο Νότος δεν είχε μείωση εξαγωγών, ακολουθούσαν, φυσιολογικά, δύο ερωτήματα: Πρώτο, πώς είχαν προκύψει τα μεγάλα ελλείμματα του Νότου; Δεύτερο, πώς συμβιβάζονταν η αύξηση των εξαγωγών του ευρωπαϊκού Νότου με την άνοδο του μοναδιαίου κόστους εργασίας;
Η απάντηση στο πρώτο ερώτημα ήταν εύκολη: αφού δεν υπήρχε μείωση εξαγωγών, τα ελλείμματα του Νότου προέκυψαν από αύξηση εισαγωγών. Η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα ήταν δύσκολη και οι Gaulier και Vicard χρειάστηκε να ανατρέξουν στην ευρωπαϊκή βάση δεδομένων EU-KLEMS, που περιέχει αναλυτικά οικονομικά στοιχεία για τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά παραγωγικό κλάδο.
Αυτό που οι δυο Γάλλοι λοιπόν διαπίστωσαν με την ανάλυση των δεδομένων της βάσης ήταν πως οι μεγάλες αποκλίσεις μεταξύ των χωρών του Νότου και της Γερμανίας προέκυπταν από μεγάλες διαφορές στη δυναμική των τιμών στους κλάδους των μη εμπορεύσιμων – οι οποίοι, όπως είπαμε, αφορούσαν την εσωτερική κατανάλωση – και όχι των τιμών της βιομηχανίας, η οποία παρήγαγε προϊόντα για τις διεθνείς αγορές κι εμφάνιζε μικρότερες αποκλίσεις.
Μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα που ανέδειξαν οι Gaulier-Vicard για τις αποκλίσεις των τιμών (σε οικονομικούς όρους των τιμών προστιθέμενης αξίας οι οποίες, επαναλαμβάνουμε, συμμετέχουν στον υπολογισμό του μοναδιαίου εργατικού κόστους) για την περίοδο 1999-2007:
Κατασκευές:  οι τιμές των κατασκευών αυξάνονταν ετησίως στη Γερμανία κατά 1.9%, στην Ελλάδα κατά 2.8%, στην Ισπανία κατά 7.7% και στην Ιρλανδία κατά 9.3% – εδώ έχουμε μια χαρακτηριστική αποτύπωση της φούσκας ακινήτων του Νότου.
Ξενοδοχεία και εστίαση: οι τιμές αυξάνονταν ετησίως στη Γερμανία κατά 2%, στην Ιταλία και την Ιρλανδία κατά 3.4%, στην Ισπανία και την Πορτογαλία κατά 5.2% και στην Ελλάδα κατά 6.2%.
Χονδρικό και λιανικό εμπόριο: στη Γερμανία δεν υπήρξε καμία μεταβολή τιμών μέσα σε 8 ολόκληρα χρόνια, ενώ στην Ελλάδα και την Πορτογαλία οι τιμές αυξάνονταν ετησίως κατά 2.9%, στην Ισπανία κατά 3.3% και στην Ιρλανδία κατά 6.1%.
Προσωπικές υπηρεσίες: οι τιμές αυξάνονταν στη Γερμανία κατά 0.9% ετησίως, στην Ισπανία 3.7% στην Ελλάδα 4.4%, στην Πορτογαλία 4.8% και στην Ιρλανδία 6.9%.
Οι δύο Γάλλοι οικονομολόγοι σημειώνουν επίσης ότι πρέπει να προσέξουμε και το εξής: ότι όλες αυτές οι αυξήσεις τιμών δεν συνοδεύτηκαν από κάποια αξιοσημείωτη αύξηση του μεριδίου της εργασίας έναντι του κεφαλαίου. Συγκεκριμένα, λένε, στο επίμαχο διάστημα το μερίδιο εργασίας εμφάνισε μικρή ετήσια αύξηση κατά 0.1%, 0.2% και 0.3% στην Πορτογαλία, την Ελλάδα και την Ιρλανδία αντίστοιχα, μικρή ετήσια μείωση κατά 0.1% στην Ιταλία και μεγαλύτερη ετήσια μείωση, κατά 0.9% στην Ισπανία – τόση όση και η Γερμανία.



Πηγή: Gaulier, Taglioni, Vicard, "Tradable sectors in Eurozone periphery, Countries did not undeperform in the 2000's",  in voxeu.org


Οι Gaulier και Vicard έφτιαξαν και το ως άνω διάγραμμα που αναλύει τη συμμετοχή των τιμών και των μισθών στην αύξηση του μοναδιαίου κόστους εργασίας στις χώρες του ευρώ κατά το διάστημα 1999-2007. Το μπλε χρώμα αποτυπώνει τη συμβολή των τιμών των βιομηχανικών προϊόντων, το μοβ των τιμών των μη εμπορεύσιμων, το πράσινο των μισθών της βιομηχανίας και το πορτοκαλί των μισθών στους κλάδους των μη εμπορεύσιμων. Βγάζει μάτι το ότι το κύριο μέρος της αύξησης του μοναδιαίου κόστους εργασίας του Νότου οφείλεται στη μεγάλη αύξηση των τιμών των μη εμπορεύσιμων σε σχέση με τη Γερμανία.  
Όλα καλά μέχρις εδώ, το κρίσιμο ερώτημα όμως είναι τι πρέπει να καταλάβουμε από όλα αυτά. Αυτό που πρέπει εμείς να καταλάβουμε, λένε οι Gaulier και Vicard, είναι ότι έχουμε δύο βασικά γεγονότα:
• Πρώτο γεγονός: τα ελλείμματα του Νότου προέκυψαν από τη μεγάλη αύξηση των εισαγωγών και μόνο, χωρίς καμιά μείωση εξαγωγών – οι οποίες παρέμειναν ανταγωνιστικές παρά την αύξηση του μοναδιαίου κόστους εργασίας. 
• Δεύτερο γεγονός: οι μεγάλες αποκλίσεις των τιμών του Νότου σε σχέση με τη Γερμανία εντοπίζονται στους κλάδους των μη εμπορεύσιμων που αφορούσαν την εσωτερική ζήτηση και όχι των προϊόντων της βιομηχανίας που εξάγονταν.
Ο συνδυασμός αυτών των δύο γεγονότων λοιπόν μας λέει ότι η αύξηση του μοναδιαίου κόστους εργασίας του Νότου ήταν δευτερογενές σύμπτωμα μιας «άλλης κατάστασης» που έχει να κάνει με την εσωτερική ζήτηση και όχι η αιτία κάποιας υποτιθέμενης μείωσης της ανταγωνιστικότητας του Νότου. Και αυτή η «άλλη κατάσταση» ήταν ένα «σοκ εγχώριας ζήτησης» στο Νότο που, συν τοις άλλοις, ανέβασε το μοναδιαίο κόστος εργασίας.  Ένα σοκ εγχώριας ζήτησης έλαβε χώρα στο Νότο στα χρόνια του ευρώ και ήταν αποτέλεσμα της ίδιας της δημιουργίας και λογικής του κοινού νομίσματος η οποία επέφερε – σύμφωνα με τον αρχικό σχεδιασμό και χωρίς να αποτελεί καθόλου έκπληξη – μια μεγάλη αύξηση των κεφαλαιακών ροών από το Βορρά προς το Νότο μέσω της έκρηξης του τραπεζικού δανεισμού. Η μοναδική έκπληξη – κι αυτό που δε μας λένε – είναι πως κατά τους σχεδιαστές του ευρώ, η αύξηση των κεφαλαιακών ροών θα οδηγούσε σε σύγκλιση των οικονομιών της Ευρωζώνης – γιατί το κεφάλαιο ξέρει να τοποθετείται σωστά προς όφελος όλων μπλα, μπλα, μπλα – να όμως που οδήγησε σε φούσκες…
Η ίδια η δημιουργία του ευρώ συνεπώς λειτούργησε ως ‘ασύμμετρο σοκ’ για τα κράτη του Νότου. Κι αυτό, λένε οι Gaulier και Vicard, πρέπει να αναγνωριστεί από όλες τις ευρωπαϊκές πολιτικές ηγεσίες αν θέλουμε να χαράξουμε τις σωστές πολιτικές για την αντιμετώπιση της κρίσης του Νότου και να σχεδιάσουμε σωστά το αύριο της Ευρωζώνης. 
 
Συμπέρασμα: ο μύθος ότι οι Γερμανοί δούλευαν και βελτίωναν τις αποδόσεις της οικονομίας τους ενώ οι ανεύθυνοι Νότιοι αύξαναν τους μισθούς τους κι επιδείνωναν την ανταγωνιστικότητά τους είναι όντως μύθος. Η δημιουργία του ευρώ λειτούργησε σαν ασύμμετρο σοκ για τις χώρες του Νότου οδηγώντας τις στα ελλείμματα και την υπερχρέωση. Αν αυτό δεν το αναγνωρίσουμε είναι αδύνατο να ορίσουμε μια σωστή πολιτική αντιμετώπισης της κρίσης. Οι εξαγωγές του Νότου είναι ανταγωνιστικές εφόσον υπάρχει ζήτηση. Κι επειδή το κύριο μέρος τους κατευθύνεται προς τα άλλα κράτη της Ευρωζώνης, η πρώτη πολιτική προτεραιότητα της Ευρωζώνης πρέπει να είναι η αύξηση της ζήτησης στο Βορρά. Αν αυξηθούν οι μισθοί και οι συντάξεις στη Γερμανία, την Ολλανδία, την Αυστρία, ο Νότος θα ανακάμψει. Δευτερευόντως, λένε οι Gaulier και Vicard έχει νόημα για τα κράτη του Νότου να μεταφέρουν κεφάλαια και θέσεις εργασίας από μη παραγωγικούς τομείς σε πιο παραγωγικούς. Αν κι αυτό δεν το διευκρινίζουν, το πιθανότερο είναι ότι αναφέρονται σε μεταφορά θέσεων εργασίας από τους κλάδους των μη εμπορεύσιμων στα εμπορεύσιμα. Σε κάθε περίπτωση όμως, καταλήγουν ότι επείγει η εγκατάλειψη της εσωτερικής υποτίμησης και της επιβολής μεγάλων μειώσεων στους μισθούς του Νότου γιατί συντρίβουν τις κοινωνίες. 

Μπορείτε να βρείτε την αναλυτική μελέτη των Gaulier-Vicard στην ηλεκτρονική βιβλιοθήκη της ΕΚΤ στη διεύθυνση 
(www.ecb.int/home/pdf/research/compnet/Gaulier&Vicard_2012.pdf?f0710f013210740a65a114a38acfce68),
και σε  μια συντομευμένη εκδοχή μαζί με τις πολιτικές της προτάσεις που συνυπογράφει η πρώην οικονομολόγος της Παγκόσμιας Τράπεζας και νυν της ΕΚΤ Daria Taglioni στο Vox (http://www.voxeu.org/article/tradable-sectors-eurozone-periphery).
 





Πέμπτη 23 Μαΐου 2013

Η απάτη της αύξησης του μοναδιαίου κόστους εργασίας και γιατί η πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης είναι λάθος

Να μια εκδοχή του πίνακα που δείχνει η Μέρκελ στους δημοσιογράφους του Spiegel για να τους πείσει ότι η αιτία της κρίσης του ευρώ είναι η μεγάλη αύξηση του μοναδιαίου κόστους εργασίας στο Νότο σε σχέση με τη Γερμανία.

Πηγή: Felipe-Kumar, «Do some countries in the Eurozone need an internal devaluation? A reassessment of what unit labour costs really mean”, με βάση στοιχεία ΟΟΣΑ και εκτιμήσεις των συγγραφέων, στο Voxeu.org.




O πίνακας αυτός υποδεικνύει ακριβώς ότι από το 1980 μέχρι το 2007 το μοναδιαίο κόστος εργασίας αυξήθηκε στις χώρες του Νότου πολύ  περισσότερο από ό,τι στη Γερμανία. Στην Ελλάδα 15πλάστηκε, στην Πορτογαλία 10πλασιάστηκε  (ετήσια αύξηση 9.5%),  στην Ιταλία και στην Ισπανία υπερτετραπλασιάστηκε  (ετήσια αύξηση 5.3% και 5.% αντίστοιχα) και στην Ιρλανδία υπερτριπλασιάστηκε (ετήσια αύξηση 3.64%).  Αντίθετα, στη Γερμανία αυξήθηκε πολύ λίγο, μόλις μιάμιση φορά (ετήσια αύξηση 1.21%).
Η συνήθης ερμηνεία για την αύξηση του μοναδιαίου κόστους εργασίας είναι ότι οφείλεται στο ότι οι μισθοί των εργαζομένων αυξάνονται γρηγορότερα από την αύξηση της παραγωγικότητας. Είναι γεγονός ότι και τα στοιχεία του ΟΟΣΑ για την εξέλιξη των μισθών (ονομαστικές αμοιβές) στις χώρες της ΕΕ των 12 δίνουν την ίδια εικόνα: ότι από το 1980 ως το 2007 οι μισθοί των κρατών του Νότου αυξάνονταν με ταχύτατους ρυθμούς – αλλά πάντως χαμηλότερους από τότε που μπήκαν στο ευρώ από ό,τι στα χρόνια των εθνικών νομισμάτων – ενώ της Γερμανίας ελάχιστα. Η αύξηση της παραγωγικότητας από την άλλη μεριά υπήρξε  μεν χαμηλότερη από την αύξηση του μοναδιαίου κόστους εργασίας, αλλά ήταν πολύ μεγάλη στην Ιρλανδία, την Ελλάδα και την Πορτογαλία (με  αυτή τη σειρά) και πολύ μικρή στη Γερμανία.
Αν φτιάξουμε τώρα τα διαγράμματα με την εξέλιξη του μοναδιαίου κόστους εργασίας των  κρατών του Νότου συγκριτικά με της Γερμανίας, έχουμε κάτι σαν αυτό που δείχνει η Γερμανίδα καγκελάριος στο Spiegel και είναι περίπου το εξής:


Πηγή: Felipe, Kumar, “Unit Labor Costs in the Eurozone: The Competitiveness Debate Again”, 
WP n. 651, Levy Economics Institute


Προσέξτε εδώ πως oι  γραμμές του μοναδιαίου εργασιακού κόστους όλων των χωρών του Νότου και συγκεκριμένα της Ελλάδας, της Ιταλίας, της Πορτογαλίας και της Ισπανίας σε σχέση με της Γερμανίας πάνε κατά τον ουρανό – σε αντίθεση με τις πολύ πιο ισορροπημένες γραμμές π.χ. της Ολλανδίας, της Αυστρίας, του Βελγίου, της Φιλανδίας κλπ.
Έχει δίκιο λοιπόν η Μέρκελ;
Όχι.
Στην ευρωπαϊκή συζήτηση περί ανταγωνιστικότητας υπάρχει μια βαρβάτη επιστημολογική απάτη την οποία έφεραν στο φως το 2011 ο επικεφαλής οικονομολόγος της Asian Development Bank J. Felipe και ο συνάδελφός του U. Kumar, ανοίγοντας έναν ριζοσπαστικό δρόμο στην ερμηνεία της ευρωπαϊκής κρίσης. 
Πού έγκειται η απάτη; Στην κατασκευή του δείκτη μοναδιαίου κόστους εργασίας που είναι προβληματική και παραπλανητική, λένε οι Felipe και Kumar. Αυτός ο δείκτης αφορά επιχειρήσεις ή κλάδους και μπορεί να διευκολύνει συγκρίσεις μεταξύ επιχειρήσεων ή κλάδων. Η μεταφορά του σε επίπεδο ολόκληρων εθνικών οικονομιών και οι ανάλογες  συγκρίσεις χωρίς να αποδίδεται η οφειλόμενη προσοχή στις διαφορές ανάμεσα σε επιχειρήσεις και οικονομίες, αλλά ούτε και στον τρόπο δόμησής του είναι άκριτη και αντιεπιστημονική, τονίζουν οι δύο οικονομολόγοι.

Ας δούμε πώς το εξηγούν. Η μέτρηση του μοναδιαίου κόστους εργασίας, λένε, συνηθίζεται σε επίπεδο επιχείρησης και μετράει πάντα φυσικά μεγέθη παραγόμενων αγαθών. Για παράδειγμα, υπολογίζουμε το μοναδιαίο κόστος εργασίας για μια επιχείρηση που παράγει μολύβια βάζοντας στον αριθμητή τον ονομαστικό μισθό του εργαζομένου στο εθνικό νόμισμα (Χ ευρώ ανά εργαζόμενο) και στον παρονομαστή την παραγωγικότητα της εργασίας (Ψ μολύβια ανά εργαζόμενο). Έτσι προκύπτει το μοναδιαίο κόστος εργασίας που είναι ένα νούμερο Ζ ευρώ ανά μολύβι.
Για μια επιχείρηση παραγωγής μολυβιών η μέτρηση του  μοναδιαίου εργατικού κόστους, ενδεχομένως και η μείωσή του, έχουν νόημα, γιατί θα της επιτρέψουν να παράγει μολύβια φτηνότερα από τους ανταγωνιστές της. Όμως δεν έχουν νόημα στο επίπεδο μιας ολόκληρης εθνικής οικονομίας.
Οι Felipe και Kumar εξηγούν γιατί.  Σε μια ολόκληρη οικονομία π.χ. της Ελλάδας, οι οικονομολόγοι μπορούν μεν να προσθέσουν όλους τους μισθούς των εργαζομένων και να βάλουν το σύνολό τους στον αριθμητή, όμως αδυνατούν να προσθέσουν τα αγαθά και τις υπηρεσίες που παράγει η οικονομία σε φυσικά μεγέθη για να φτιάξουν τον παρονομαστή. Πώς να προσθέσεις Χ μολύβια+Ψ τόνους ελαιόλαδο+ Ζ τόνους χαλκοσωλήνες+Α διανυκτερεύσεις στο ξενοδοχείο η Ωραία Μύκονος; Δεν γίνεται.
Άρα ο παρονομαστής πρέπει να βγει με άλλο τρόπο. Και βγαίνει από τη συνολική παραγωγικότητα της εργασίας η οποία υπολογίζεται ως ο λόγος της ονομαστικής προστιθέμενης αξίας προς τον αποπληθωριστή των τιμών και όλο αυτό δια του αριθμού των εργαζομένων. Όμως αυτό το μέγεθος, επισημαίνουν οι Felipe και Kumar,  ως συνολικό μέγεθος για μια οικονομία δεν είναι καθόλου συγκρίσιμο με το ίδιο μέγεθος σε επίπεδο μιας επιχείρησης. Στην πραγματικότητα μάλιστα αντιπροσωπεύει το μερίδιο της εργασίας στο παραγόμενο προϊόν (προστιθέμενη αξία), επί τον αποπληθωριστή των τιμών. Τι θα πει αυτό με απλά λόγια; Ότι οι μεταβολές του μοναδιαίου κόστους εργασίας αντανακλούν δυο πράγματα: αφενός την κατανομή του εθνικού εισοδήματος μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας και αφετέρου τον πληθωρισμό. 
Αφού εξηγούν ότι έτσι έχουν τα πράγματα, οι Felipe και Kumar παρέλαβαν τους πίνακες της Μέρκελ, πρόσθεσαν πάνω τους τις μεταβολές του αποπληθωριστή και του μεριδίου της εργασίας και έβγαλαν τα εξής:





Πηγή: Felipe-Kumar, «Do some countries in the Eurozone need an internal devaluation? A reassessment of what unit labour costs really mean”, με βάση στοιχεία ΟΟΣΑ και εκτιμήσεις των συγγραφέων, στο Voxeu.org.




Τι βλέπουμε εδώ; Α χα!…
Ότι η διαβόητη μεγάλη αύξηση του μοναδιαίου κόστους εργασίας του ευρωπαϊκού Νότου (κόκκινη γραμμή) αντιπροσωπεύει στην πραγματικότητα αύξηση του αποπληθωριστή (πράσινη γραμμή) και όχι του μεριδίου των εργαζομένων (μπλε γραμμή).  Στην πραγματικότητα, κατά την επίμαχη περίοδο το μερίδιο των εργαζομένων έχει μειωθεί  προς όφελος του κεφαλαίου σε 9 χώρες της ΕΕ, μεταξύ των οποίων η Ιταλία και η Ισπανία, έχει παραμείνει σταθερό στην  Πορτογαλία και έχει αυξηθεί μόνο στην  Ελλάδα. Προσοχή, όμως, σημειώνουν οι συγγραφείς: ούτε η εξαίρεση της αύξησης του μεριδίου εργασίας στην Ελλάδα λέει πολλά πράματα διότι η Ελλάδα ξεκίνησε το 1980 από πολύ χαμηλά: από το χαμηλότερο μερίδιο εργασίας όχι απλά στην Ευρώπη των 12 αλλά και στο σύνολο των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου, οπότε ήταν εύλογο να κινηθεί ψηλότερα.
Αντίθετα, ο πληθωρισμός των κρατών του Νότου υπήρξε πάντα πολύ υψηλός, ιδίως συγκρινόμενος με τον πολύ χαμηλό πληθωρισμό των κρατών του Βορρά: κι αυτό ισχύει για όλη την περίοδο από το 1980 ως το 2007, τόσο δηλαδή για τα χρόνια των εθνικών νομισμάτων όσο και του ευρώ (αν και για διαφορετικούς λόγους σε κάθε περίοδο).
Όλα αυτά σημαίνουν ότι η μεγάλη αύξηση του μοναδιαίου κόστους εργασίας στο Νότο δίνει ψευδή εικόνα για την πραγματικότητα των εργασιακών αμοιβών, αφού δεν οφείλεται σε αύξηση του μεριδίου της εργασίας στο παραγόμενο προϊόν αλλά σε αύξηση του αποπληθωριστή.

Ωραία, λοιπόν, συνεχίζουν οι Felipe και Kumar. Είδαμε ότι η μεταφορά του δείκτη μοναδιαίου κόστους εργασίας από τις επιχειρήσεις στις εθνικές οικονομίες, αν γίνει άκριτα και αντιεπιστημονικά, είναι παραπλανητική. Υπάρχει άραγε τρόπος να κάνουμε την ίδια δουλειά με τρόπο κριτικό και επιστημονικό; Σαφώς, απαντούν, κι ο τρόπος αυτός μπορεί να μας αποκαλύψει τη δεύτερη απάτη της ευρωπαϊκής συζήτηση περί ανταγωνιστικότητας, που έγκειται στην απίθανη έμπνευση να επιχειρούνται συγκρίσεις ανάμεσα στην ανταγωνιστικότητα της Γερμανίας και τα κράτη του Νότου. Πρόκειται για μήλα με πορτοκάλια, στο βαθμό που η Γερμανία ανταγωνίζεται εντελώς διαφορετικές χώρες από αυτές που ανταγωνίζεται ο Νότος, ιδίως η Πορτογαλία με την Ελλάδα.
Είναι βασικό να καταλάβουμε ότι συγκρίσεις ανταγωνιστικότητας μεταξύ εθνικών οικονομιών μπορούν να γίνουν μόνο αν οι χώρες έχουν κάποια κομμάτια κοινής παραγωγικής βάσης και κοινών εξαγωγών. Αν μια χώρα εξάγει πορτοκάλια και καλοκαιρινές διακοπές και μια άλλη εξάγει γάλα και αυτοκίνητα, δεν υπάρχει κοινή βάση για συγκρίσεις ανταγωνιστικότητας.
Από τα στοιχεία εξαγωγών του ΟΟΣΑ της περιόδου 2001-2007, οι δύο οικονομολόγοι διαπιστώνουν ότι η  Γερμανία είναι η δεύτερη πιο πολύπλοκη τεχνολογικά οικονομία του κόσμου μετά την Ιαπωνία. Γερμανία και Ιαπωνία, λένε, μαζί με την Ελβετία, τις ΗΠΑ, τη Σουηδία, τη Φιλανδία και την Αγγλία, συναποτελούν μια μικρή ομάδα χωρών οι οποίες αφενός εξάγουν τα πιο πολύπλοκα τεχνολογικά προϊόντα του κόσμου κι αφετέρου έχουν ασυνήθιστη  ισχύ στις αγορές – με την έννοια ότι μπορούν να επηρεάζουν τις τιμές προς όφελός τους. Ας αντιληφθούμε, συνεχίζουν, ότι το 64% των γερμανικών εξαγωγών αφορά προϊόντα υψηλής τεχνολογίας και το 4% χαμηλής. Αντίθετα, το 33.1% των εξαγωγών της Ελλάδας και το 21.7% της Πορτογαλίας αφορούν προϊόντα χαμηλής τεχνολογίας και μόνο το 17% των ελληνικών και το 24% των πορτογαλικών εξαγωγών αφορούν προϊόντα υψηλής τεχνολογίας – αλλά όχι τόσο υψηλής όσο της Γερμανίας. Όλα αυτά σημαίνουν ότι οι χώρες του Νότου δεν ανταγωνίζονται σε καμία περίπτωση τη Γερμανία ώστε να υπάρχει θέμα σύγκρισης μεταβολών στα μοναδιαία κόστη εργασίας τους. 
Οπότε, για να δούμε τι συγκρίσεις ανταγωνιστικότητας έχουν νόημα, συνεχίζουν οι Felipe και Kumar, είναι προτιμότερο να χρησιμοποιήσουμε το δείκτη διεθνούς κατάταξης της τεχνολογικής δομής των εξαγωγών. Χώρες με κοντινές θέσεις σε αυτή την κατάταξη παράγουν προϊόντα περίπου παραπλήσιας τεχνολογικής δομής και ανταγωνίζονται μεταξύ τους, χώρες με πολύ μακρινές θέσεις όχι. Αυτό όμως που βλέπουμε από τη διεθνή κατάταξη των κρατών ανάλογα με την τεχνολογική δομή των εξαγωγών τους, σημειώνουν οι δύο οικονομολόγοι, είναι ότι η Γερμανία φιγουράρει στη 2η θέση παγκοσμίως, η Ιρλανδία στη 12η,  που είναι κοντά στην Ολλανδία και την Τσεχία, η Ιταλία στην 24η, η οποία βρίσκεται κοντά στη Νότια Κορέα και η Ισπανία λίγο παρακάτω  στην 28η,  πλάι στο Μεξικό. Όσο για την Ελλάδα και την Πορτογαλία, αυτές βρίσκονται πολύ χαμηλότερα, στην 52η και 53η θέση, κάτω και από την Κίνα (που το διάστημα 2001-2007 βρισκόταν στην 51η θέση αλλά πλέον έχει αναβαθμιστεί).
Όλα αυτά σημαίνουν ότι δεν υπάρχει κανένα επιστημονικό αντίκρισμα σε συγκρίσεις ανταγωνιστικότητας μεταξύ Γερμανίας και Ελλάδας, σαν κι αυτές που γίνονται κατά κόρον στην Ευρώπη σήμερα. Η Γερμανία ανταγωνίζεται την Ιαπωνία και η Ελλάδα με την Πορτογαλία ανταγωνίζονται την Κίνα.

Συμπέρασμα: Είναι αλήθεια ότι τα κράτη του ευρωπαϊκού Νότου έχουν σοβαρό έλλειμμα ανταγωνιστικότητας, καταλήγουν οι Felipe και Kumar.  Αυτό όμως δεν οφείλεται ούτε στους δήθεν υψηλούς μισθούς των εργαζομένων τους που είναι χαμηλότεροι σε σχέση με του ευρωπαϊκού Βορρά, ούτε στην έλλειψη παραγωγικότητας που για πολλά χρόνια αυξάνονταν πολύ πιο γρήγορα από του Βορρά. Οφείλεται στις αποκλίσεις της παραγωγής και των εξαγωγών ανάμεσα στο Βορρά και το Νότο και δεν έχει να κάνει καθόλου με τιμές. Το πρόβλημα του Νότου είναι ότι «κόλλησε» στην παραγωγή προϊόντων χαμηλής τεχνολογίας τα οποία παράγουν πλέον κι άλλες χώρες, χαμηλότερου μισθολογικού κόστους. Επίσης, οι  χώρες του Νότου έχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ τους. Η Ιταλία και η Ισπανία είναι σε καλύτερη θέση. Αντίθετα η Πορτογαλία και η Ελλάδα, που βρέθηκαν να ανταγωνίζονται την Κίνα, είναι πιασμένες σε μια τρομερή παγίδα.
Δυστυχώς, αποφαίνονται οι δύο οικονομολόγοι, δεν υπάρχει εύκολη λύση. Το πρώτο που πρέπει να γίνει κατανοητό είναι ότι η πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης, αντί να βοηθά στην αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας του Νότου, του δημιουργεί πρόσθετα προβλήματα. Η εσωτερική υποτίμηση δεν βοηθά διότι π.χ. η Ελλάδα και η Πορτογαλία ακόμη και με μειώσεις μισθών της τάξης του 30%, δεν μπορούν να ανταγωνιστούν τους μισθούς της Κίνας με την οποία έχουν κοινές εξαγωγές, αλλά ούτε και τη Γερμανία γιατί τα εξαγωγικά τους προϊόντα δεν συμπίπτουν με τα γερμανικά. Οπότε η εσωτερική υποτίμηση οδηγεί μόνο σε δραματική ύφεση και μεγάλη μείωση του μεριδίου των εργαζομένων στο εθνικό προϊόν.
Μια λύση για τα κράτη του Νότου θα ήταν η έξοδος από το ευρώ και η επιστροφή στα εθνικά νομίσματα, με χάραξη εθνικής βιομηχανικής πολιτικής. Αυτή η λύση όμως προσκρούει σε σοβαρά πολιτικά προβλήματα, αναγνωρίζουν οι δύο οικονομολόγοι. Οπότε ως μόνη πολιτικά εύλογη και εφικτή λύση κρίνεται ο μετασχηματισμός της Ευρωζώνης ώστε να αναλάβει πολύ πιο δραστήριο ρόλο στην οικονομία η δημοσιονομική πολιτική αφού βεβαίως εξεταστούν οι επιπτώσεις αυτή της αλλαγής στο ευρώ κι όλα αυτά σε συνδυασμό με μια σοβαρή τεχνολογική αναβάθμιση της παραγωγής των χωρών του Νότου σε προϊόντα υψηλής τεχνολογίας που δεν θα ανταγωνίζονται τις κινέζικες εξαγωγές. Είναι δύσκολο να γίνει κάτι τέτοιο, θα πάρει πολλά χρόνια, εκτιμούν, οι συντάκτες της μελέτης, αλλά δεν υπάρχει άλλη λύση.

(Η μελέτη των Felipe-Kumar υπάρχει σε μια σύντομη εκδοχή στο σάιτ ευρωπαϊκής πολιτικής του Κέντρου Έρευνας Οικονομικής Πολιτικής Vox (http://www.voxeu.org/article/internal-devaluations-eurozone-mismeasured-and-misguided-argument) και στην εκτεταμένη της εκδοχή στο Levy Institute (http://www.levyinstitute.org/pubs/wp_651.pdf).