Άπαντες οι Έλληνες κι Ευρωπαίοι οικονομολόγοι που ασκούν κριτική στο πρόγραμμα εσωτερικής υποτίμησης της Ελλάδας, τονίζουν ότι η λύση βρίσκεται στη μεταφορά κεφαλαίων και εργαζομένων από τους κλάδους που απευθύνονται στην εσωτερική κατανάλωση στους κλάδους των εμπορεύσιμων αγαθών, δηλαδή στην αύξηση της παραγωγής αγροτικών και βιομηχανικών προϊόντων. Η άνοδος των ελληνικών εξαγωγών δείχνει πως οι μεταποιητικές επιχειρήσεις, έστω και δύσκολα, το παλεύουν. Θα περίμενε λοιπόν κανείς από την κυβέρνηση Σαμαρά – που ως δεξιά, νοιάζεται, υποτίθεται, για τις επιχειρήσεις – να έχει αν όχι σχέδιο, τουλάχιστον πρόθεση στήριξης της ελληνικής μεταποίησης. Κι όμως αυτή απουσιάζει.
Ο Αντώνης Σαμαράς παραβρέθηκε στην υπογραφή της συμφωνίας ανάμεσα στην Cosco, τη Hewlett Packard και τον ΟΣΕ κι έσπευσε να ανταποκριθεί θετικά στο αίτημα των Κινέζων για απαλλαγή των εισαγόμενων εμπορευμάτων του διεθνούς διακομεταμιστικού εμπορίου από την άμεση καταβολή ΦΠΑ. Τα φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ υποδέχτηκαν το deal με ουρανομήκεις θριαμβολογίες θολώνοντας την ουσία των προσδοκώμενων εθνικών οφελών από αυτό. Η συμφωνία Cosco-HP-ΟΣΕ σημαίνει κέρδη για την Cosco, τη ΗΡ και τον προσεχώς ιδιωτικό ΟΣΕ, αλλά όχι και για το δημόσιο ταμείο, αφού η Cosco, επικαλούμενη ζημιές, ζητά μείωση του τιμήματος που καταβάλλει στον ΟΛΠ. Δεν σημαίνει επίσης κάτι αξιοσημείωτο σε νέες θέσεις εργασίας. Η μόνη άξια λόγου διάσταση του deal αφορά τη μεσοπρόθεσμη προοπτική της μετατροπής του Πειραιά σε κέντρο διακομεταμιστικού εμπορίου η οποία ενδέχεται να οδηγήσει στη μεταφορά της συναρμολόγησης κάποιων πολυεθνικών στη χώρα μας. Αυτό ναι, είναι σημαντικό, γιατί μπορεί να δημιουργήσει δεκάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας. Ενδέχεται, όμως… Σε μια πενταετία… Η Ελλάδα δεν έχει χρόνο, βουλιάζει τώρα.
Ο Αντώνης Σαμαράς δεν ανταποκρίθηκε όμως στο πολύ πιο σημαντικό κάλεσμα SOS της εναπομείνασας ελληνικής μεταποίησης που στραγγαλίζεται από την εκτόξευση του κόστους ενέργειας σε πρωτοφανή ύψη. Το ενεργειακό κόστος της ελληνικής βιομηχανίας έχει περάσει από το 25% του παραγωγικού τιμολογίου προ κρίσης στο 45-50% σήμερα. Τα τρία βαρίδια που το έχουν επιβαρύνει δραστικά είναι: Πρώτον, η άκαμπτη πολιτική της πράσινης μεν μονεταριστικής δε Ευρώπης, που είχε τη φαεινή ιδέα να επιβάλλει αποπληθωρισμό στις χώρες του Νότου παράλληλα με τη δραστική αύξηση του ενεργειακού τους κόστους με τα τέλη ΑΠΕ και τα χρηματιστήρια ρύπων. Δεύτερον, η μεγάλη αύξηση των ειδικών φόρων κατανάλωσης στο φυσικό αέριο και τον ηλεκτρισμό ειδικώς στην Ελλάδα, δια χειρός Β. Βενιζέλου. Τρίτον: η πολύ μεγάλη χρήση των πανάκριβων μονάδων φυσικού αερίου – που συν τοις άλλοις έχει υψηλή τιμή στην Ελλάδα – για ηλεκτροπαραγωγή αντί των φτηνών μονάδων του λιγνίτη σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο επειδή αυτό συμφέρει κάποια μεγάλα επιχειρηματικά τζάκια (Κοπελούζος, Περιστέρης, Μυτιληναίος κλπ).
Η Ελληνική Ένωση Βιομηχανικών Καταναλωτών Ενέργειας που εκπροσωπεί το τσιμέντο, τον χάλυβα, τα λιπάσματα, την κλωστοϋφαντουργία, την υαλουργεία, τη χαρτοποιία, είχε ζητήσει από καιρό μείωση του κόστους ενέργειας. Με τόσο ακριβό ρεύμα, καμιά ελληνική ενεργοβόρα βιομηχανία δεν μπορεί να παράγει προϊόντα ικανά να ανταγωνιστούν τα ισπανικά, τα πορτογαλικά, τα τούρκικα και τα κινέζικα, που έχουν πάνω τους πολύ λιγότερες επιβαρύνσεις – ούτε οι παραδοσιακές εξαγωγικές βιομηχανίες, ούτε και όσες απευθύνονταν έως πρότινος στην εσωτερική κατανάλωση και πλέον το παλεύουν με εξαγωγές.
Η κυβέρνηση είχε δώσει τότε διαβεβαιώσεις ότι θα μειώσει το κόστος ενέργειας. Προτάσεις άλλωστε υπήρχαν. Θα μπορούσε να δημιουργηθεί μηχανισμός αντιστάθμισης για το κόστος αγοράς ρύπων, όπως έχει γίνει σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Ή να απαλλαγούν οι ενεργοβόρες βιομηχανίες από το τέλος ΑΠΕ όπως έγινε στη Γερμανία. Ή να υιοθετηθεί το μοντέλο ΝΟΜΕ που θα έδινε στην ελληνική βιομηχανία πρόσβαση σε φθηνό ρεύμα λιγνιτικών μονάδων. Ή να μειωθούν οι ΕΦΚ.
Κι όμως, η κυβέρνηση δεν έκανε απολύτως τίποτα. Πέρα από το να εκδώσει την περασμένη βδομάδα μια ανακοίνωση δικαιολόγησης της αδράνειάς της με την οποία υποστήριξε ότι το κόστος ενέργειας δεν είναι, λέει, πρόβλημα γιατί έτσι δείχνουν κάποιοι πίνακες της Eurostat – οι οποίοι όμως δεν αντικατοπτρίζουν τη μείωση του κόστους από τις ειδικές πρακτικές κάθε ευρωπαϊκής χώρας. Και φυσικά τα ΜΜΕ που θριαμβολογούσαν για το deal της Cosco πέρασαν την είδηση στα ψιλά.
Η κυβέρνηση Σαμαρά φαίνεται ότι επέλεξε τις πολυεθνικές σε βάρος της όποιας εναπομείνασας ελληνικής μεταποίησης. Πρόκειται για συνταγή καταστροφής. Η χαρτοποιία Sca Hellas ανακοίνωσε λουκέτο, η μεταλλουργία Σοβέλ διέκοψε την παραγωγική δραστηριότητα για ένα μήνα, η κλωστοϋφαντουργία Επίλεκτος δουλεύει με το μισό της παραγωγικό δυναμικό. Κάποιες εκατοντάδες από τους 10.000 εργαζόμενους τους περνούν στις τάξεις των ανέργων. Κι η Ελλάδα εξάγει το βαμβάκι της προς 1 ευρώ το κιλό στην Κίνα και την Τουρκία που δεν δεσμεύονται από ευρωπαϊκούς κανονισμούς και παλαβά μνημόνια για να το ξαναγοράσει από αυτές ως ύφασμα και ρούχο σε πολλαπλάσια αξία. Έτσι θα σωθούμε;
Ο Αντώνης Σαμαράς παραβρέθηκε στην υπογραφή της συμφωνίας ανάμεσα στην Cosco, τη Hewlett Packard και τον ΟΣΕ κι έσπευσε να ανταποκριθεί θετικά στο αίτημα των Κινέζων για απαλλαγή των εισαγόμενων εμπορευμάτων του διεθνούς διακομεταμιστικού εμπορίου από την άμεση καταβολή ΦΠΑ. Τα φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ υποδέχτηκαν το deal με ουρανομήκεις θριαμβολογίες θολώνοντας την ουσία των προσδοκώμενων εθνικών οφελών από αυτό. Η συμφωνία Cosco-HP-ΟΣΕ σημαίνει κέρδη για την Cosco, τη ΗΡ και τον προσεχώς ιδιωτικό ΟΣΕ, αλλά όχι και για το δημόσιο ταμείο, αφού η Cosco, επικαλούμενη ζημιές, ζητά μείωση του τιμήματος που καταβάλλει στον ΟΛΠ. Δεν σημαίνει επίσης κάτι αξιοσημείωτο σε νέες θέσεις εργασίας. Η μόνη άξια λόγου διάσταση του deal αφορά τη μεσοπρόθεσμη προοπτική της μετατροπής του Πειραιά σε κέντρο διακομεταμιστικού εμπορίου η οποία ενδέχεται να οδηγήσει στη μεταφορά της συναρμολόγησης κάποιων πολυεθνικών στη χώρα μας. Αυτό ναι, είναι σημαντικό, γιατί μπορεί να δημιουργήσει δεκάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας. Ενδέχεται, όμως… Σε μια πενταετία… Η Ελλάδα δεν έχει χρόνο, βουλιάζει τώρα.
Ο Αντώνης Σαμαράς δεν ανταποκρίθηκε όμως στο πολύ πιο σημαντικό κάλεσμα SOS της εναπομείνασας ελληνικής μεταποίησης που στραγγαλίζεται από την εκτόξευση του κόστους ενέργειας σε πρωτοφανή ύψη. Το ενεργειακό κόστος της ελληνικής βιομηχανίας έχει περάσει από το 25% του παραγωγικού τιμολογίου προ κρίσης στο 45-50% σήμερα. Τα τρία βαρίδια που το έχουν επιβαρύνει δραστικά είναι: Πρώτον, η άκαμπτη πολιτική της πράσινης μεν μονεταριστικής δε Ευρώπης, που είχε τη φαεινή ιδέα να επιβάλλει αποπληθωρισμό στις χώρες του Νότου παράλληλα με τη δραστική αύξηση του ενεργειακού τους κόστους με τα τέλη ΑΠΕ και τα χρηματιστήρια ρύπων. Δεύτερον, η μεγάλη αύξηση των ειδικών φόρων κατανάλωσης στο φυσικό αέριο και τον ηλεκτρισμό ειδικώς στην Ελλάδα, δια χειρός Β. Βενιζέλου. Τρίτον: η πολύ μεγάλη χρήση των πανάκριβων μονάδων φυσικού αερίου – που συν τοις άλλοις έχει υψηλή τιμή στην Ελλάδα – για ηλεκτροπαραγωγή αντί των φτηνών μονάδων του λιγνίτη σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο επειδή αυτό συμφέρει κάποια μεγάλα επιχειρηματικά τζάκια (Κοπελούζος, Περιστέρης, Μυτιληναίος κλπ).
Η Ελληνική Ένωση Βιομηχανικών Καταναλωτών Ενέργειας που εκπροσωπεί το τσιμέντο, τον χάλυβα, τα λιπάσματα, την κλωστοϋφαντουργία, την υαλουργεία, τη χαρτοποιία, είχε ζητήσει από καιρό μείωση του κόστους ενέργειας. Με τόσο ακριβό ρεύμα, καμιά ελληνική ενεργοβόρα βιομηχανία δεν μπορεί να παράγει προϊόντα ικανά να ανταγωνιστούν τα ισπανικά, τα πορτογαλικά, τα τούρκικα και τα κινέζικα, που έχουν πάνω τους πολύ λιγότερες επιβαρύνσεις – ούτε οι παραδοσιακές εξαγωγικές βιομηχανίες, ούτε και όσες απευθύνονταν έως πρότινος στην εσωτερική κατανάλωση και πλέον το παλεύουν με εξαγωγές.
Η κυβέρνηση είχε δώσει τότε διαβεβαιώσεις ότι θα μειώσει το κόστος ενέργειας. Προτάσεις άλλωστε υπήρχαν. Θα μπορούσε να δημιουργηθεί μηχανισμός αντιστάθμισης για το κόστος αγοράς ρύπων, όπως έχει γίνει σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Ή να απαλλαγούν οι ενεργοβόρες βιομηχανίες από το τέλος ΑΠΕ όπως έγινε στη Γερμανία. Ή να υιοθετηθεί το μοντέλο ΝΟΜΕ που θα έδινε στην ελληνική βιομηχανία πρόσβαση σε φθηνό ρεύμα λιγνιτικών μονάδων. Ή να μειωθούν οι ΕΦΚ.
Κι όμως, η κυβέρνηση δεν έκανε απολύτως τίποτα. Πέρα από το να εκδώσει την περασμένη βδομάδα μια ανακοίνωση δικαιολόγησης της αδράνειάς της με την οποία υποστήριξε ότι το κόστος ενέργειας δεν είναι, λέει, πρόβλημα γιατί έτσι δείχνουν κάποιοι πίνακες της Eurostat – οι οποίοι όμως δεν αντικατοπτρίζουν τη μείωση του κόστους από τις ειδικές πρακτικές κάθε ευρωπαϊκής χώρας. Και φυσικά τα ΜΜΕ που θριαμβολογούσαν για το deal της Cosco πέρασαν την είδηση στα ψιλά.
Η κυβέρνηση Σαμαρά φαίνεται ότι επέλεξε τις πολυεθνικές σε βάρος της όποιας εναπομείνασας ελληνικής μεταποίησης. Πρόκειται για συνταγή καταστροφής. Η χαρτοποιία Sca Hellas ανακοίνωσε λουκέτο, η μεταλλουργία Σοβέλ διέκοψε την παραγωγική δραστηριότητα για ένα μήνα, η κλωστοϋφαντουργία Επίλεκτος δουλεύει με το μισό της παραγωγικό δυναμικό. Κάποιες εκατοντάδες από τους 10.000 εργαζόμενους τους περνούν στις τάξεις των ανέργων. Κι η Ελλάδα εξάγει το βαμβάκι της προς 1 ευρώ το κιλό στην Κίνα και την Τουρκία που δεν δεσμεύονται από ευρωπαϊκούς κανονισμούς και παλαβά μνημόνια για να το ξαναγοράσει από αυτές ως ύφασμα και ρούχο σε πολλαπλάσια αξία. Έτσι θα σωθούμε;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου