Το τραγικό σχετικά με την ανεργία δεν είναι ότι συνεχίζει να
ανεβαίνει πιάνοντας τον Μάιο το 26,7%. Είναι η απουσία οποιωνδήποτε
προοπτικών μείωσής της με τρόπο διαφορετικό από της Λετονίας. Μετά την
εφαρμογή του δικού της προγράμματος εσωτερικής υποτίμησης –που λόγω του
χαμηλού δημόσιου χρέους της είχε πολύ καλύτερες αρχικές προϋποθέσεις από
το ελληνικό–, η χώρα της Βαλτικής μείωσε ώς ένα βαθμό την υψηλή ανεργία
της χάνοντας το 10% του πληθυσμού της, τις νέες και δυναμικές γενιές.
Στον ίδιο δρόμο βαδίζουμε κι εμείς.
Η εκτίμηση αυτή δεν πηγάζει από απαισιοδοξία. Προκύπτει από την απλή λογική της υποχρέωσης που έχει αναλάβει η Ελλάδα να πετύχει εξωτερικά πλεονάσματα προκειμένου να μειώσει το χρέος της (με κυβερνήσεις Ν.Δ.-ΠΑΣΟΚ) ή, στην καλύτερη περίπτωση, της εκ των πραγμάτων υποχρέωσής της να πετύχει ισορροπία στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών (δηλαδή να μπαίνουν στη χώρα τόσα ευρώ όσα βγαίνουν) αν κόψει τα μνημόνια και στηριχθεί στις δικές της δυνάμεις (με κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ). Η αδυναμία από την οποία πάσχουν και τα δύο αυτά πολιτικά προγράμματα, παρά τις σημαντικές διαφορές τους, είναι η απουσία κάθε πραγματικής βοήθειας από το ευρωπαϊκό περιβάλλον: είτε νομισματικού χαρακτήρα από την ΕΚΤ –για παράδειγμα, μια υποτίμηση του ευρώ θα ήταν πολύ ευεργετική για την Ελλάδα– είτε δημοσιονομικού χαρακτήρα από τη Γερμανία και τις άλλες χώρες του Βορρά –μια αύξηση των μισθών και μείωση των φόρων στις χώρες αυτές θα τόνωνε τη συνολική ευρωπαϊκή ζήτηση και θα έδινε το περιθώριο στην Ελλάδα και τις άλλες χώρες του Νότου να πετύχουν τον μηδενισμό των ελλειμμάτων τους χωρίς να στραγγαλίζονται.
Λόγω της παραμονής της στο ευρώ, η προσαρμογή που κάνει η Ελλάδα στην οικονομία της γίνεται όχι μόνο χωρίς πραγματική ευρωπαϊκή βοήθεια αλλά διά της λεγόμενης «εσωτερικής υποτίμησης». Μόνο που η εσωτερική υποτίμηση δεν έχει κανένα από τα πλεονεκτήματα της κανονικής υποτίμησης που κάνουν οι χώρες με δικά τους νομίσματα. Στην κανονική υποτίμηση, παράλληλα με τα εισοδήματα των ανθρώπων, μειώνονται και τα χρέη τους, άρα απομένει μεγαλύτερο διαθέσιμο εισόδημα και η ύφεση είναι μικρότερη, τονώνεται η εγχώρια παραγωγή, άρα συγκρατείται η ανεργία και μειώνονται οι εισαγωγές με σχετικά αυτόματο τρόπο επειδή τα ξένα προϊόντα ακριβαίνουν πολύ και τα εγχώρια φτηναίνουν. Στην εσωτερική υποτίμηση, όμως, μειώνονται μόνο τα εισοδήματα, ενώ τα χρέη παραμένουν υψηλά και είτε δεν μπορούν να αποπληρωθούν από τα μειωμένα εισοδήματα είτε πληρώνονται αλλά αφήνοντας πολύ μικρότερο διαθέσιμο εισόδημα και προκαλώντας μεγαλύτερη ύφεση. Επιπλέον, δεν υπάρχει καμιά θετική επίδραση στην εγχώρια παραγωγή, άρα κανένας τρόπος συγκράτησης της ανεργίας, ενώ κι οι εισαγωγές δεν μειώνονται αυτόματα –χρειάστηκε να παγώσει πέρσι η Ελλάδα με την επιβολή τρελών φόρων στα καύσιμα προκειμένου να καταρρεύσει η κατανάλωση πετρελαίου (κατά 68%) και να συρρικνωθεί το εξωτερικό έλλειμμα τόσο όσο χρειαζόταν. Η λογική των μνημονίων υποστηρίζει ότι η εσωτερική υποτίμηση μπορεί να δουλέψει όπως η κανονική, και μέσω της μείωσης των μισθών να ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα και τις εξαγωγές μιας χώρας και να μειώσει την ύφεση και την ανεργία. Η θεωρία αυτή φαίνεται να αποδίδει, έστω λίγο, στην Πορτογαλία και την Ισπανία –οι οποίες καταγράφουν σημαντική αύξηση εξαγωγών αν και η ανεργία τους παραμένει ψηλά–, καθόλου όμως στην Ελλάδα. Κι η ευθύνη γι’ αυτό ανήκει εξίσου στις ελληνικές κυβερνήσεις και στην Ευρώπη.
Η Ευρώπη ευθύνεται για την παρατεταμένη παραμονή της Ελλάδας σε κατάσταση διαρκούς χρεοκοπίας, επειδή έκανε ένα PSI ατελές και με μεγάλη καθυστέρηση και ουσιαστικά εξακολουθεί να αρνείται κάθε αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους που θα αποκαθιστούσε τη βιωσιμότητά του: αποτέλεσμα η δραματική αύξηση του κόστους χρήματος για τις ελληνικές επιχειρήσεις. Οι ελληνικές κυβερνήσεις ευθύνονται για την άρνησή τους να μειώσουν τις δημόσιες δαπάνες κατά τρόπο που θα περιόριζε την ύφεση και θα έδινε το παράδειγμα αντί να εκθρέψει τη σύγκρουση στην ελληνική κοινωνία (από πάνω προς τα κάτω, όπως είπε από την αρχή ο Γ. Βαρουφάκης, και όχι οριζόντια), τη χαριστική τους συμπεριφορά προς κάποια μεγάλα επιχειρηματικά συμφέροντα που συνευθύνεται για το αυξημένο κόστος ενέργειας και μεταφορών, την υπερφορολόγηση και την εσωτερική στάση πληρωμών που προκαλεί προβλήματα στην παραγωγική αλυσίδα και οδηγεί σε συρρίκνωση αντί για αύξηση της παραγωγής και την αδυναμία τους να χαράξουν ένα εθνικό πρόγραμμα παραγωγικής ανασυγκρότησης με παρεμβάσεις που θα στήριζαν την ελληνική οικονομία. Το αποτέλεσμα είναι η περαιτέρω συρρίκνωση της ήδη καχεκτικής παραγωγικής βάσης της ελληνικής οικονομίας, με φυγή επιχειρήσεων και δραστηριοτήτων είτε προς χώρες χωρίς πιστωτικό κίνδυνο είτε προς τη γείτονα Βουλγαρία με το χαμηλότερο μισθολογικό, ασφαλιστικό, φορολογικό και ενεργειακό της κόστος –ουσιαστικά η αργή κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας. Στο πλαίσιο αυτής της κατάρρευσης, η υψηλή ανεργία αναδεικνύεται στο κύριο μέγεθος που διευκολύνει την επίτευξη εξωτερικών πλεονασμάτων: όταν οι άνεργοι αυξάνονται συνεχώς επί 1-2-3-4-5-6 χρόνια, οι μισθοί καταρρέουν. Οι άνεργοι και οι χαμηλόμισθοι περιφέρονται σαν ζόμπι μπροστά στις βιτρίνες, χωρίς να καταναλώνουν. Με τη φτώχεια οι εισαγωγές συρρικνώνονται, η κυβέρνηση βγαίνει κάποια στιγμή και ανακοινώνει περήφανη ότι το Μνημόνιο επιτυγχάνει τους στόχους του, όσοι μπορούν μεταναστεύουν και η ζωή συνεχίζεται…
Η εκτίμηση αυτή δεν πηγάζει από απαισιοδοξία. Προκύπτει από την απλή λογική της υποχρέωσης που έχει αναλάβει η Ελλάδα να πετύχει εξωτερικά πλεονάσματα προκειμένου να μειώσει το χρέος της (με κυβερνήσεις Ν.Δ.-ΠΑΣΟΚ) ή, στην καλύτερη περίπτωση, της εκ των πραγμάτων υποχρέωσής της να πετύχει ισορροπία στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών (δηλαδή να μπαίνουν στη χώρα τόσα ευρώ όσα βγαίνουν) αν κόψει τα μνημόνια και στηριχθεί στις δικές της δυνάμεις (με κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ). Η αδυναμία από την οποία πάσχουν και τα δύο αυτά πολιτικά προγράμματα, παρά τις σημαντικές διαφορές τους, είναι η απουσία κάθε πραγματικής βοήθειας από το ευρωπαϊκό περιβάλλον: είτε νομισματικού χαρακτήρα από την ΕΚΤ –για παράδειγμα, μια υποτίμηση του ευρώ θα ήταν πολύ ευεργετική για την Ελλάδα– είτε δημοσιονομικού χαρακτήρα από τη Γερμανία και τις άλλες χώρες του Βορρά –μια αύξηση των μισθών και μείωση των φόρων στις χώρες αυτές θα τόνωνε τη συνολική ευρωπαϊκή ζήτηση και θα έδινε το περιθώριο στην Ελλάδα και τις άλλες χώρες του Νότου να πετύχουν τον μηδενισμό των ελλειμμάτων τους χωρίς να στραγγαλίζονται.
Λόγω της παραμονής της στο ευρώ, η προσαρμογή που κάνει η Ελλάδα στην οικονομία της γίνεται όχι μόνο χωρίς πραγματική ευρωπαϊκή βοήθεια αλλά διά της λεγόμενης «εσωτερικής υποτίμησης». Μόνο που η εσωτερική υποτίμηση δεν έχει κανένα από τα πλεονεκτήματα της κανονικής υποτίμησης που κάνουν οι χώρες με δικά τους νομίσματα. Στην κανονική υποτίμηση, παράλληλα με τα εισοδήματα των ανθρώπων, μειώνονται και τα χρέη τους, άρα απομένει μεγαλύτερο διαθέσιμο εισόδημα και η ύφεση είναι μικρότερη, τονώνεται η εγχώρια παραγωγή, άρα συγκρατείται η ανεργία και μειώνονται οι εισαγωγές με σχετικά αυτόματο τρόπο επειδή τα ξένα προϊόντα ακριβαίνουν πολύ και τα εγχώρια φτηναίνουν. Στην εσωτερική υποτίμηση, όμως, μειώνονται μόνο τα εισοδήματα, ενώ τα χρέη παραμένουν υψηλά και είτε δεν μπορούν να αποπληρωθούν από τα μειωμένα εισοδήματα είτε πληρώνονται αλλά αφήνοντας πολύ μικρότερο διαθέσιμο εισόδημα και προκαλώντας μεγαλύτερη ύφεση. Επιπλέον, δεν υπάρχει καμιά θετική επίδραση στην εγχώρια παραγωγή, άρα κανένας τρόπος συγκράτησης της ανεργίας, ενώ κι οι εισαγωγές δεν μειώνονται αυτόματα –χρειάστηκε να παγώσει πέρσι η Ελλάδα με την επιβολή τρελών φόρων στα καύσιμα προκειμένου να καταρρεύσει η κατανάλωση πετρελαίου (κατά 68%) και να συρρικνωθεί το εξωτερικό έλλειμμα τόσο όσο χρειαζόταν. Η λογική των μνημονίων υποστηρίζει ότι η εσωτερική υποτίμηση μπορεί να δουλέψει όπως η κανονική, και μέσω της μείωσης των μισθών να ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα και τις εξαγωγές μιας χώρας και να μειώσει την ύφεση και την ανεργία. Η θεωρία αυτή φαίνεται να αποδίδει, έστω λίγο, στην Πορτογαλία και την Ισπανία –οι οποίες καταγράφουν σημαντική αύξηση εξαγωγών αν και η ανεργία τους παραμένει ψηλά–, καθόλου όμως στην Ελλάδα. Κι η ευθύνη γι’ αυτό ανήκει εξίσου στις ελληνικές κυβερνήσεις και στην Ευρώπη.
Η Ευρώπη ευθύνεται για την παρατεταμένη παραμονή της Ελλάδας σε κατάσταση διαρκούς χρεοκοπίας, επειδή έκανε ένα PSI ατελές και με μεγάλη καθυστέρηση και ουσιαστικά εξακολουθεί να αρνείται κάθε αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους που θα αποκαθιστούσε τη βιωσιμότητά του: αποτέλεσμα η δραματική αύξηση του κόστους χρήματος για τις ελληνικές επιχειρήσεις. Οι ελληνικές κυβερνήσεις ευθύνονται για την άρνησή τους να μειώσουν τις δημόσιες δαπάνες κατά τρόπο που θα περιόριζε την ύφεση και θα έδινε το παράδειγμα αντί να εκθρέψει τη σύγκρουση στην ελληνική κοινωνία (από πάνω προς τα κάτω, όπως είπε από την αρχή ο Γ. Βαρουφάκης, και όχι οριζόντια), τη χαριστική τους συμπεριφορά προς κάποια μεγάλα επιχειρηματικά συμφέροντα που συνευθύνεται για το αυξημένο κόστος ενέργειας και μεταφορών, την υπερφορολόγηση και την εσωτερική στάση πληρωμών που προκαλεί προβλήματα στην παραγωγική αλυσίδα και οδηγεί σε συρρίκνωση αντί για αύξηση της παραγωγής και την αδυναμία τους να χαράξουν ένα εθνικό πρόγραμμα παραγωγικής ανασυγκρότησης με παρεμβάσεις που θα στήριζαν την ελληνική οικονομία. Το αποτέλεσμα είναι η περαιτέρω συρρίκνωση της ήδη καχεκτικής παραγωγικής βάσης της ελληνικής οικονομίας, με φυγή επιχειρήσεων και δραστηριοτήτων είτε προς χώρες χωρίς πιστωτικό κίνδυνο είτε προς τη γείτονα Βουλγαρία με το χαμηλότερο μισθολογικό, ασφαλιστικό, φορολογικό και ενεργειακό της κόστος –ουσιαστικά η αργή κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας. Στο πλαίσιο αυτής της κατάρρευσης, η υψηλή ανεργία αναδεικνύεται στο κύριο μέγεθος που διευκολύνει την επίτευξη εξωτερικών πλεονασμάτων: όταν οι άνεργοι αυξάνονται συνεχώς επί 1-2-3-4-5-6 χρόνια, οι μισθοί καταρρέουν. Οι άνεργοι και οι χαμηλόμισθοι περιφέρονται σαν ζόμπι μπροστά στις βιτρίνες, χωρίς να καταναλώνουν. Με τη φτώχεια οι εισαγωγές συρρικνώνονται, η κυβέρνηση βγαίνει κάποια στιγμή και ανακοινώνει περήφανη ότι το Μνημόνιο επιτυγχάνει τους στόχους του, όσοι μπορούν μεταναστεύουν και η ζωή συνεχίζεται…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου