Τώρα που κατακάθισε η σκόνη από τη “σφαγή της Κύπρου”, τις δηλώσεις Ντάισελμπλουμ και την αρνητική έκπληξη της στοίχισης της Γαλλίας με την ηγεμονική Γερμανία, ας δούμε τρία ερωτήματα που προέκυψαν. Πρώτον, αποτελεί η Κύπρος “ειδική περίπτωση” ή “πρότυπο” για την Ευρωζώνη και γιατί έγινε ό,τι έγινε; Δεύτερον, πώς εξηγείται η μεταστροφή της Γαλλίας; Τρίτον, τι σημαίνουν όλα αυτά για την ελληνική πολιτική σκηνή;
Για να απαντήσουμε την πρώτη ερώτηση πρέπει να μελετήσουμε προσεκτικά την τελική πρόταση ευρωπαϊκής οδηγίας ((http://eur-lex.europa.eu/LexUriServ/LexUriServ.do?uri=COM:2012:0280:FIN:EL:PDF) η οποία περιγράφει τους κανόνες αναδιάρθρωσης των τραπεζών στα πλαίσια της ψευδώνυμης ευρωπαϊκής τραπεζικής ένωσης. Για όσους εξακολουθούν να έχουν ψευδαισθήσεις σχετικά με την Ευρώπη, η οδηγία ορίζει ότι η Ευρώπη δεν θα αποκτήσει ποτέ καμιά τραπεζική ένωση με το πραγματικό νόημα του όρου, δηλαδή πανευρωπαϊκή εγγύηση καταθέσεων από μια κεντρική αρχή π.χ. την ΕΚΤ, όπως έχουν οι ΗΠΑ, που θα μπορεί να διασφαλίζει τη σταθερότητα του συστήματος. Στη διεθνούς πρωτοτυπίας και καθαρά γερμανικής έμπνευσης τραπεζική ένωση της Ευρώπης, προβλέπεται ότι οι ευρωπαϊκές τράπεζες θα διασώζονται με ίδια μέσα (bail-in), δηλαδή με κάψιμο (“κούρεμα”) των μετόχων, των ομολογιούχων και μη εγγυημένων καταθέσεων (το όριο εγγύησης ήταν 20.000 ως το 2008, πήγε στις 100.000 όταν άρχισε η κρίση αλλά πιθανόν να μειωθεί ή να εφαρμοστεί μειωμένο όριο σε κάποιες χώρες). Καλά τα είπε δηλαδή ο Γ. Ντάισελμπλουμ και ό,τι έγινε στην Κύπρο αποτελεί όντως το νέο ευρωπαϊκό πρότυπο; Όχι. Όπως αναφέρεται στη σελίδα 22 του εγγράφου, το νέο πρότυπο είναι μεν αυτό αλλά προβλέπεται να εφαρμοστεί από το 2018 προκειμένου να μην διαταραχτεί το εύθραυστο ακόμη ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα και να μην υποστούν πλήγμα οι πραγματικές οικονομίες των χωρών της Ευρωζώνης. Το Βερολίνο δεν δίστασε παρά ταύτα να παραβιάσει όλες αυτές τις προβλέψεις ασφαλείας και να επιβάλλει την εφαρμογή του εδώ και τώρα στην Κύπρο. Μπορούμε να πιθανολογήσουμε μερικούς λόγους για τους οποίους το έκανε. Ίσως για να δείξει η Μέρκελ στο κοινό της ότι είναι σκληρή απέναντι στο Νότο και να πάρει τις εκλογές. Ίσως για να συνεχιστεί η φυγή κεφαλαίων από τον Νότο προς στήριξη των γερμανικών προβληματικών τραπεζών. Ίσως ως επίδειξη δύναμης στην Ιταλία. Ίσως για να προετοιμαστεί ο δρόμος για την επιβολή μιας παρόμοιας λύσης στην Ελλάδα το φθινόπωρο, παράλληλα με το νέο κούρεμα του ελληνικού χρέους. Ή στην Ισπανία. Για όποιον λόγο κι αν το έκανε, η ουσία είναι το έκανε αδιαφορώντας για τις θανάσιμες επιπτώσεις του στην πραγματική οικονομία όχι μόνο της Κύπρου αλλά και της Ελλάδας.
Στο δεύτερο ερώτημα, το πιθανότερο είναι ότι η μεταστροφή της Γαλλίας οφείλεται σε κόπωση και έλλειψη στρατηγικής. Από την έναρξη της κρίσης, η Γερμανία ανέλαβε την πρωτοβουλία στην Ευρώπη και πολιτεύτηκε με μια διαλυτική στρατηγική επιστροφής στα εθνικά κράτη. Το πρώτο δείγμα της ήταν η απόρριψη από τη Μέρκελ, από το 2009, των προτάσεων της Επιτροπής για κοινή ευρωπαϊκή μέριμνα για τις ευρωπαϊκές τράπεζες και η επιβολή της γραμμής ότι κάθε χώρα θα αναλάβει μόνη τις τράπεζές της. Η γερμανική αυτή στρατηγική επιβεβαιώθηκε σε κάθε σταυροδρόμι της κρίσης. Η Γαλλία του Ν. Σαρκοζί, με την προσήλωσή της στην παλαιά αρχή της “ευρωπαϊκής αλληλεγγύης” και την προώθηση ενωσιακών λύσεων, ενσάρκωνε τις άμυνες της παλαιάς Ευρώπης. Να που οι άμυνες έπεσαν. Η Γαλλία του σοσιαλιστή Ολάντ άφησε ελεύθερο το ευρωπαϊκό πεδίο στο Βερολίνο προκειμένου να ασχοληθεί με τα δικά της οικονομικά προβλήματα και είναι άγνωστο αν και πότε θα αποκτήσει νέα στρατηγική.
Στο τρίτο ερώτημα, η απάντηση είναι πως από τη στιγμή που οι εξελίξεις της Κύπρου σημαίνουν για την Ελλάδα επιδείνωση της ύφεσης, πιθανή φυγή καταθέσεων και μια γενικευμένη αντιγερμανική και αντιευρωπαϊκή στροφή των Ελλήνων, οδηγούν σε προβλήματα στρατηγικής τα δυο μεγάλα πολιτικά κόμματα. Η μέχρι σήμερα στρατηγική του Α. Σαμαρά, που προσπάθησε να συνδυάσει το εθνικό χαρτί με το ρόλο του “υπάκουου μαθητή” της Μέρκελ και τις διακηρύξεις αισιοδοξίας χωρίς αντίκρισμα στην πραγματική οικονομία, δεν είναι πλέον πειστική. Και δεν είναι πειστική ούτε στους εθνικιστές οι οποίοι ονειρεύονται έξοδο Ελλάδας και Κύπρου από το ευρώ και ένωση τους υπό κοινό νόμισμα, ούτε στους επιχειρηματίες οι οποίοι διαπιστώνουν τον κλονισμό της Ευρωζώνης, φοβούνται για τη δυνατότητα ακόμη και των υγιών επιχειρήσεων να αντέξουν την τρέχουσα έλλειψη ρευστότητας και κάτι κάποιοι αρχίζουν να ψιθυρίζουν για Σχέδιο Β – όχι με δραχμή αυτοί – δια παν ενδεχόμενον… Τα ίδια προβλήματα αντιμετωπίζει κι η στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ. Το πλήγμα εδώ οφείλεται λιγότερο στην ατυχή κατάληξη του αρχικού OXI της Κύπρου και περισσότερο στην έμπρακτη διάψευση των ελπίδων για μια “συμμαχία του Νότου”, με αποτέλεσμα την ενίσχυση της δυναμικής του Σχεδίου Β – επιστροφής στη δραχμή – στον κόσμο της αριστεράς.
Για να απαντήσουμε την πρώτη ερώτηση πρέπει να μελετήσουμε προσεκτικά την τελική πρόταση ευρωπαϊκής οδηγίας ((http://eur-lex.europa.eu/LexUriServ/LexUriServ.do?uri=COM:2012:0280:FIN:EL:PDF) η οποία περιγράφει τους κανόνες αναδιάρθρωσης των τραπεζών στα πλαίσια της ψευδώνυμης ευρωπαϊκής τραπεζικής ένωσης. Για όσους εξακολουθούν να έχουν ψευδαισθήσεις σχετικά με την Ευρώπη, η οδηγία ορίζει ότι η Ευρώπη δεν θα αποκτήσει ποτέ καμιά τραπεζική ένωση με το πραγματικό νόημα του όρου, δηλαδή πανευρωπαϊκή εγγύηση καταθέσεων από μια κεντρική αρχή π.χ. την ΕΚΤ, όπως έχουν οι ΗΠΑ, που θα μπορεί να διασφαλίζει τη σταθερότητα του συστήματος. Στη διεθνούς πρωτοτυπίας και καθαρά γερμανικής έμπνευσης τραπεζική ένωση της Ευρώπης, προβλέπεται ότι οι ευρωπαϊκές τράπεζες θα διασώζονται με ίδια μέσα (bail-in), δηλαδή με κάψιμο (“κούρεμα”) των μετόχων, των ομολογιούχων και μη εγγυημένων καταθέσεων (το όριο εγγύησης ήταν 20.000 ως το 2008, πήγε στις 100.000 όταν άρχισε η κρίση αλλά πιθανόν να μειωθεί ή να εφαρμοστεί μειωμένο όριο σε κάποιες χώρες). Καλά τα είπε δηλαδή ο Γ. Ντάισελμπλουμ και ό,τι έγινε στην Κύπρο αποτελεί όντως το νέο ευρωπαϊκό πρότυπο; Όχι. Όπως αναφέρεται στη σελίδα 22 του εγγράφου, το νέο πρότυπο είναι μεν αυτό αλλά προβλέπεται να εφαρμοστεί από το 2018 προκειμένου να μην διαταραχτεί το εύθραυστο ακόμη ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα και να μην υποστούν πλήγμα οι πραγματικές οικονομίες των χωρών της Ευρωζώνης. Το Βερολίνο δεν δίστασε παρά ταύτα να παραβιάσει όλες αυτές τις προβλέψεις ασφαλείας και να επιβάλλει την εφαρμογή του εδώ και τώρα στην Κύπρο. Μπορούμε να πιθανολογήσουμε μερικούς λόγους για τους οποίους το έκανε. Ίσως για να δείξει η Μέρκελ στο κοινό της ότι είναι σκληρή απέναντι στο Νότο και να πάρει τις εκλογές. Ίσως για να συνεχιστεί η φυγή κεφαλαίων από τον Νότο προς στήριξη των γερμανικών προβληματικών τραπεζών. Ίσως ως επίδειξη δύναμης στην Ιταλία. Ίσως για να προετοιμαστεί ο δρόμος για την επιβολή μιας παρόμοιας λύσης στην Ελλάδα το φθινόπωρο, παράλληλα με το νέο κούρεμα του ελληνικού χρέους. Ή στην Ισπανία. Για όποιον λόγο κι αν το έκανε, η ουσία είναι το έκανε αδιαφορώντας για τις θανάσιμες επιπτώσεις του στην πραγματική οικονομία όχι μόνο της Κύπρου αλλά και της Ελλάδας.
Στο δεύτερο ερώτημα, το πιθανότερο είναι ότι η μεταστροφή της Γαλλίας οφείλεται σε κόπωση και έλλειψη στρατηγικής. Από την έναρξη της κρίσης, η Γερμανία ανέλαβε την πρωτοβουλία στην Ευρώπη και πολιτεύτηκε με μια διαλυτική στρατηγική επιστροφής στα εθνικά κράτη. Το πρώτο δείγμα της ήταν η απόρριψη από τη Μέρκελ, από το 2009, των προτάσεων της Επιτροπής για κοινή ευρωπαϊκή μέριμνα για τις ευρωπαϊκές τράπεζες και η επιβολή της γραμμής ότι κάθε χώρα θα αναλάβει μόνη τις τράπεζές της. Η γερμανική αυτή στρατηγική επιβεβαιώθηκε σε κάθε σταυροδρόμι της κρίσης. Η Γαλλία του Ν. Σαρκοζί, με την προσήλωσή της στην παλαιά αρχή της “ευρωπαϊκής αλληλεγγύης” και την προώθηση ενωσιακών λύσεων, ενσάρκωνε τις άμυνες της παλαιάς Ευρώπης. Να που οι άμυνες έπεσαν. Η Γαλλία του σοσιαλιστή Ολάντ άφησε ελεύθερο το ευρωπαϊκό πεδίο στο Βερολίνο προκειμένου να ασχοληθεί με τα δικά της οικονομικά προβλήματα και είναι άγνωστο αν και πότε θα αποκτήσει νέα στρατηγική.
Στο τρίτο ερώτημα, η απάντηση είναι πως από τη στιγμή που οι εξελίξεις της Κύπρου σημαίνουν για την Ελλάδα επιδείνωση της ύφεσης, πιθανή φυγή καταθέσεων και μια γενικευμένη αντιγερμανική και αντιευρωπαϊκή στροφή των Ελλήνων, οδηγούν σε προβλήματα στρατηγικής τα δυο μεγάλα πολιτικά κόμματα. Η μέχρι σήμερα στρατηγική του Α. Σαμαρά, που προσπάθησε να συνδυάσει το εθνικό χαρτί με το ρόλο του “υπάκουου μαθητή” της Μέρκελ και τις διακηρύξεις αισιοδοξίας χωρίς αντίκρισμα στην πραγματική οικονομία, δεν είναι πλέον πειστική. Και δεν είναι πειστική ούτε στους εθνικιστές οι οποίοι ονειρεύονται έξοδο Ελλάδας και Κύπρου από το ευρώ και ένωση τους υπό κοινό νόμισμα, ούτε στους επιχειρηματίες οι οποίοι διαπιστώνουν τον κλονισμό της Ευρωζώνης, φοβούνται για τη δυνατότητα ακόμη και των υγιών επιχειρήσεων να αντέξουν την τρέχουσα έλλειψη ρευστότητας και κάτι κάποιοι αρχίζουν να ψιθυρίζουν για Σχέδιο Β – όχι με δραχμή αυτοί – δια παν ενδεχόμενον… Τα ίδια προβλήματα αντιμετωπίζει κι η στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ. Το πλήγμα εδώ οφείλεται λιγότερο στην ατυχή κατάληξη του αρχικού OXI της Κύπρου και περισσότερο στην έμπρακτη διάψευση των ελπίδων για μια “συμμαχία του Νότου”, με αποτέλεσμα την ενίσχυση της δυναμικής του Σχεδίου Β – επιστροφής στη δραχμή – στον κόσμο της αριστεράς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου