Δημιούργησα αυτό το blog όταν έμεινα άνεργη. Αντιλαμβάνομαι τον εαυτό μου ως άνεργη του/λόγω ευρώ - δηλαδή ως eurounemployed. Γιατί; Τις παραμονές της εισόδου της Ελλάδας στο ευρώ, κυριαρχούσε μια ρητορική περί "ισχυρής Ελλάδας" και συμμετοχής της στον "πυρήνα της Ευρώπης" που θα έφερνε πλούτο - η οποία όμως δεν εξηγούσε πώς θα έρθει ο πλούτος. Τότε δεν έκανα οικονομικά, οπότε ρώτησα σχετικά φίλιες δυνάμεις οικονομικών συντακτών. Μου απάντησαν πως η συμμετοχή σε μια νομισματική ένωση αυξάνει τον συνολικό πλούτο, άρα επωφελούνται όλοι. Έστω, είπα, αλλά από τη στιγμή που ειδικώς η χώρα μας εισάγει όλο και περισσότερα από όσα εξάγει και χάνει διαρκώς παραγωγή, πώς θα ωφεληθεί από την ΟΝΕ; Κι αν αυτό γίνεται συνεχώς, δεν θα μας τελειώσουν κάποτε τα ευρώ; Πήρα μια απάντηση του τύπου "αυτό δεν έχει σημασία στα πλαίσια μιας νομισματικής ένωσης", η οποία δεν με ικανοποίησε. Πολλά χρόνια μετά, μάθαμε όλοι μας βιωματικά πως μια οικονομία με τα χαρακτηριστικά της ελληνικής, με τη συμμετοχή της σε μια νομισματική ένωση όπως η ΟΝΕ, υπερχρεώνεται και καταλήγει σε χρεοκοπία. Κι εγώ έμαθα ότι τα φαινομενικά απλοϊκά ερωτήματα που έθετα το 1999 περιέγραφαν το πρόβλημα του ισοζυγίου πληρωμών, που αποτέλεσε ένα από τα μείζονα προβλήματα του ευρώ, μια από τις βασικότερες αιτίες της κρίσης και το οποίο είχε συζητηθεί εκτεταμένα μεταξύ των οικονομολόγων κατά τη δεκαετία του 1990, όταν μεγάλο μέρος των δεινών που ζούμε σήμερα είχε προβλεφθεί - αλλά οι αλαζόνες πολιτικοί δεν έδιναν σημασία.
Να τι έγραφε ο οικονομολόγος Wynne Godley το 1992: "Τι θα συμβεί αν μια ολόκληρη χώρα – μια εν δυνάμει περιοχή σε μια πλήρως ολοκληρωμένη ένωση – υποστεί διαρθρωτική ύφεση; Όσο αυτή η χώρα αποτελεί ανεξάρτητο κράτος έχει τη δυνατότητα να υποτιμήσει το νόμισμά της. Στη συνέχεια μπορεί να συνεχίσει την οικονομική της δραστηριότητά επιτυχώς με πλήρη απασχόληση αν υποθέσουμε ότι ο κόσμος δεχτεί τις απαραίτητες μειώσεις στα πραγματικά του εισοδήματα. Σε μια οικονομική και νομισματική ένωση όμως, αυτή η δυνατότητα εμφανώς χάνεται και οι προοπτικές της χώρας επιβαρύνονται σοβαρά, εκτός κι αν υπάρξουν σοβαροί ομοσπονδιακοί δημοσιονομικοί διακανονισμοί που θα αναλάβουν να εκπληρώσουν έναν αναδιανεμητικό ρόλο (...). Αν μια χώρα ή μια περιοχή δεν έχει τη δυνατότητα να υποτιμήσει το νόμισμά της και δεν επωφελείται από ένα σύστημα δημοσιονομικών μεταβιβάσεων, δεν υπάρχει τίποτα που να μπορεί να σταματήσει μια διαδικασία σωρευτικής και ακραίας ύφεσης η οποία θα οδηγήσει στο τέλος στη μετανάστευση ως το μόνο εναλλακτικό δρόμο στη φτώχεια ή την πείνα". (Wynne Godley, Maastricht and All That. LRB,Vol 14. Nο 19 1992).

Τρίτη 4 Σεπτεμβρίου 2012

Το ΤΤ απαξιώνεται από την κυβέρνηση σε πλήρη αδιαφάνεια. Στα κάγκελα οι μικρομέτοχοι


Ραγδαίες και άκρως αδιαφανείς είναι οι εξελίξεις που δρομολογούνται αναφορικά με την τύχη του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου. Αργά τη νύχτα της Τετάρτης, 29 Αυγούστου, κατά την παρουσίαση του νομοσχεδίου για την ανακεφαλαιοποίηση του τραπεζικού συστήματος στη Βουλή, ο υπουργός Οικονομικών Γ. Στουρνάρας δήλωσε με κάθε επισημότητα ότι ‘το ΤΤ δεν είναι βιώσιμο’ στέλνοντας την άλλη μέρα τη μετοχή στα τάρταρα  (-30%) και βγάζοντάς την εκτός διαπραγμάτευσης. Οι διαρροές που κυκλοφορούν στην αγορά μας προδίδουν έναν κυβερνητικό σχεδιασμό για τη μεταβίβαση του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου σε κάποια από τις τέσσερις συστημικές τράπεζες με πλήρες σάρωμα των χιλιάδων μικρομετόχων που στήριζαν την καλύτερη έως πρότινος τράπεζα της Ελλάδας, οι οποίοι βεβαίως έχουν βρεθεί πια στα κάγκελα.

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά. Στις αρχές αυτής της εβδομάδας έγινε γνωστό ότι η κυβέρνηση σχεδιάζει να προωθήσει άμεσα την πώληση του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου ως δείγμα γραφής στο πεδίο των αποκρατικοποιήσεων προς την τρόικα των δανειστών. Η αντίστροφη μέτρηση για την  ιδιωτικοποίηση του ΤΤ ξεκίνησε την Τρίτη 28 Αυγούστου, όταν ο γ.γ. του υπουργείου Οικονομικών κ. Μέργος ενημέρωσε ξαφνικά τον πρόεδρο του ΤΤ Κλ. Παπαδόπουλο ότι δεν θα δοθεί στο ίδρυμα άλλη παράταση για την ανακοίνωση των οικονομικών αποτελεσμάτων του έτους 2011 πέραν της Παρασκευής 31 Αυγούστου.

Τι σήμαινε αυτό; Ότι το υπουργείο Οικονομικών είχε αποφασίσει να υποχρεώσει το ΤΤ να δημοσιεύσει αρνητικά αποτελέσματα καθώς το ελληνικό δημόσιο ως βασικός μέτοχος δεν είχε ξεκαθαρίσει το θέμα της ανακεφαλαιοποίησης του – σε αντίθεση με τις τέσσερις άλλες ιδιωτικές λεγόμενες συστημικές τράπεζες ΕΤΕ, Alpha Bank, Eurobank και Πειραιώς οι οποίες δημοσίευσαν αποτελέσματα μόνο αφού εξασφάλισαν ότι θα συμπεριλάμβαναν  προκαταβολικά στον ισολογισμό τους τα κεφάλαια που θα έπαιρναν από το πρώτο πακέτο του ΤΧΣ ύψους 18 δις ευρώ συν ένα φορολογικό μπόνους που μειώνει τις ζημιές από το PSI ώστε να εμφανίζουν θετικά ίδια κεφάλαια. Τι σημαίνουν λοιπόν όλα αυτά; Ότι  η κυβέρνηση επέλεξε ως ‘λύση’ για το ΤΤ να το βάλει να δημοσιεύσει ισολογισμό με ζημιές ύψους 3.5 δις ευρώ και αρνητικά ίδια κεφάλαια – αποκλειστικά λόγω των διαγραφών του  PSI – γνωρίζοντας πολύ καλά ότι με μια τέτοια κίνηση η μετοχή θα κατέρρεε, θα αποσυρόταν από το ταμπλό, το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο θα απαξιωνόταν και δεν θα μπορούσε πια να ανακεφαλαιοποιηθεί ή να πουληθεί, θα έσπαγε υποχρεωτικά σε καλή και κακή τράπεζα, με αποτέλεσμα οι μέτοχοι να χάσουν τις περιουσίες τους.

Την ίδια μέρα, την Τρίτη, εμφανίστηκαν και οι πρώτες διαρροές που προμήνυαν σπάσιμο του ΤΤ σε καλή και κακή τράπεζα, καθώς τα στελέχη του υπουργείου Οικονομικών που συνομιλούσαν με δημοσιογράφους τους έλεγαν μεν ότι η κυβέρνηση σε συνεργασία με την τρόικα θα δει όλα τα πιθανά σενάρια, ανακεφαλαιοποίση, πώληση ή σπάσιμο σε καλή και κακή τράπεζα, αλλά πως το πιθανότερο εξ αυτών ήταν η προκήρυξη διαγωνισμού για την πώληση του καλού κομματιού του ΤΤ σε μια από τις τέσσερις συστημικές τράπεζες.

Το δεύτερο βήμα έγινε το βράδυ της Τετάρτης στη Βουλή, όπου κατά την παρουσίαση του νομοσχεδίου για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών ο Υπουργός Οικονομικών Γ. Στουρνάρας δήλωσε ότι ‘η Τράπεζα της Ελλάδας και το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας κρίνουν το ΤΤ μη βιώσιμο’. Ο καυγάς που ακολούθησε μεταξύ του κ. Στουρνάρα και του Παν. Λαφαζάνη ήταν οξύς και ουσιαστικός. Ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ επιτέθηκε κατά του ΥΠΟΙΚ, υποστηρίζοντας πως συνειδητά απαξιώνει με τις δηλώσεις του το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο, με αναμενόμενες συνέπειες την κατάρρευση της μετοχής του και την έξοδό του από το Χρηματιστήριο και σωστά τόνισε ότι το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο είναι πιο βιώσιμο από τις άλλες τράπεζες. "Αφού κουρέψατε τα ομόλογα του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου, θέλετε να δημοσιοποιήσετε την αρνητική του θέση; Γιατί το κάνετε αυτό;" ρώτησε τον υπουργό ο Π. Λαφαζάνης και του ζήτησε επιτακτικά να ανακαλέσει την απόφασή του.  "Το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο είναι βιώσιμο. Περισσότερο από άλλες τράπεζες. Ανακεφαλαιοποιήστε το. Θα καταρρεύσει η μετοχή του με αυτά που κάνετε. Θα βγάλετε το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο εκτός χρηματιστηρίου και δεν θα μπορέσει να επανακεφαλαιοποιηθεί", είπε. Κι αμέσως μετά ο Π. Λαφαζάνης έθιξε το ακόμη πιο ακανδώθες θέμα της αδιαφάνειας περί την πραγματική θέση και τις ζημιές των ελληνικών τραπεζών, αφού τα αποτελέσματα των εκθέσεων της Blackrock έχουν παραμείνει επτασφράγιστο μυστικό. «Χαρακτηρίζετε το ΤΤ μη βιώσιμο, ενώ αποκλείετε τη Βουλή από τις εκθέσεις βιωσιμότητας. Η Τράπεζα της Ελλάδος αρνείται να δώσει τα στοιχεία αυτά στη Βουλή κάνοντας λόγο για επαγγελματικό απόρρητο», κατήγγειλε ο Π. Λαφαζάνης. «Έχετε δει εσείς τις εκθέσεις αυτές, ή απλώς μεταφέρετε στη Βουλή τις εκτιμήσεις;» ρώτησε με τη σειρά του ο Ν. Μαριάς από τους Ανεξάρτητους  Έλληνες. «Δεν τις έχω δει γιατί ο νόμος δεν μου το επιτρέπει. Αρμόδια κατά το νόμο είναι η εποπτική αρχή και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα»,  απάντησε ο Γ. Στουρνάρας.

Κι όταν βεβαίως ξημέρωσε η μέρα χτες κι άνοιξε το Χρηματιστήριο, ω του θαύματος!, η μετοχή του ΤΤ άρχισε όπως ήταν λογικό να καταρρέει, πέφτοντας ως το 30%  μέχρι που ξύπνησε  επιτέλους η Επιτροπή  Κεφαλαιαγοράς κι ανέστειλε τη διαπραγμάτευση. Αργότερα, μέσα στη μέρα, πολλαπλασιάζονταν οι διαρροές που πρόδιδαν πως οι αποφάσεις έχουν ληφθεί, εξ ου και οι αντίστοιχες αδιαφανείς μεθοδεύσεις: επειδή προφανώς οι τέσσερις συστημικές τράπεζες δεν έχουν λεφτά για να κεφαλαιοποιήσουν το ΤΤ, θα πάει για σπάσιμο σε καλή και κακή τράπεζα  με σάρωμα των μικρομετόχων του προκειμένου όποια τράπεζα το πάρει να μη χρειαστεί αύξηση κεφαλαίου.  
Αυτά τα αδιαφανή και άσχημα πράγματα συνέβησαν χτες. Κι επειδή ό,τι κι αν ισχυρίζεται ο σημερινός ΥΠΟΙΚ εμείς έχουμε μνήμη, να πούμε ότι:  

• Το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο εισήλθε στο Χρηματιστήριο το 2006 με τις καλύτερες προοπτικές και την αξία της μετοχής στα 10 ευρώ. Τον Φεβρουάριο του 2007, η μετοχή άγγιξε τα 17.5 ευρώ και δεκάδες χιλιάδες μικρομέτοχοι εμπιστεύθηκαν τις οικονομίες τους στην τράπεζα αγοράζοντας τις μετοχές της. Τον τελευταίο καιρό η μετοχή του ΤΤ διαπραγματεύονταν στη ζώνη 0,25 έως 0,60 ευρώ, σήμερα το πρωί έπεσε στα 0,17 ευρώ και το μεσημέρι τέθηκε σε αναστολή.

• Το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο μέχρι πολύ πρόσφατα θεωρούνταν και ήταν η καλύτερη τράπεζα της αγοράς.  Είχε δείκτη χορηγήσεων προς καταθέσεις 65 % ενώ οι άλλες τράπεζες είχαν άνω του 100 %, υγιείς καταθέσεις με μεγάλη διασπορά συνολικά 11 δις και καθυστερημένα δάνεια περίπου 3% τη στιγμή που τα κόκκινα δάνεια του υπόλοιπου τραπεζικού συστήματος ήταν στο 20%. Συν τοις άλλοις, στα τεστ αντοχής του 2010, το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο είχε τον καλύτερο δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας.

• Το ΤΤ είχε το 35% του ενεργητικού του σε ελληνικά ομόλογα αλλά η διοίκηση Φιλιππίδη είχε αγοράσει CDs προκειμένου να προστατέψει τους μετόχους της από τυχόν απώλειες, πλην όμως η κυβέρνηση την υποχρέωσε να τα πουλήσει. Ποιος θα δώσει λόγο γι’αυτό στους χιλιάδες μικρομετόχους του ΤΤ που θα χάσουν τα λεφτά τους; Ποιος θα δώσει λόγο για τη δεύτερη – μετά το κούρεμα των φυσικών προσώπων του PSI – κλοπή του ελληνικού κράτους σε βάρος μιας μερίδας πολίτων του που εμπιστεύτηκαν το δημόσιο και τις δημόσιες εταιρίες;  Έχουν καταλάβει αυτές οι κυβερνήσεις ότι σαρώνουν τα όποια ψήγματα εμπιστοσύνης των πολιτών τους τούς έχουν απομείνει;

Ζάπινγκ στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες

Τετάρτη 29 Αυγούστου 2012: άλλη μια μέρα χτες με το δραματικό σήριαλ της Ευρωζώνης σε πλήρη εξέλιξη και να τι θα βλέπαμε αν πηδάγαμε από πρωτεύουσα σε πρωτεύουσα.

Αθήνα: όλοι περίμεναν χτες τις ανακοινώσεις της πολυαναμενόμενης σύσκεψης των πολιτικών αρχηγών, που υποτίθεται ότι θα οριστικοποιούσε το πακέτο δημοσιονομικών περικοπών 11.5 δις ευρώ που προβλέπει για φέτος το δεύτερο μνημόνιο. Σαμαράς, Βενιζέλος και Κουβέλης συναντήθηκαν πράγματι με τον υπουργό Οικονομικών Γ. Στουρνάρα, τα είπαν για δυο ολόκληρες ώρες αλλά βγήκαν έξω λέγοντας καθένας τους κάτι διαφορετικό. Ο ΥΠΟΙΚ Γιάννης Στουρνάρας μας είπε ότι το πακέτο έχει κλείσει, τα βασικά μέτρα έχουν οριστικοποιηθεί και μένουν ανοιχτά μόνο κάποια ‘ελάσσονα ζητήματα’, όπως τα αποκάλεσε – για να παραδεχτεί βεβαίως αργότερα ότι τα ‘ελάσσονα’ δεν ήταν καθόλου ‘ελάσσονα’ αφού παραμένει ορθάνοιχτο το μείζον ζήτημα των περικοπών στα ειδικά μισθολόγια (διπλωματών, δικαστών, ενστόλων, αρχιερέων, γιατρών του ΕΣΥ και πανεπιστημιακών). Ο Βενιζέλος πάλι μας είπε ότι οι πολιτικοί αρχηγοί δεν μπήκαν στις λεπτομέρειες του πακέτου και ότι χρειάζεται εξειδίκευση των μέτρων – άρα, δεν έχει γίνει μέχρι στιγμής εξειδίκευση; Και ο Φώτης Κουβέλης δήλωσε ότι η προσπάθεια να εξευρεθούν τα 11,5 δις ευρώ συνεχίζεται, πρόσθεσε όμως ότι ο ίδιος έχει θέσει κόκκινες γραμμές σε ό,τι αφορά τις οριζόντιες περικοπές ώστε να μην έχουμε ‘περαιτέρω μάτωμα της ελληνικής κοινωνίας’ – τώρα μάλιστα… Ο ίδιος ο πρωθυπουργός Α. Σαμαράς, από την πλευρά του, εξέφρασε δια ‘συνεργατών’ την κατανόησή του για τις δυσκολίες των κυβερνητικών εταίρων και για τη θέση τους έναντι των ψηφοφόρων τους αλλά και την πεποίθησή του ότι θα υπάρξει συμφωνία γιατί η προσπάθεια έχει ‘εθνικά χαρακτηριστικά’, όπως είπε, και είναι πάνω από κόμματα.
 Α ναι, στην Αθήνα  είχαμε κι εκείνη την απίστευτη διαρροή του Υπουργείου Οικονομικών περί επιβολής ενός νέου φόρου, του λεγόμενου τέλους ακινησίας ΙΧ στις εκατοντάδες χιλιάδες των ιδιοκτητών αυτοκινήτων που έχουν καταθέσει πινακίδες επειδή δεν είχαν να πληρώσουν τα τέλη κυκλοφορίας!… Ειπώθηκε μάλιστα ότι αυτό το νέο τέλος σκέφτονται να είναι στο μισό των τελών κυκλοφορίας!… Κι ο κόσμος τρελάθηκε!..  Τι καταπληκτική ιδέα, είπαμε όλοι, αντάξια της επιβολής του χαρατσιού της ΔΕΗ αδιακρίτως επί φτωχών και πλουσίων και των τεκμηρίων κατοικίας ακόμη και επί των μη επιδοτούμενων ανέργων. Το βράδυ βέβαια το διέψευσαν… Καλά…

Μαδρίτη: το προχτεσινό αίτημα διάσωσης της Καταλονίας πέρασε στα πρωτοσέλιδα του χθεσινού ισπανικού Τύπου, μαζί με τα νέα αρνητικότερα των προηγούμενων νούμερα για την οικονομία που έδωσε στη δημοσιότητα η στατιστική υπηρεσία διαπιστώνοντας ύφεση 1.3% στο δεύτερο τρίμηνο. Καημένη Ισπανία, ακολουθείς την τύχη της Ελλάδας με μεγάλα βήματα, αναφωνήσαμε εμείς από την Αθήνα βλέποντας τα νούμερα για την φυγή των καταθέσεων από τις ισπανικές τράπεζες που βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη. Σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσε χτες στη δημοσιότητα η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, οι καταθέσεις των ισπανικών τραπεζών μειώθηκαν το μήνα Ιούλιο σε 1.51 τρις ευρώ: η φυγή κεφαλαίων ήταν συγκεκριμένα της τάξης των 75 δις ευρώ, ή 4.7% διαρροή έναντι του μηνός Ιουνίου.
 «Η Καταλονία έχει πρόβλημα ρευστότητας, δεν μπορεί να διαχειριστεί τις λήξεις του χρέους της κι αυτό είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε όλοι μας σε αυτή τη χώρα», δήλωσε ο Ισπανός πρωθυπουργός Μαριάνο Ραχόι. Η Μαδρίτη θα χρηματοδοτήσει βεβαίως την Καταλονία από το ειδικό ταμείο ρευστότητας για τη στήριξη των περιφερειών της – με χρήματα που θα περάσουν άραγε στο ισπανικό δημόσιο χρέος; Αυτό η κυβέρνηση Ραχόι το αφήνει θεληματικά ασαφές – ζητώντας της να λάβει κι άλλα μέτρα λιτότητας. Παράλληλα, όμως φαίνεται ότι ο συντηρητικός Ισπανός πρωθυπουργός θα επιχειρήσει να εκμεταλλευτεί την ανάγκη της Καταλονίας για διάσωση προκειμένου να περιορίσει την πολιτική και οικονομική της αυτονομία.

Βερολίνο: η Γερμανίδα καγκελάριος Αγγέλα Μέρκελ συνάντησε χτες τον τεχνοκράτη Ιταλό πρωθυπουργό Μάριο Μόντι. Μετά βγήκαν οι δυο τους σε κοινή συνέντευξη Τύπου και μας είπαν μια από τα ίδια παραμύθια: ότι η Ευρωζώνη κάνει πρόοδο στην αντιμετώπιση της κρίσης, ότι τα σκληρά μέτρα λιτότητας και μεταρρυθμίσεων που επιβάλλονται στο Νότο αρχίζουν να δίνουν θετικά αποτελέσματα, ότι είναι πεπεισμένοι πως ο δρόμος της λιτότητας και των μεταρρυθμίσεων είναι ο σωστός, ότι με όλα αυτά θα ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα  της Ευρώπης σαν συνόλου και όλα αυτά τέλος πάντων τα γνωστά που ποσώς ενδιαφέρουν τους ανέργους ή τους δανεισμένους επιχειρηματίες της Ιταλίας οι οποίοι με την κρίση είδαν τη ζωή τους να τινάζεται στον αέρα. Η χθεσινή συνάντηση Μέρκελ-Μόντι ήταν στα πρότυπα των συναντήσεων Μέρκελ-Ολάντ και Μέρκελ-Σαμαρά, δηλαδή δεν είχε είδηση ούτε νέες ανακοινώσεις, άρα μάλλον εντάσσεται σε έναν γύρο ‘διπλωματίας της κρίσης’ που βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη στη γερμανική πρωτεύουσα με στόχο να εμπνεύσει αυτοπεποίθηση στην Ευρώπη και εμπιστοσύνη στις αγορές. Εν αναμονή βεβαίως της κρίσιμης απόφασης του γερμανικού συνταγματικού δικαστηρίου για τη νομιμότητα των ευρωπαϊκών μηχανισμών διάσωσης στις 12 Σεπτεμβρίου αλλά και του πρώτου συμβουλίου της ΕΚΤ στις 6 Σεπτεμβρίου, όπου αναμένεται πως ο Μάριο Ντράγκι θα κάνει τις πολυαναμενόμενες ανακοινώσεις του για τα σχέδια της ΕΚΤ ως προς τον έλεγχο του κόστους δανεισμού της Ισπανίας και της Ιταλίας.

Φραγκφούρτη: χτες ο Μάριο Ντράγκι έκανε κάτι σχετικά ασυνήθιστο για πρόεδρο της ΕΚΤ. Έγραψε ένα σχόλιο στη γερμανική εφημερίδα Ντι Τσάιτ, με το οποίο κάρφωσε εμμέσως πλην σαφώς το μεγάλο αφεντικό της Budesbank Γιενς Βάιντμαν κατηγορώντας τον για αντιευρωπαϊκή συμπεριφορά.Η ΕΚΤ «πάντα θα ενεργεί στο πλαίσιο της εντολής της», σημείωσε χαρακτηριστικά στο σχόλιό του ο Μάριο Ντράγκι. «Παρά ταύτα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η εκπλήρωση της εντολής μας  απαιτεί μερικές φορές από μας να πηγαίνουμε πέρα από τα τυπικά νομισματικά εργαλεία. Η ΕΚΤ δεν είναι πολιτικός θεσμός. Αλλά είναι δεσμευμένη στις ευθύνες της ως θεσμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ως τέτοιος, δεν θα εγκαταλείψουμε ποτέ την αποστολή μας να εγγυηθούμε ένα σταθερό και ισχυρό νόμισμα. Τα τραπεζογραμμάτια που εκδίδουμε φέρουν την ευρωπαϊκή σημαία και είναι ένα ισχυρό σύμβολο της ευρωπαϊκής ταυτότητας». Με τον τρόπο αυτό ο πρόεδρος της ΕΚΤ απαντούσε με έναν ασυνήθιστα επίσημο τρόπο σε  συνέντευξη του Βάιντμαν στο περιοδικό Der Spiegel της 26ης Αυγούστου, στην οποία ο πρόεδρος της γερμανικής κεντρικής τράπεζας δήλωνε αντίθετος στις αγορές ομολόγων της ΕΚΤ επειδή, είπε, αυξάνουν την εξάρτηση των κρατών από την κεντρική τράπεζα και δεν λύνουν την κρίση χρέους της Ευρωζώνης. Τουτέστιν η διαμάχη Ντράγκι-Βάιντμαν σχετικά με το δέον γενέσθαι για τη στήριξη της Ισπανίας και της Ιταλίας από την ΕΚΤ κλιμακώνεται εν όψει του διοικητικού συμβουλίου της κεντρικής τράπεζας της 6ης Σεπτεμβρίου και περιμένουμε με ενδιαφέρον να δούμε αν και πώς θα ξεσπάσει…


Τα σαθρά ποδάρια της ευρωπαϊκής συζήτησης περί ανταγωνιστικότητας

Την Παρασκευή 24 Αυγούστου ο υπουργός Εργασίας Γιάννης Βρούτσης έστειλε επιστολή προς τις ενώσεις εργαζομένων και εργοδοτών ζητώντας τους να συνεχίσουν το διάλογο για τις εργασιακές σχέσεις και τους μισθούς. Οι πληροφορίες μας αναφέρουν ότι παρά τη δραματική μείωση του κατώτατου μισθού, τις αλλαγές στις κλαδικές συμβάσεις με την κατάργηση της μετενέργειας και την επέκταση των ευέλικτων μορφών εργασίας, η τρόικα δεν είναι ικανοποιημένη επειδή το μοναδιαίο κόστος εργασίας στην Ελλάδα δεν έχει μειωθεί ακόμη αρκετά ή πάντως όχι τόσο όσο θα ήθελε. Έτσι θα ζητήσει από την κυβέρνηση νέες αλλαγές στην εργατική νομοθεσία, και πιθανότατα ο ορισμός του κατώτατου μισθού να φύγει οριστικά από το πεδίο των συλλογικών διαπραγματεύσεων και να περάσει στις αρμοδιότητες της κυβέρνησης. 

Η συνταγή της τρόικας για τους μισθούς
και τα εργατικά


Η συνταγή μείωσης των μισθών δια μέσου μιας εκ θεμελίων αλλαγής της εργατικής νομοθεσίας δεν αφορά μόνο την Ελλάδα αλλά αποτελεί τη συνταγή για όλες τις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου. Ο στόχος της παρέμβασης είναι να σπάσει το παραδοσιακό σύστημα των συλλογικών διαπραγματεύσεων σε κεντρικό επίπεδο, δηλαδή μεταξύ εργοδοτικών ενώσεων και συνδικάτων και ο κατώτατος μισθός να ορίζεται νομοθετικά από το κράτος – δηλαδή από τις κυβερνήσεις που ως χρηματοδοτούμενες από την ευρωπαϊκή τρόικα είναι ευεπίφορες σε εκβιασμούς – ενώ αντίθετα οι συλλογικές διαπραγματεύσεις να κατατεμαχιστούν σε πολλά μικρά κομμάτια: οι μισθοί του ιδιωτικού τομέα να ρυθμίζονται στο επίπεδο της κάθε εταιρείας χωριστά και όχι σε κλαδικό επίπεδο προκειμένου οι επιχειρηματίες να μην έχουν να αντιμετωπίσουν ισχυρά συνδικάτα. Υποτίθεται ότι με όλα αυτά θα λυθεί η κρίση μέσα από την εξής διαδικασία: αρχικά θα μειωθεί το κόστος εργασίας στο Νότο, έτσι τα προϊόντα του θα γίνουν πιο ανταγωνιστικά, θα αυξηθούν οι εξαγωγές του, θα μειωθούν τα ελλείμματά του και θα αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη των αγορών. 
Το βασικό πρόβλημα της συγκεκριμένης συνταγής που αποκλήθηκε πολιτική ‘εσωτερικής υποτίμησης’ είναι βεβαίως ότι φτωχοποιεί τους λαούς της ευρωπαϊκής περιφέρειας. Κι αυτό γίνεται επειδή – κατά παραβίαση των αρχών της ελεύθερης αγοράς που η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει ως επίσημη ιδεολογία της – η συνταγή καταργεί μονομερώς την ελευθερία των κοινωνικών εταίρων στο πεδίο των αγορών απασχόλησης προάγοντας την παρέμβαση του κράτους, αφήνει όμως στο απυρόβλητο την ελευθερία στο επίπεδο των αγορών προϊόντων.  Το αποτέλεσμα είναι να μειώνονται μόνο οι μισθοί των εργαζομένων στο Νότο, αλλά οι τιμές αντίστροφα να αυξάνονται – λόγω της αύξησης των φορολογικών βαρών, της αύξησης του κόστους δανεισμού, των εισαγωγών προϊόντων από άλλες χώρες που δεν έχουν πιεσμένη ζήτηση κλπ. Γι’ αυτό ο κόσμος αντιδρά. Ο κόσμος αντιδρά γιατί βλέπει ότι η ευρωπαϊκή στρατηγική – η συνταγή ‘ανάπτυξη μέσω λιτότητας δια μέσου της ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας’ – δεν έχει αποτελέσματα ή μάλλον έχει αποτελέσματα αλλά αυτά είναι αρνητικά.

Η βασική υπόθεση των ευρωπαϊκών προγραμμάτων…

Για να καταλάβουμε γιατί συμβαίνει αυτό, πρέπει καταρχήν να δούμε ποιο είναι το πρόβλημα το οποίο στοχεύει να αντιμετωπίσει αυτή η πολιτική. Σύμφωνα με την κυρίαρχη ευρωπαϊκή αφήγηση, ο πιο σημαντικός παράγοντας που προκάλεσε την ευρωπαϊκή κρίση ήταν η επιδείνωση της ανταγωνιστικότητας των κρατών του ευρωπαϊκού Νότου σε σχέση με τα κράτη του ευρωπαϊκού Βορρά: κατά την δεκαετία του ευρώ, μας λέει η επίσημη άποψη, οι μισθοί των εργαζομένων στα κράτη του ευρωπαϊκού Νότου αυξήθηκαν πολύ ταχύτερα από την παραγωγικότητα, αυτό μείωσε την ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής περιφέρειας κι έτσι οι εξαγωγές των χωρών αυτών έγιναν μη ανταγωνιστικές. Για όποιον δέχεται αυτή την άποψη, η σωστή πολιτική συνταγή είναι η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των κρατών της ευρωπαϊκής περιφέρειας προκειμένου να ξανακερδίσουν τα χαμένα μερίδια αγοράς τους, πράγμα που με τη σειρά του μπορεί να επιτευχθεί μέσω της ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας των τιμών. Αυτό παραδοσιακά γινόταν μέσω της υποτίμησης του νομίσματος, από τη στιγμή όμως που τα κράτη της Ευρωζώνης δεν μπορούν να υποτιμήσουν το νόμισμά τους, προκύπτει ότι η ‘σωστή’ πολιτική είναι η αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας μέσω της εσωτερικής υποτίμησης, και πρωτίστως μέσω της μείωσης των μισθών των εργαζομένων. Κι επειδή, σύμφωνα με την ίδια άποψη, η αύξηση των μισθών της ευρωπαϊκής περιφέρειας οφείλονταν στα ισχυρά συνδικάτα, έπεται ότι η λύση για τους Ευρωπαίους τεχνοκράτες είναι να σπάσουν τις συλλογικές διαπραγματεύσεις και να βάλουν τι κυβερνήσεις να νομοθετήσουν ό,τι ρυθμίσεις χρειάζονται προκειμένου να πέσει το κόστος εργασίας.

… δεν ευσταθεί

Μόνο που όσο περνάει ο καιρός, τόσο πληθαίνουν οι οικονομικές μελέτες που δείχνουν ότι η άποψη αυτή είναι εν τέλει αθεμελίωτη και ότι η ίδια η βασική υπόθεση της ευρωπαϊκής πολιτικής των παρεμβάσεων στις αγορές απασχόλησης του ευρωπαϊκού Νότου, δηλαδή η εξήγηση της κρίσης ως οφειλόμενης στην μείωση της ανταγωνιστικότητας των κρατών του Νότου έναντι του Βορρά δεν ευσταθεί και πολύ περισσότερο δεν οφείλεται στη δράση των  ισχυρών συνδικάτων.
Μια τέτοια μελέτη που είδαμε πρόσφατα στο VoxEU.org ήταν η μελέτη των οικονομολόγων της Τράπεζας της Γαλλίας Guillaume Gaulier, Vincent Vicard και της οικονομολόγου της Παγκόσμιας Τράπεζας Daria Taglioni, που επισημαίνει ότι κατά τη δεκαετία του ευρώ με μοναδική εξαίρεση τη Γαλλία, καμία χώρα της Ευρωζώνης δεν έχασε εξαγωγές, αντιθέτως όλες είχαν περίπου την ίδια αύξηση εξαγωγών, τόσο εκείνες με υψηλό μοναδιαίο κόστος εργασίας όπως η Ελλάδα, η Ιρλανδία, η Ισπανία και η Πορτογαλία όσο με χαμηλό όπως η Γερμανία, η Αυστρία και η Φιλανδία. Οι τρεις οικονομολόγοι τονίζουν ότι όντως στα χρόνια του ευρώ υπήρξε για τις χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας σημαντική σχέση ανάμεσα στην αύξηση του κόστους εργασίας,  την αύξηση των εισαγωγών και την εμφάνιση ή αύξηση των εμπορικών ελλειμμάτων, αντίθετα όμως από ό,τι λέει η άποψη της τρόικας δεν υπήρξε σχέση ανάμεσα στην αύξηση του κόστους εργασίας και τις εξαγωγές τους – που όπως είπαμε δεν μειώθηκαν – γιατί η μεγάλη άνοδος του κόστους εργασίας συνέβη στους κλάδους των μη εμπορεύσιμων αγαθών – δηλαδή σε ό,τι δεν εξάγονταν. 

Ο ρόλος των ευρωπαϊκών διευρύνσεων
Άλλη μια ενδιαφέρουσα μελέτη που καταρρίπτει τον ίδιο μύθο είναι η δουλειά των Thomas Grennes και Andris Stradzs με τον ωραίο τίτλο ‘Ο Ελέφαντας στο Δωμάτιο της Ευρωπαϊκής Συζήτησης για την Ανταγωνιστικότητα’ που βρήκαμε στο Economonitor. Μελετώντας τις μεταβολές του μεριδίου εξαγωγών των ευρωπαϊκών κρατών σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατά τη δεκαετία του 2000, οι δύο ερευνητές καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι  η απώλεια της ανταγωνιστικότητας των οικονομιών του ευρωπαϊκού Νότου προς όφελος της υπερανταγωνιστικής Γερμανίας είναι όντως μύθος και ότι αυτό που στην πραγματικότητα συνέβη την περασμένη 10ετία στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ότι άλλαξαν τα μερίδια αγοράς εξαγωγών των κρατών λόγω των δύο διαδοχικών διευρύνσεων της Ένωσης με νέα μέλη από την Ανατολική Ευρώπη το 2004 και το 2007. Τα νέα κράτη μέλη που είχαν χαμηλότερους μισθούς και κόστη παραγωγής – ορισμένα εκ των οποίων ούτε καν είχαν συνδέσει το νόμισμά τους με το ευρώ – επωφελήθηκαν από τη σταδιακή φιλελευθεροποίηση του εμπορίου και πήραν μερίδια αγοράς από τα έως τότε μέλη. 
Ένα τρίτο επιχείρημα που έχει γίνει πια κοινός τόπος σε σημείο που να αναπαράγεται πλέον  από τον οικονομικό Τύπο (ο λόγος για το άρθρο του Μάθιου Ντάλτον, στη Wall Street Journal της 13ης Αυγούστου με τίτλο ‘Βοηθά η μεταρρύθμιση των μισθών’) είναι ότι κατά τη δεκαετία του ευρώ οι μισθοί δεν ανέβηκαν μόνο στην ευρωπαϊκή περιφέρεια όπου υπήρχαν ισχυρά συνδικάτα αλλά και σε κάποια κράτη της Βαλτικής και της Ανατολικής Ευρώπης με αδύναμα συνδικάτα και χωρίς καν σύστημα συλλογικών διαπραγματεύσεων. Είναι μάλιστα ενδιαφέρον ότι σε ορισμένες από αυτές τις χώρες οι μισθοί ανέβηκαν πολύ περισσότερο από ό,τι στα κράτη της ευρωπαϊκής περιφέρειας υποδεικνύοντας την ύπαρξη ενός πολύ ευρύτερου φαινομένου, ενός πραγματικού ‘σοκ ζήτησης’.

Από τη γερμανική λιτότητα του 1990
στο ευρωπαϊκό σοκ ζήτησης του 2000


Με δυο λόγια: όλο και περισσότεροι οικονομολόγοι μας λένε σιγά - σιγά ότι όλες οι βασικές υποθέσεις  της τρόικας των δανειστών και των ευρωπαϊκών προγραμμάτων δεν ισχύουν κι ότι τα φαινόμενα της αύξησης των αμοιβών και της λεγόμενης ‘απώλειας  της ανταγωνιστικότητας’ του ευρωπαϊκού Νότου οφείλονται σε μια ευρύτερη δυναμική. Η οποία είναι η εξής: στη δεκαετία του 1990, στη Γερμανία οι εργοδοτικές ενώσεις και τα συνδικάτα είχαν συμφωνήσει σε μια πολιτική συγκράτησης των μισθών  προκειμένου να απορροφηθεί το δημοσιονομικό σοκ της ένωσης των δύο Γερμανιών και να μειωθεί το υψηλό ποσοστό ανεργίας. Στα επόμενα 10 χρόνια η συγκράτηση των μισθών στη Γερμανία συμπίεζε διαρκώς την εγχώρια κατανάλωση. Στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 2000, προστέθηκε η επιπλέον   ανάγκη να απορροφηθεί το σοκ από τη φούσκα ακινήτων που είχε προκύψει στην ανατολική Γερμανία και το 2003 η γερμανική οικονομία πέρασε σε στασιμότητα. Έτσι για πολλά χρόνια η Γερμανία ενίσχυε διαρκώς την ανταγωνιστικότητά της, αύξανε το εμπορικό της πλεόνασμα σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης κι αυτό το πλεόνασμα αναζητούσε επενδυτικές ευκαιρίες.
Επειδή όμως λόγω της πολιτικής συμπίεσης της εγχώριας ζήτησης οι επενδυτικές ευκαιρίες στη γερμανική αγορά ήταν ελάχιστες ενώ η δημιουργία του ευρώ και η ευφορία που τη συνόδευσε καλλιεργούσε την εντύπωση ότι όλα τα κράτη της Ευρωζώνης ή ακόμα και κράτη που είχαν προχωρήσει σε σύνδεση του νομίσματός τους με το ευρώ, ήταν ασφαλή, οι γερμανικές τράπεζες άρχισαν να επενδύουν κεφάλαια σε όλη την Ευρώπη αναζητώντας υψηλότερες αποδόσεις. Τα κεφάλαια αυτά που ήταν όχι μόνο γερμανικά, αλλά και ολλανδικά, αυστριακά, βελγικά – ή και προέρχονταν από χώρες εκτός του ευρώ, για παράδειγμα τη Σουηδία – τροφοδότησαν  πληθωριστική ανάπτυξη στα κράτη της ευρωπαϊκής περιφέρειας και της ανατολικής Ευρώπης, τουλάχιστον στις χώρες εκείνες που είχαν συνδέσει το νόμισμά τους με το ευρώ. Το χρήμα αυτό ως επί το πλείστον κατευθύνθηκε στους κλάδους των μη εμπορεύσιμων αγαθών και πρωτίστως στην κατασκευή κατοικιών, δημιουργώντας ένα σοκ ζήτησης που φούσκωσε  τις τιμές και τις αμοιβές. Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι μεγαλύτερες ή μικρότερες φούσκες ακινήτων αναπτύχθηκαν σε όλες τις χώρες όπου κατευθύνθηκαν τα πλεονάσματα του Βορρά, από τα παράλια της Ισπανίας και τις ιρλανδικές πόλεις, ως την Αττική και τη Ρίγα της Βαλτικής.

Η αδράνεια της ΕΚΤ

Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα μπορούσε να είχε βάλει φρένο σε όλα αυτά αλλά δεν το έκανε γιατί η απουσία ανάπτυξης στη γερμανική οικονομία – που και μόνο λόγω του μεγέθους της βαραίνει πολύ στα συνολικά νούμερα της Ευρωζώνης – κρατούσε τον συνολικό πληθωρισμό  κοντά στο στόχο του 2%. Αν η ΕΚΤ είχε αυξήσει τα επιτόκια εκείνο τον καιρό όπως χρειάζονταν για τα κράτη της ευρωπαϊκής περιφέρειας, θα κινδύνευε να βουλιάξει τη Γερμανία στην ύφεση και αυτό θα θεωρούνταν τρομερή αποτυχία. Κάτι άλλο που θα μπορούσε να έχει βοηθήσει στον έλεγχο των πληθωριστικών πιέσεων στην ευρωπαϊκή περιφέρεια και την ανατολική Ευρώπη ήταν οι κεφαλαιακοί έλεγχοι, αλλά ως γνωστόν η ιδεολογία της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι η ελεύθερη οικονομία, οπότε οι κεφαλαιακοί έλεγχοι απαγορεύονται από τις ευρωπαϊκές συνθήκες. Κι έτσι φτάσαμε στην κρίση…
Και για να καταλήξουμε κάπου: όσο αυξάνουν οι μελέτες για το τι έγινε πραγματικά στην περιφέρεια κατά τη δεκαετία του ευρώ, όλο και πληθαίνουν οι οικονομολόγοι που συνιστούν αλλαγή της ευρωπαϊκής πολιτικής με ανάληψη του βάρους της κρίσης και από τον πλεονασματικό Βορρά. Ας δούμε για παράδειγμα τι προτείνουν οι Guillaume Gaulier, Daria Taglioni, Vincent Vicard: «Η ανάλυσή μας δείχνει ότι οι υπάρχοντες εξαγωγείς από τις χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας είναι αρκετά ανταγωνιστικοί ώστε να απαντήσουν θετικά σε τυχόν αύξηση της εξωτερικής ζήτησης. Κατά συνέπεια βασική πολιτική μέριμνα πρέπει να είναι η αύξηση της ζήτησης για εμπορεύσιμα αγαθά. Και καθώς οι εξαγωγές της ευρωπαϊκής περιφέρειας κατευθύνονται εντός της Ευρώπης, η βιωσιμότητα της εσωτερικής ζήτησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση και η αύξηση της ζήτησης στις πλεονασματικές χώρες είναι τόσο σημαντική όσο η μείωση των εισαγωγών στις χώρες της περιφέρειας και η επέκταση της εξαγωγικής τους βάσης. Ενώ η μεταφορά των εργαζομένων από τις μη παραγωγικές περιοχές της οικονομίας προς τις πιο παραγωγικές μπορεί να βοηθήσει την ενίσχυση της συνολικής παραγωγικότητας, η παράλληλη επιβολή σκληρών μειώσεων των μισθών στις διάφορες χώρες μπορεί να έχει το αρνητικό αποτέλεσμα να κάνει την προσαρμογή μέσω της μείωσης της ζήτησης και των τιμών που ήδη συντελείται πιο οδυνηρή και κοινωνικά αβάσταχτη».

Τι θα έπρεπε να γίνει

Με δυο λόγια αυτό που κυρίως προτείνεται να βοηθήσει επιτέλους λίγο την απορρόφηση των κραδασμών στην ευρωπαϊκή περιφέρεια και η Γερμανία και τα άλλα πλεονασματικά κράτη (αφού ως γνωστόν σε μια ένωση τα πλεονάσματα του ενός είναι τα ελλείμματα του άλλου) αντιστρέφοντας την πολιτική της και μειώνοντας τα πλεονάσματα της – πράγμα που αρνείται ακόμη να κάνει το Βερολίνο – αλλά και να μεταφερθούν εργαζόμενοι και δραστηριότητες προς τους κλάδους των εμπορεύσιμων αγαθών – η γνωστή μας ως ‘παραγωγική ανασυγκρότηση’ που βεβαίως δεν προβλέπεται σε κανένα μνημόνιο και για την οποία όλα τα κόμματα μας λένε ότι όντως την χρειάζεται πολύ η χώρα μας αλλά κανένα δεν καταθέτει μια συγκεκριμένη πολιτική πρόταση για το πώς θα γίνει – και δη υπό τις σημερινές μνημονιακές συνθήκες. Τέλος, συνίσταται να πάψει η συντριπτική συμπίεση των μισθών – ιδίως των ήδη χαμηλών μισθών του ιδιωτικού τομέα – αφού δεν βοηθά ουσιαστικά στην επίλυση της κρίσης ενώ παράλληλα δημιουργεί εκρηκτικές κοινωνικές συνθήκες.
Αυτά λένε οι οικονομολόγοι, τους ακούν όμως οι πολιτικοί; 

Πώς η υποτίμηση του ευρώ βοηθά την Ελλάδα και την ευρωπαϊκή περιφέρεια

Την Παρασκευή 17 Αυγούστου η Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία έδωσε στη δημοσιότητα τα στοιχεία ισοζυγίου πληρωμών μηνός Ιουνίου για τα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σύμφωνα με τη σχετική ανακοίνωση, το εμπορικό ισοζύγιο – εξαγωγές πλην εισαγωγών – παρουσίασε σημαντική βελτίωση φτάνοντας τα 3,7 δις ευρώ το μήνα Ιούνιο. Το νούμερο αυτό σημαίνει   μάλιστα σε ετησιοποιημένη βάση σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης την μετατροπή του – μικρού – εμπορικού ελλείμματος της τάξης των 7.4 δις ευρώ του έτους 2011 σε πλεόνασμα της τάξης των 66,1 δις ευρώ για το έτος 2012.

Η Eurostat έδωσε επίσης αναλυτικά στοιχεία για τις επιμέρους εθνικές οικονομίες και μάλιστα χωριστά σε ό,τι αφορά τις συναλλαγές τους εντός και εκτός Ευρωζώνης. Ιδίως τα στοιχεία για τις μεταβολές στις συναλλαγές εντός Ευρωζώνης θεωρούνται σημαντικά γιατί μπορούν να μας βοηθήσουν να εκτιμήσουμε αν και σε ποιο βαθμό προχωρά η επιδιωκόμενη προσαρμογή των ανισορροπιών μεταξύ των κρατών του πυρήνα και των κρατών της ευρωπαϊκής περιφέρειας που εφαρμόζουν προγράμματα λιτότητας, εσωτερικής υποτίμησης  και μεταρρυθμίσεων με στόχο την αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητάς τους έναντι των οικονομιών του πυρήνα.

Αυτό που δείχνουν λοιπόν τα δημοσιευμένα στοιχεία της Eurostat είναι ότι από τον Ιούνιο του 2011 έως τον Ιούνιο του 2012 έχει πράγματι συντελεστεί κάποια αποκατάσταση των ανισορροπιών εντός της Ευρωζώνης, δηλαδή έχουν αυξηθεί κάπως οι εξαγωγές της ευρωπαϊκής περιφέρειας και έχουν μειωθεί τα πλεονάσματα των κρατών του πυρήνα – αλλά όχι σε αξιοσημείωτο και πάντως όχι στον επιθυμητό βαθμό. Συγκεκριμένα, οι εξαγωγές ως μερίδιο του ΑΕΠ έχουν μειωθεί στη Γερμανία (-0.4%), όχι όμως και στην Ολλανδία η οποία έχει αυξήσει κι άλλο το εμπορικό πλεόνασμά της (κατά 1.2%), το οποίο φτάνει πλέον το 25.1% της ΑΕΠ της. Από τον ευρωπαϊκό Νότο, η Ελλάδα, η Ισπανία  και η Ιταλία έχουν αυξήσει το μερίδιο των εξαγωγών τους κατά 0.9%, 0.1% και 0.4% αντίστοιχα – δηλαδή όχι εντυπωσιακά. Η μόνη χώρα που έχει παρουσιάσει σημαντική βελτίωση της εμπορικού ισοζυγίου της σε ετησιοποιημένη βάση στο πλαίσιο των συναλλαγών της με την Ευρωζώνη, της τάξης του 2.6%, είναι η Πορτογαλία. Αντίθετα, η Γαλλία (-0.4%) και απρόσμενα η Ιρλανδία (-0.3%) έχουν δει επιδείνωση της θέσης τους. Το συμπέρασμα από όλα αυτά τα νούμερα είναι ότι αν και υπάρχει μια μικρή τάση αποκατάστασης των ανισορροπιών εντός της Ευρωζώνης καθώς εφαρμόζονται προς τούτο ειδικά προγράμματα μείωσης του εργασιακού κόστους στην ευρωπαϊκή περιφέρεια, η προσαρμογή είναι πολύ μικρή, δεν έχει την απαιτούμενη δυναμική, ενώ υπάρχουν και λάθος κινήσεις, με την επιδείνωση της θέσης της Γαλλίας και την αύξηση των ολλανδικών πλεονασμάτων. 

Αντίθετα, πολύ πιο θετική είναι η εικόνα των στοιχείων που αφορούν το εμπορικό ισοζύγιο των κρατών μελών του ευρώ με τα κράτη εκτός ευρώ. Εδώ, χάρη στην πραγματική υποτίμηση της συναλλαγματικής ισοτιμίας του ευρώ έναντι ενός καλαθιού εμπορικά σταθμισμένων νομισμάτων, το εμπορικό ισοζύγιο όλων των χωρών της Ευρωζώνης έναντι των κρατών μη μελών του ευρώ εμφανίζει σημαντική βελτίωση το μήνα Ιούνιο – με μοναδική εξαίρεση το ισοζύγιο της Ιρλανδίας που είχε μικρή πτώση. Σε ετησιοποιημένο επίπεδο μάλιστα (Ιούνιος 2011-Ιούνιος 2012), όλες οι χώρες μέλη του ευρώ πλην Ολλανδίας (-2.7%) εμφανίζουν βελτίωση του εμπορικού ισοζυγίου τους ως αναλογία του ΑΕΠ έναντι των κρατών που δεν μετέχουν στο ευρώ. Αξίζει να σημειωθεί μάλιστα ότι τη μεγαλύτερη αναλογικά αύξηση της τάξης του 2.8% είχε η Ελλάδα, με δεύτερη τη Γερμανία με αύξηση 1.4%, τρίτη την Ιταλία με αύξηση 1.3%, ενώ ακολουθούν η Ιρλανδία και η Πορτογαλία με  1%, η Ισπανία με 0.4% και η Γαλλία με 02.%.

Τι μας λένε όλα αυτά; Αφενός η ισχυρή άνοδος των εξαγωγών των κρατών του ευρώ και ιδίως της χώρας μας προς τις χώρες εκτός ευρώ και αφετέρου ο ελάχιστος βαθμός της προσαρμογής που έχει συντελεστεί εντός Ευρωζώνης μας δείχνουν ότι αυτό που στην πραγματικότητα βοηθά τις χώρες μέλη του ευρώ και ιδίως την Ελλάδα είναι η υποτίμηση της πραγματικής ισοτιμίας του ευρώ – η υποτίμηση της ονομαστικής ισοτιμίας του ευρώ έναντι του δολαρίου κατά 12.7% που είχε συντελεστεί ως τα τέλη Ιουνίου και συνεπώς η πτώση των σχετικών επιπέδων τιμών των κρατών εντός ευρώ έναντι των κρατών εκτός ευρώ. Διότι εκεί  οφείλεται η όποια βελτίωση στο εμπορικό της ισοζύγιο είχε κυρίως η Ελλάδα αλλά δευτερευόντως και η Ιταλία, η Ισπανία και η Γαλλία. Αντίθετα, με μόνη την εξαίρεση της Πορτογαλίας που κατάφερε να βελτιώσει το εμπορικό της ισοζύγιο και με τις χώρες του ευρώ, η λιτότητα και η εσωτερική υποτίμηση μέσω της υψηλής ανεργίας και της συμπίεσης των αμοιβών στην περιφέρεια δεν φαίνεται να έχουν αποφέρει μέχρι στιγμής παρά μόνον ύφεση και δυστυχία, ιδίως για τις στρατιές των ανέργων του Νότου που όλο και αυξάνουν.

Τι μπορεί να φέρει η ρήξη του Μάριο Ντράγκι με την ηγεμονική Bundesbank

Όταν ο Μάριο Ντράγκι αναλάμβανε την ηγεσία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας πριν εννιά μήνες, έσπευδε να καλοπιάσει τον πρόεδρο της Bundesbank Γιενς Βάιντμαν. Στην πρώτη του συνέντευξη Τύπου ως προέδρος της ΕΚΤ, στις 3 Νοεμβρίου 2011, με αφορμή την ιταλική του καταγωγή αλλά και διάφορα γερμανικά δημοσιεύματα εκείνων των ημερών σύμφωνα με τα οποία ο προκάτοχός του Ζαν Κλοντ Τρισέ είχε αποκλίνει από τις γερμανικές νομισματικές αρχές, ο νέος πρόεδρος της ΕΚΤ ρωτήθηκε από δημοσιογράφο πώς βλέπει τις νομισματικές αρχές της Bundesbank.  Ο Ντράγκι απάντησε εκφράζοντας τον “μεγάλο θαυμασμό του για την παράδοση της Bundesbank”. «Σε ό,τι αφορά το μέλλον», είπε μετά,  «αφήστε με να κάνω τη δουλειά μου και θα έχουμε κατά διαστήματα ελέγχους ως προς το αν ακολουθούμε αυτή την παράδοση ή αποκλίνουμε απ' αυτήν».

Να όμως που ήρθε η ώρα της μεγάλης ανατροπής. Την περασμένη Πέμπτη ο Μάριο Ντράγκι ανακοίνωσε πως η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα επεξεργάζεται ένα νέο σχέδιο αγοράς ομολόγων, όχι  ‘περιορισμένου μεγέθους’ όπως τα προηγούμενα, αλλά ‘επαρκούς μεγέθους’ ώστε να επιτευχθεί ο στόχος της κεντρικής τράπεζας που είναι η μείωση των ιταλικών και ισπανικών αποδόσεων. Ο πρόεδρος της ΕΚΤ ουσιαστικά εξήγησε ότι οι νέες αγορές ομολόγων της ΕΚΤ στη δευτερογενή θα έλθουν να συμπληρώσουν τις αγορές των ευρωπαϊκών μηχανισμών διάσωσης στην πρωτογενή, οι οποίες θα γίνονται υπό αυστηρούς όρους – ικανοποιώντας τις θέσεις του Βερολίνου και πετώντας με αυτόν τον τρόπο το μπαλάκι στους πολιτικούς. Αλλά στη συνέχεια ο Μάριο Ντράγκι έκανε κάτι που δεν είχε ξαναγίνει στην ιστορία της ΕΚΤ. «Είναι γνωστό ότι ο Γιενς Βάιντμαν και η Bundesbank έχουν επιφυλάξεις για το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων», είπε στους δημοσιογράφους παραβιάζοντας τη άγραφη σύμβαση της κεντρικής τράπεζας να μην αποκαλύπτει πώς ψηφίζουν τα μέλη της. Ο Ντράγκι κατονόμασε δηλαδή τον πρόεδρο της γερμανικής κεντρικής τράπεζας Γιενς Βάιντμαν ως το μοναδικό μέλος του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ που απέρριψε το σχέδιο στήριξης της Ιταλίας και της Ισπανίας. 

Το καινοφανές για τα δεδομένα της ΕΚΤ σχόλιο του Ντράγκι – ας μην ξεχνάμε ότι η κεντρική τράπεζα κρατά απόλυτη μυστικότητα για τα τεκταινόμενα στις συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου της και δεν δημοσιεύει καν τα πρακτικά τους – σήμαινε, μεταξύ των άλλων, ότι ο Γερμανός κεντρικός τραπεζίτης Γιενς Βάιντμαν έχει χάσει την υποστήριξη των παραδοσιακών συμμάχων του στο συμβούλιο της ΕΚΤ, για παράδειγμα της Ολλανδίας, του Λουξεμβούργου και της Φιλανδίας. Αν κρίνουμε όμως από τις ισχυρές αντιδράσεις εντός της Γερμανίας, ο Βάιντμαν έχει την αμέριστη υποστήριξη πολλών Γερμανών τραπεζιτών, μερίδας του γερμανικού Τύπου και της κοινής γνώμης. Έτσι, για παράδειγμα, το θορυβώδες λαϊκιστικό ταμπλόιντ Bild – που είναι η εφημερίδα με τη μεγαλύτερη κυκλοφορία στη Γερμανία – διαμαρτυρήθηκε έντονα για το νέο σχέδιο αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ με πρωτοσέλιδο τίτλο «Όχι άλλα γερμανικά λεφτά για τα χρεοκοπημένα κράτη». Η οικονομική εφημερίδα Handelsblatt έσπευσε να καρφώσει τον Ντράγκι γράφοντας ότι δεν εναντιώθηκε  μόνο ο Γιενς Βάιντμαν στο σχέδιό του για απεριόριστες αγορές ομολόγων αλλά και έξι ακόμη κεντρικοί τραπεζίτες εκ των 23 μελών του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ  οι οποίοι πάντως αργότερα συντάχθηκαν με τον πρόεδρο της κεντρικής τράπεζας. 

Ο ίδιος ο εκπρόσωπος της Bundesbank αρνήθηκε να σχολιάσει τις δηλώσεις Ντράγκι την επομένη των ανακοινώσεων. Την προπερασμένη βδομάδα πάντως, όταν ο πρόεδρος της ΕΚΤ, μιλώντας στο Λονδίνο, είχε για πρώτη φορά δηλώσει ότι η ΕΚΤ εξετάζει αγορές ομολόγων, η Bundesbank είχε εκφράσει την κατηγορηματική αντίθεσή της. Μάλιστα την 1η Αυγούστου, μία μέρα πριν την κρίσιμη συνεδρίαση της ΕΚΤ, ο Γιενς Βάιντμαν είχε κάνει δηλώσεις στον γερμανικό Τύπο λέγοντας χαρακτηριστικά: «Είμαστε η μεγαλύτερη και πιο σημαντική κεντρική τράπεζα του Ευρωσυστήματος και έχουμε μεγαλύτερο λόγο απ’  τις άλλες κεντρικές τράπεζες». Η ανεξαρτησία της ΕΚΤ απαιτεί «αυτό να γίνεται σεβαστό και η τράπεζα να μην ξεπερνά την εντολή της». 

Ακόμη και ορισμένα στελέχη εμπορικών γερμανικών τραπεζών που τους ζητήθηκε από το πρακτορείο Bloomberg να σχολιάσουν τη διαμάχη Ντράγκι-Βάιντμαν εμφανίστηκαν εξοργισμένα με την κίνηση του Μάριο Ντράγκι.  Έφτασαν μάλιστα να αποδώσουν την πτώση των αγορών που ακολούθησε τη συνέντευξη του προέδρου της ΕΚΤ την Πέμπτη όχι στο ότι ο Μάριο Ντράγκι, παρά τη ρητή δήλωση των διαθέσεων της ΕΚΤ να στηρίξει την Ισπανία και την Ιταλία, πέταξε – σωστά – τη μπάλα στους εκλεγμένους Ευρωπαίους ηγέτες αλλά στο ότι αγνόησε τις ενστάσεις του Βάιντμαν.
«Γι’ αυτό απογοητεύτηκαν οι επενδυτές», ήταν πολύ χαρακτηριστικά τα λόγια του Αλεξάντερ Κρούγκερ, επικεφαλής οικονομολόγου της γερμανικής τράπεζας Bankhaus Lampe του Ντίσελντορφ. «Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεν μπορεί να παίρνει τυχαία μέτρα ενάντια στη βούληση της Bundesbank. Η χώρα με τη μεγαλύτερη οικονομία πρέπει να αποτελεί μέρος του οποιουδήποτε πακέτου».  

Πέρα πάντως από τις έξαλλες αντιδράσεις των Γερμανών στις ανακοινώσεις Ντράγκι – μια κορυφαία ένδειξη του γερμανικού ηγεμονισμού θα λέγαμε – ισχύει το ότι η εμφανής απόκλιση ανάμεσα στον Ντράγκι και τον Βάιντμαν προσθέτει αβεβαιότητα στις προσπάθειες της ΕΚΤ να χαλιναγωγήσει την κρίση του ευρώ. Αν και ο Γερμανός κεντρικός τραπεζίτης έχει μόνο μία ψήφο επί συνόλου 23 στο διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ με αποτέλεσμα να μπορούν να περάσουν  αποφάσεις παρά την αντίθεση Βάιντμαν, το βέτο της Bundesbank σαφώς και μετράει. Κι ενώ από τη μια μεριά το πρόγραμμα που εξήγγειλε ο Μάριο Ντράγκι είναι απολύτως απαραίτητο για να αντιμετωπιστεί η ευρωπαϊκή κρίση χρέους στα μέτωπα της Ισπανίας και της Ιταλίας, από την άλλη η διαφαινόμενη απομόνωση της γερμανικής κεντρικής τράπεζας είναι ριψοκίνδυνο παιχνίδι καθώς η Bundesbank ενδέχεται να αντιδράσει αρνητικά υπονομεύοντας την αποτελεσματικότητα των νέων μέτρων και φέρνοντας την Ευρωζώνη ένα βήμα πιο κοντά στη διάρρηξή της.

Στην ουσία ο Γιενς Βάιντμαν πρέπει τώρα να αποφασίσει αν θα συγκατανεύσει στο νέο πρόγραμμα ομολόγων της ΕΚΤ ή αν θα επιμείνει στην άρνησή του. Οι Γερμανοί αξιωματούχοι της κεντρικής τράπεζας έχουν υπάρξει οι πιο θορυβώδεις αντίπαλοι του προγράμματος αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ στα δύο χρόνια που κρατά η κρίση, με το επιχείρημα ότι θολώνει τη γραμμή ανάμεσα στη νομισματική και τη δημοσιονομική πολιτική και περιορίζει τις πιέσεις στα κράτη που οφείλουν να εφαρμόσουν μεταρρυθμίσεις. Το ΔΣ της ΕΚΤ μετρά μέχρι στιγμής δύο παραιτήσεις Γερμανών σε ένδειξη διαμαρτυρίας για αυτό το πρόγραμμα: μία του προκατόχου του Βάιντμαν Άξελ Βέμπερ στην ηγεσία της γερμανικής κεντρικής τράπεζας και δεύτερη του Γερμανού επικεφαλής οικονομολόγου της ΕΚΤ Γιούργκεν Σταρκ. 

Επί του παρόντος είναι αδύνατο να προβλέψει κανείς τι θα κάνει ο Βάιντμαν. Θα δεχτεί  ο κεντρικός τραπεζίτης της ηγεμονικής Γερμανίας που μια μέρα πριν τις κρίσιμες ανακοινώσεις Ντράγκι έκανε επίδειξη ισχύος δηλώνοντας πως αντιπροσωπεύει «τη μεγαλύτερη και πιο σημαντική κεντρική τράπεζα του Ευρωσυστήματος» η οποία «έχει «μεγαλύτερο λόγο απ’ τις άλλες κεντρικές τράπεζες» να αποδεχτεί την απομόνωσή του και να καταθέσει τα όπλα υποκύπτοντας στην πλειοψηφία των υπολοίπων 22 μελών του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ; Ή μήπως θα επαναστατήσει;

Ο Γιενς Βάιντμαν έχει στη διάθεσή του δύο τρόπους (να προσπαθήσει τουλάχιστον) να μπλοκάρει το σχέδιο του Μάριο Ντράγκι. Ο ένας είναι να ασκήσει αρνητική επιρροή δια των Γερμανών ή άλλων αξιωματούχων που ελέγχει ή μπορεί να ελέγξει στις διάφορες ομάδες εργασίες της ΕΚΤ οι οποίες θα πρέπει να επεξεργαστούν μέσα στις επόμενες βδομάδες σχέδια και λεπτομέρειες για την τελική μορφή του νέου προγράμματος αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ – με σκοπό να καθυστερήσει ή και ματαιώσει τις επίσημες αποφάσεις. Ο δεύτερος είναι να αρνηθεί ο ίδιος να εφαρμόσει το σχέδιο του Μάριο Ντράγκι ακόμη κι αν ληφθούν οι επίσημες αποφάσεις. Σύμφωνα με το όρους του προηγούμενου προγράμματος της ΕΚΤ, μετά από κάθε απόφασή της για παρέμβαση στις αγορές, οι εθνικές κεντρικές τράπεζες της Ευρωζώνης αγόραζαν ομόλογα από τις δευτερογενείς αγορές για λογαριασμό της ΕΚΤ, με την Bundesbank, ως μεγαλύτερου μετόχου της, να κάνει τις περισσότερες αγορές. Μέχρι στιγμής, παρά τις επίσημα διατυπωμένες αντιρρήσεις τους κατά του προγράμματος οι Γερμανοί κεντρικοί τραπεζίτες ακολουθούσαν τις εντολές της ΕΚΤ. Μπορεί όμως αυτή τη φορά ο Γιενς Βάιντμαν να αρνηθεί να το κάνει. Κι εκεί πια το ευρώ θα βρεθεί σε ακόμη πιο αχαρτογράφητα νερά.