6. Η αντιμετώπιση της κρίσης απαιτεί κεντρικούς μηχανισμούς ανάληψης κινδύνων, δημοσιονομικές μεταβιβάσεις από το Βορρά προς το Νότο και υποτίμηση του ευρώ. Το συμπέρασμα των Chen, Milesi-Ferretti και Tressel είναι ότι η υπερχρέωση των κρατών του ευρωπαϊκού Νότου οφείλεται σε τρεις παράγοντες:
• τον ασύμμετρο αντίκτυπο των εμπορικών εξελίξεων με χώρες εκτός ευρώ και πρωτίστως της ανόδου του κινέζικου ανταγωνισμού,
• την πολύ μεγάλη ανατίμηση της ονομαστικής ισοτιμίας του ευρώ που επιδείνωσε δραστικά την ανταγωνιστικότητα του Νότου και
• την ολοκλήρωση του ευρωπαϊκού χρηματοπιστωτικού συστήματος στο πλαίσιο της ΟΝΕ, η οποία διαδραμάτισε έναν ειδικό ρόλο στην επί μακρόν διατήρηση των ελλειμμάτων, άρα την υπερχρέωση του Νότου.
Από τη στιγμή που σε διεθνές επίπεδο δεν έχει αλλάξει κάτι και το εξωτερικό σοκ με τον ασύμμετρο αντίκτυπό του πάνω στις χώρες της Ευρωζώνης παραμένει, οι δε τράπεζες του Βορρά δεν θέλουν πια να χρηματοδοτούν το Νότο, τα κράτη του Νότου πρέπει αναπόφευκτα να προσαρμόσουν την οικονομία τους. Αφού όμως η αδυναμία βρίσκεται στην εξωτερική ανταγωνιστικότητα των κρατών του Νότου και όχι στην εσωτερική, η λύση δεν είναι οι πολιτικές δημοσιονομικής σταθεροποίησης και εσωτερικής υποτίμησης που εφαρμόζονται σήμερα. Αντί της εσωτερικής υποτίμησης προτείνονται συνεπώς τρεις δέσμες πολιτικών:
Πρώτη δέσμη: η δημιουργία μηχανισμών κεντρικής ανάληψης των κινδύνων από όλα τα κράτη μέλη του ευρώ οι οποίοι θα βοηθήσουν την προσαρμογή στις χώρες που επλήγησαν από το σοκ. Ένας βασικός μηχανισμός κεντρικής ανάληψης των κινδύνων θα ήταν η υπό σχεδιασμό ευρωπαϊκή τραπεζική ένωση αν είχε ακολουθήσει τα πρότυπα της τραπεζικής ένωσης των ΗΠΑ όπως αναφέρονταν στις αρχικές ευρωπαϊκές συζητήσεις του 2012 – αν δηλαδή περιλάμβανε ένα πανευρωπαϊκό σχήμα εγγύησης καταθέσεων και την ανάληψη του κόστους ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών της Ελλάδας, της Ισπανίας, της Κύπρου κλπ. από τους ευρωπαϊκούς μηχανισμούς. Αντ’ αυτού το σχήμα που προωθείται θεσπίζει εθνικά συστήματα εγγύησης καταθέσεων και εθνικές αναλήψεις κινδύνων – αποκλείει δηλαδή την κεντρική ανάληψη των κινδύνων.
Δεύτερη δέσμη: η εισαγωγή δημοσιονομικών μεταβιβάσεων με αυστηρούς όρους προκειμένου να αντισταθμιστεί η επιρροή της μειωμένης κινητικότητας εργαζομένων μέσα στην Ευρωζώνη. Μια πρόταση δημοσιονομικών μεταβιβάσεων, δηλαδή μεταβίβασης δημόσιων πόρων από το Βορρά προς το Νότο μέσω της αύξησης του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού η οποία έχει συζητηθεί, αφορούσε την κάλυψη των ανέργων του Νότου από ένα πανευρωπαϊκό Ταμείο Ανεργίας. Απορρίφθηκε όμως κατηγορηματικά από τις πολιτικές ηγεσίες της Γαλλίας και της Γερμανίας τον Δεκέμβριο του 2012.
Τρίτη δέσμη: η βελτίωση των όρων χρηματοδότησης, η αύξηση της ζήτησης και η υποτίμηση του ευρώ.Βήματα βελτίωσης των όρων χρηματοδότησης των κρατών του Νότου γίνονται και πολύ πιθανόν να ξαναγίνουν. Για παράδειγμα οι ανακοινώσεις της ΕΚΤ για το νέο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της, γνωστό με το ακρωνύμιο ΟΜΤ, του φθινοπώρου 2012 έχουν βοηθήσει στη μείωση του κόστους δανεισμού της Ιταλίας και της Ισπανίας ενώ οι αποφάσεις για μείωση των επιτοκίων των διακρατικών δανείων έχουν βοηθήσει την Πορτογαλία, την Ιρλανδία και την Ελλάδα. Ωστόσο παραμένει οξύ το πρόβλημα των επιχειρήσεων του Νότου – ιδίως της Ελλάδας – που δανείζονται με πολύ υψηλά επιτόκια.
Το αίτημα για αύξηση της ζήτησης, ιδίως στη Γερμανία, έχει υψωθεί από πάρα πολλές φωνές οικονομολόγων τε και πολιτικών. Η τυπική κι επαναλαμβανόμενη γερμανική απάντηση όμως είναι ότι το Βερολίνο δεν μπορεί να κάνει υποχωρήσεις ως προς την σκληρά κερδισμένη του ανταγωνιστικότητα και πως το βάρος της προσαρμογής πρέπει να αναληφθεί εξολοκλήρου από το Νότο ώστε να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα της Ευρώπης σαν σύνολο.
Τέλος, ενδεχόμενη υποτίμηση του ευρώ θα ήταν το ιδεώδες σενάριο για το Νότο, καθώς θα ενίσχυε την εξωτερική ανταγωνιστικότητά του απέναντι στην Κίνα και τους άλλους εμπορικούς εταίρους με τα εθνικά νομίσματα – όπου έγκειται η αδυναμία του. Μόνο που το σενάριο αυτό δεν φαίνεται πιθανό. Σε έναν κόσμο όπου η Κίνα έχει διπλό νόμισμα προκειμένου να διατηρεί υπό τον έλεγχό της και χαμηλά την ισοτιμία της, όπου η Ελβετία δεν επιτρέπει ενίσχυση της ισοτιμίας του φράγκου έναντι του ευρώ πέρα από το 1.20, όπου οι ΗΠΑ έχουν κόψει τόνους δολαρίων μετά την κρίση για να στηρίξουν την οικονομία τους κι όπου, από την άνοιξη του 2013, και η Ιαπωνία προωθεί επεκτατικές πολιτικές συμπιέζοντας το γεν, η ΕΚΤ έχει απομείνει ως η μόνη μεγάλη κεντρική τράπεζα που μεριμνά πρωτίστως για τη σταθερότητα του νομίσματος. Υπό αυτές τις συνθήκες τυχόν ανατίμηση του ευρώ δείχνει πιθανότερη από την υποτίμησή του.
• τον ασύμμετρο αντίκτυπο των εμπορικών εξελίξεων με χώρες εκτός ευρώ και πρωτίστως της ανόδου του κινέζικου ανταγωνισμού,
• την πολύ μεγάλη ανατίμηση της ονομαστικής ισοτιμίας του ευρώ που επιδείνωσε δραστικά την ανταγωνιστικότητα του Νότου και
• την ολοκλήρωση του ευρωπαϊκού χρηματοπιστωτικού συστήματος στο πλαίσιο της ΟΝΕ, η οποία διαδραμάτισε έναν ειδικό ρόλο στην επί μακρόν διατήρηση των ελλειμμάτων, άρα την υπερχρέωση του Νότου.
Από τη στιγμή που σε διεθνές επίπεδο δεν έχει αλλάξει κάτι και το εξωτερικό σοκ με τον ασύμμετρο αντίκτυπό του πάνω στις χώρες της Ευρωζώνης παραμένει, οι δε τράπεζες του Βορρά δεν θέλουν πια να χρηματοδοτούν το Νότο, τα κράτη του Νότου πρέπει αναπόφευκτα να προσαρμόσουν την οικονομία τους. Αφού όμως η αδυναμία βρίσκεται στην εξωτερική ανταγωνιστικότητα των κρατών του Νότου και όχι στην εσωτερική, η λύση δεν είναι οι πολιτικές δημοσιονομικής σταθεροποίησης και εσωτερικής υποτίμησης που εφαρμόζονται σήμερα. Αντί της εσωτερικής υποτίμησης προτείνονται συνεπώς τρεις δέσμες πολιτικών:
Πρώτη δέσμη: η δημιουργία μηχανισμών κεντρικής ανάληψης των κινδύνων από όλα τα κράτη μέλη του ευρώ οι οποίοι θα βοηθήσουν την προσαρμογή στις χώρες που επλήγησαν από το σοκ. Ένας βασικός μηχανισμός κεντρικής ανάληψης των κινδύνων θα ήταν η υπό σχεδιασμό ευρωπαϊκή τραπεζική ένωση αν είχε ακολουθήσει τα πρότυπα της τραπεζικής ένωσης των ΗΠΑ όπως αναφέρονταν στις αρχικές ευρωπαϊκές συζητήσεις του 2012 – αν δηλαδή περιλάμβανε ένα πανευρωπαϊκό σχήμα εγγύησης καταθέσεων και την ανάληψη του κόστους ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών της Ελλάδας, της Ισπανίας, της Κύπρου κλπ. από τους ευρωπαϊκούς μηχανισμούς. Αντ’ αυτού το σχήμα που προωθείται θεσπίζει εθνικά συστήματα εγγύησης καταθέσεων και εθνικές αναλήψεις κινδύνων – αποκλείει δηλαδή την κεντρική ανάληψη των κινδύνων.
Δεύτερη δέσμη: η εισαγωγή δημοσιονομικών μεταβιβάσεων με αυστηρούς όρους προκειμένου να αντισταθμιστεί η επιρροή της μειωμένης κινητικότητας εργαζομένων μέσα στην Ευρωζώνη. Μια πρόταση δημοσιονομικών μεταβιβάσεων, δηλαδή μεταβίβασης δημόσιων πόρων από το Βορρά προς το Νότο μέσω της αύξησης του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού η οποία έχει συζητηθεί, αφορούσε την κάλυψη των ανέργων του Νότου από ένα πανευρωπαϊκό Ταμείο Ανεργίας. Απορρίφθηκε όμως κατηγορηματικά από τις πολιτικές ηγεσίες της Γαλλίας και της Γερμανίας τον Δεκέμβριο του 2012.
Τρίτη δέσμη: η βελτίωση των όρων χρηματοδότησης, η αύξηση της ζήτησης και η υποτίμηση του ευρώ.Βήματα βελτίωσης των όρων χρηματοδότησης των κρατών του Νότου γίνονται και πολύ πιθανόν να ξαναγίνουν. Για παράδειγμα οι ανακοινώσεις της ΕΚΤ για το νέο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της, γνωστό με το ακρωνύμιο ΟΜΤ, του φθινοπώρου 2012 έχουν βοηθήσει στη μείωση του κόστους δανεισμού της Ιταλίας και της Ισπανίας ενώ οι αποφάσεις για μείωση των επιτοκίων των διακρατικών δανείων έχουν βοηθήσει την Πορτογαλία, την Ιρλανδία και την Ελλάδα. Ωστόσο παραμένει οξύ το πρόβλημα των επιχειρήσεων του Νότου – ιδίως της Ελλάδας – που δανείζονται με πολύ υψηλά επιτόκια.
Το αίτημα για αύξηση της ζήτησης, ιδίως στη Γερμανία, έχει υψωθεί από πάρα πολλές φωνές οικονομολόγων τε και πολιτικών. Η τυπική κι επαναλαμβανόμενη γερμανική απάντηση όμως είναι ότι το Βερολίνο δεν μπορεί να κάνει υποχωρήσεις ως προς την σκληρά κερδισμένη του ανταγωνιστικότητα και πως το βάρος της προσαρμογής πρέπει να αναληφθεί εξολοκλήρου από το Νότο ώστε να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα της Ευρώπης σαν σύνολο.
Τέλος, ενδεχόμενη υποτίμηση του ευρώ θα ήταν το ιδεώδες σενάριο για το Νότο, καθώς θα ενίσχυε την εξωτερική ανταγωνιστικότητά του απέναντι στην Κίνα και τους άλλους εμπορικούς εταίρους με τα εθνικά νομίσματα – όπου έγκειται η αδυναμία του. Μόνο που το σενάριο αυτό δεν φαίνεται πιθανό. Σε έναν κόσμο όπου η Κίνα έχει διπλό νόμισμα προκειμένου να διατηρεί υπό τον έλεγχό της και χαμηλά την ισοτιμία της, όπου η Ελβετία δεν επιτρέπει ενίσχυση της ισοτιμίας του φράγκου έναντι του ευρώ πέρα από το 1.20, όπου οι ΗΠΑ έχουν κόψει τόνους δολαρίων μετά την κρίση για να στηρίξουν την οικονομία τους κι όπου, από την άνοιξη του 2013, και η Ιαπωνία προωθεί επεκτατικές πολιτικές συμπιέζοντας το γεν, η ΕΚΤ έχει απομείνει ως η μόνη μεγάλη κεντρική τράπεζα που μεριμνά πρωτίστως για τη σταθερότητα του νομίσματος. Υπό αυτές τις συνθήκες τυχόν ανατίμηση του ευρώ δείχνει πιθανότερη από την υποτίμησή του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου