5. Η υπερχρέωση του ευρωπαϊκού Νότου στο Βορρά οφείλεται στον υπερδανεισμό του ιδιωτικού τομέα και όχι του δημοσίου, ενώ κινητήριος μοχλός του στάθηκε η μεγάλη επέκταση της στεγαστικής πίστης. Οι κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης (του Μάαστριχ) προέβλεπαν αυστηρούς κανόνες ελλείμματος (3%) και χρέους (60%) για το δημόσιο. Αντίθετα, για τον ιδιωτικό τομέα (τράπεζες, επιχειρήσεις, νοικοκυριά), προβλεπόταν η μέγιστη δυνατή απελευθέρωση της πίστωσης. Οι επιλογές αυτές αντανακλούσαν τη θεμελιώδη αρχή του νεοφιλελευθερισμού που πρεσβεύει ότι όλες οι στρεβλώσεις προέρχονται από τα κράτη, ενώ ο ιδιωτικός τομέας, αν αφεθεί ελεύθερος, κατανέμει σωστά κεφάλαια και πόρους και επιτυγχάνει τη μέγιστη δυνατή ανάπτυξη προς γενικό όφελος. Κι όμως… Όπως διαπιστώνει η ομάδα των οικονομολόγων του ΔΝΤ, η υπερχρέωση του Νότου προς το Βορρά δεν προήλθε από το δημόσιο τομέα αλλά από την έκρηξη του ιδιωτικού δανεισμού – και αυτό ισχύει ακόμη και για την “δημοσιονομικά άσωτη” Ελλάδα. Τα δημόσια χρέη των κρατών του Νότου σαν ποσοστό του ΑΕΠ δεν μεταβλήθηκαν σημαντικά από το 2001, έτος εισαγωγής του ευρώ, ως το 2008, έτος της παγκόσμιας κρίσης. Αντίθετα, τα ιδιωτικά τους χρέη, πάντα ως ποσοστό του ΑΕΠ, αυξήθηκαν δραματικά. Έτσι τα κρατικά ομόλογα του Νότου πέρασαν σταδιακά από τα χέρια των τραπεζών και των νοικοκυριών του Νότου όπου βρίσκονταν το 2001 στις τράπεζες του Βορρά.
Συγκεκριμένα η μελέτη διαπιστώνει ότι τα χρόνια του ευρώ το δημόσιο χρέος αυξήθηκε μόνο στην Ελλάδα κατά 7% του ΑΕΠ, ενώ στην Ιταλία και την Πορτογαλία παρέμεινε σταθερό και στην Ισπανία και την Ιρλανδία μειώθηκε σημαντικά. Αλλά η μεγάλη επιδείνωση των ισολογισμών του ιδιωτικού τομέα ο οποίος υπερδανείστηκε οδήγησε σε τεράστια αύξηση των εξωτερικών ελλειμμάτων και του εξωτερικού χρέους. Ο κινητήριος μοχλός της υπερχρέωσης, ήταν η αύξηση των στεγαστικών δανείων. Το 2001 τα νοικοκυριά του Νότου είχαν καταθέσεις, ομόλογα και μετοχές υψηλής αξίας και ελάχιστο χρέος. Εξαιτίας όμως των πολύ χαμηλών επιτοκίων της ΕΚΤ, – που ήταν αναντίστοιχα με τα υψηλά επίπεδα ανάπτυξης και πληθωρισμού του Νότου – τα νοικοκυριά της Ελλάδας, της Ισπανίας, της Πορτογαλίας βρέθηκαν να δανείζονται με αρνητικά πραγματικά επιτόκια, πήραν πολλά στεγαστικά δάνεια, υπερχρεώθηκαν στις εθνικές τους τράπεζες και μείωσαν τις τοποθετήσεις τους σε καταθέσεις και ομόλογα. Αντίστοιχα οι ελληνικές, ισπανικές, πορτογαλικές και άλλες τράπεζες του Νότου υπερχρεώθηκαν έναντι των τραπεζών του Βορρά που αγόραζαν κρατικά ομόλογα (κυρίως για την Ελλάδα και την Πορτογαλία), τραπεζικά ομόλογα (κυρίως για την Ιρλανδία και την Ισπανία) ή δάνειζαν ευθέως τις τράπεζες του Νότου. Έτσι το δημόσιο χρέος έφυγε από τα ελληνικά, πορτογαλικά, ισπανικά και άλλα χέρια και πέρασε στα χέρια των γερμανικών, γαλλικών, βελγικών κλπ τραπεζών και ασφαλιστικών οργανισμών. Ουσιαστικά οι χώρες του Νότου έχασαν την ιδιοκτησία του χρέους τους και βρέθηκαν με υπερχρεωμένα νοικοκυριά που νόμιζαν ότι διέθεταν ακριβά ακίνητα – ίσα για να ανακαλύψουν ότι με την έλευση της κρίσης οι τιμές των ακινήτων τους θα εισέρχονταν σε ελεύθερη πτώση, ενώ τα χρέη τους θα παρέμεναν στα ψηλά.
Η μόνη χώρα που απέφυγε αυτή την παγίδα ήταν η Ιταλία. Αντίθετα, η χώρα με την μεγαλύτερη απώλεια ιδιοκτησίας του χρέους της ήταν η Ελλάδα. Το 2001, τα ελληνικά νοικοκυριά είχαν καταθέσεις, ομόλογα και μετοχές της τάξης του 131% του ΑΕΠ. Το 2009 πλέον, οι καταθέσεις, μετοχές, ομόλογα που βρίσκονταν στα χέρια των ελληνικών νοικοκυριών είχαν πέσει στο 59% του ΑΕΠ. Επρόκειτο για την πιο δραματική πτώση από όλες τις χώρες του Νότου. Στο ίδιο διάστημα τα χρέη των ελληνικών επιχειρήσεων για επιχειρηματικά δάνεια είχαν ανέλθει από τα 50 δις ευρώ του Ιανουαρίου 2002 σε 120 δις ευρώ τον Ιανουάριο 2009 (πολύ μεγάλη αύξηση 110% αλλά πιο φυσιολογική από των υπόλοιπων κατηγοριών δανείων), των νοικοκυριών για στεγαστικά δάνεια είχαν ανέλθει από τα 18 δις του Ιανουαρίου 2002 ευρώ σε 80 δις (αύξηση 350%) και για πιστωτικές κάρτες από τα 9 δις ευρώ του Ιανουαρίου 2002 σε 38 δις (αύξηση 320%). Έτσι το ελληνικό δημόσιο χρέος από εκεί που το 2001 βρίσκονταν κατά 60% σε ελληνικά χέρια και κατά 40% σε ξένα, το 2009 ανήκε μόνο 15% σε ελληνικά χέρια και κατά 85% σε ξένα. Η κατάληξη ήταν η χρεοκοπία.
Συγκεκριμένα η μελέτη διαπιστώνει ότι τα χρόνια του ευρώ το δημόσιο χρέος αυξήθηκε μόνο στην Ελλάδα κατά 7% του ΑΕΠ, ενώ στην Ιταλία και την Πορτογαλία παρέμεινε σταθερό και στην Ισπανία και την Ιρλανδία μειώθηκε σημαντικά. Αλλά η μεγάλη επιδείνωση των ισολογισμών του ιδιωτικού τομέα ο οποίος υπερδανείστηκε οδήγησε σε τεράστια αύξηση των εξωτερικών ελλειμμάτων και του εξωτερικού χρέους. Ο κινητήριος μοχλός της υπερχρέωσης, ήταν η αύξηση των στεγαστικών δανείων. Το 2001 τα νοικοκυριά του Νότου είχαν καταθέσεις, ομόλογα και μετοχές υψηλής αξίας και ελάχιστο χρέος. Εξαιτίας όμως των πολύ χαμηλών επιτοκίων της ΕΚΤ, – που ήταν αναντίστοιχα με τα υψηλά επίπεδα ανάπτυξης και πληθωρισμού του Νότου – τα νοικοκυριά της Ελλάδας, της Ισπανίας, της Πορτογαλίας βρέθηκαν να δανείζονται με αρνητικά πραγματικά επιτόκια, πήραν πολλά στεγαστικά δάνεια, υπερχρεώθηκαν στις εθνικές τους τράπεζες και μείωσαν τις τοποθετήσεις τους σε καταθέσεις και ομόλογα. Αντίστοιχα οι ελληνικές, ισπανικές, πορτογαλικές και άλλες τράπεζες του Νότου υπερχρεώθηκαν έναντι των τραπεζών του Βορρά που αγόραζαν κρατικά ομόλογα (κυρίως για την Ελλάδα και την Πορτογαλία), τραπεζικά ομόλογα (κυρίως για την Ιρλανδία και την Ισπανία) ή δάνειζαν ευθέως τις τράπεζες του Νότου. Έτσι το δημόσιο χρέος έφυγε από τα ελληνικά, πορτογαλικά, ισπανικά και άλλα χέρια και πέρασε στα χέρια των γερμανικών, γαλλικών, βελγικών κλπ τραπεζών και ασφαλιστικών οργανισμών. Ουσιαστικά οι χώρες του Νότου έχασαν την ιδιοκτησία του χρέους τους και βρέθηκαν με υπερχρεωμένα νοικοκυριά που νόμιζαν ότι διέθεταν ακριβά ακίνητα – ίσα για να ανακαλύψουν ότι με την έλευση της κρίσης οι τιμές των ακινήτων τους θα εισέρχονταν σε ελεύθερη πτώση, ενώ τα χρέη τους θα παρέμεναν στα ψηλά.
Η μόνη χώρα που απέφυγε αυτή την παγίδα ήταν η Ιταλία. Αντίθετα, η χώρα με την μεγαλύτερη απώλεια ιδιοκτησίας του χρέους της ήταν η Ελλάδα. Το 2001, τα ελληνικά νοικοκυριά είχαν καταθέσεις, ομόλογα και μετοχές της τάξης του 131% του ΑΕΠ. Το 2009 πλέον, οι καταθέσεις, μετοχές, ομόλογα που βρίσκονταν στα χέρια των ελληνικών νοικοκυριών είχαν πέσει στο 59% του ΑΕΠ. Επρόκειτο για την πιο δραματική πτώση από όλες τις χώρες του Νότου. Στο ίδιο διάστημα τα χρέη των ελληνικών επιχειρήσεων για επιχειρηματικά δάνεια είχαν ανέλθει από τα 50 δις ευρώ του Ιανουαρίου 2002 σε 120 δις ευρώ τον Ιανουάριο 2009 (πολύ μεγάλη αύξηση 110% αλλά πιο φυσιολογική από των υπόλοιπων κατηγοριών δανείων), των νοικοκυριών για στεγαστικά δάνεια είχαν ανέλθει από τα 18 δις του Ιανουαρίου 2002 ευρώ σε 80 δις (αύξηση 350%) και για πιστωτικές κάρτες από τα 9 δις ευρώ του Ιανουαρίου 2002 σε 38 δις (αύξηση 320%). Έτσι το ελληνικό δημόσιο χρέος από εκεί που το 2001 βρίσκονταν κατά 60% σε ελληνικά χέρια και κατά 40% σε ξένα, το 2009 ανήκε μόνο 15% σε ελληνικά χέρια και κατά 85% σε ξένα. Η κατάληξη ήταν η χρεοκοπία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου