Αν και δεν είμαι οπαδός της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας, αναγνωρίζω
ότι κάποιοι Ελληνες φιλελεύθεροι λένε σωστά πράγματα. Για παράδειγμα, η
πρόταση του Στέφανου Μάνου για τη μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού
συστήματος έχει ουσία όπως και αρκετές από τις θέσεις της Δράσης. Είναι
ιδεοληψία όμως να υποστηρίζεις ότι η απελευθέρωση των αγορών οδηγεί
πάντα σε πτώση τιμών, όταν η πραγματικότητα σε διαψεύδει. Η απελευθέρωση
της τηλεφωνίας έφερε πτώση τιμών, αλλά της βενζίνης παλαιότερα, των
ακτοπλοϊκών συγκοινωνιών και της ηλεκτροπαραγωγής πιο πρόσφατα, έφερε
αυξήσεις. Συν ότι πολλές φορές το επιχείρημα περί απελευθέρωσης των
αγορών εξυπηρετεί επιχειρηματικά συμφέροντα.
Στην περίπτωση των μεταρρυθμίσεων του ΟΟΣΑ –που πρόκειται να νομοθετηθούν σύντομα– ελλοχεύουν ακόμη μεγαλύτερα προβλήματα. Κατ’ αρχήν η κίνηση της ανάθεσης μιας μελέτης εκ μέρους της ελληνικής κυβέρνησης στον ΟΟΣΑ, προκειμένου να αποφανθεί για τις στρεβλώσεις της ελληνικής αγοράς που ευθύνονται για την παραμονή των τιμών σε υψηλά επίπεδα, αποτελεί μετάθεση ευθύνης. Οι απλοί άνθρωποι φωνάζουμε ότι το πρόβλημά μας είναι πως η κυβέρνηση μείωσε τους μισθούς, προκάλεσε ανεργία και αύξησε πολύ όλους τους φόρους: ΦΠΑ, ενέργεια, ακίνητα, εισοδήματα, εισφορές, ακόμη και τεκμαρτή φορολόγηση στους ανέργους επέβαλε. Αλλά όποιος δεν θέλει να συμμαζέψει το πελατειακό κράτος του και κρατά τις τιμές ψηλά μέσω υπερφορολόγησης, δίνει 700.000 ευρώ στον ΟΟΣΑ για να του κατασκευάσει ένα άλλοθι που θα βεβαιώνει ότι το πρόβλημα είναι αλλού. Προσθέστε σε όλα αυτά και το αδιέξοδο στη διαπραγμάτευση με την τρόικα που εμφανίστηκε μετά τον Δεκέμβριο, καθώς ο Αντώνης Σαμαράς δεν ήθελε να εκπληρώσει κάποια δύσκολα προαπαιτούμενα, με την ελπίδα να αποφύγει μια συντριπτική ήττα της Ν.Δ. στις εκλογές και κάπως έτσι φαίνεται ότι μετά το ανάλογο παρασκηνιακό παζάρι, κυβέρνηση και τρόικα συμφώνησαν στην προβολή της λεγόμενης εργαλειοθήκης του ΟΟΣΑ –που δεν περιλαμβανόταν στο δεύτερο Μνημόνιο– ως της ύψιστης διαρθρωτικής μεταρρύθμισης που θα επιτρέψει τη συνέχιση της χρηματοδότησης και θα κάνει τη μεγάλη αλλαγή στην ελληνική οικονομία.
Είναι όμως έτσι; Οχι, κι αυτό φαίνεται αν σκαλίσουμε κάτω από την επιφάνεια των δύο μεταρρυθμίσεων που έχουν προκαλέσει τις περισσότερες συζητήσεις.
Η μία είναι η απελευθέρωση των μη υποχρεωτικώς συνταγογραφούμενων φαρμάκων (ΜΗΣΥΦΑ). Η μεταρρυθμιστική ρητορική του υπουργού Ανάπτυξης υποστηρίζει πως η απελευθέρωση των ΜΗΣΥΦΑ θα είναι προς όφελος των «ανυπεράσπιστων Ελλήνων καταναλωτών», αποκρύπτει όμως ότι το μεγαλύτερο μέρος των ελληνικών ΜΗΣΥΦΑ βρίσκεται σε κρατική διατίμηση κι έχει τις χαμηλότερες τιμές στην Ευρώπη. Τυχόν απελευθέρωση των ΜΗΣΥΦΑ συνεπάγεται άρση της διατίμησης και άνοδο των τιμών τους είτε μείνουν στα φαρμακεία είτε πάνε και στα σουπερμάρκετ. Κι όποιος θυμάται τον πόλεμο του Αδ. Γεωργιάδη με τους εκπροσώπους της ελληνικής φαρμακοβιομηχανίας τον Νοέμβριο 2013, ο οποίος κατέληξε στη μείωση της τιμής των συνταγογραφούμενων φαρμάκων, είναι αδύνατο να μη δει στην επικείμενη απελευθέρωση των ΜΗΣΥΦΑ υπόγεια συμφωνία μεταξύ κυβέρνησης και φαρμακοβιομηχανίας που αντισταθμίζει μερικώς τις ζημιές της από τις εξελίξεις του Νοεμβρίου, οι οποίες πράγματι απειλούσαν τη βιωσιμότητά της. Οχι ότι πιστεύω πως ο κ. Χατζηδάκης θέλει να στηρίξει την εγχώρια φαρμακοβιομηχανία – και το λέω ειλικρινά, ο υπουργός Ανάπτυξης είναι ιδεοληπτικός νεοφιλελεύθερος και δεν σκέπτεται έτσι. Σε κάθε περίπτωση όμως, ο όλος ανασχεδιασμός του φαρμάκου στη χώρα –με τη νομοθεσία Γεωργιάδη τον Νοέμβριο και την οσονούπω απελευθέρωση των ΜΗΣΥΦΑ– συνεπάγεται πρωτίστως οφέλη για το κράτος, που μειώνει το φαρμακευτικό κόστος του ΕΟΠΥΥ, μερικό αντιστάθμισμα για τις φαρμακοβιομηχανίες, που θα βγάλουν κάποια από τα σπασμένα της μείωσης τιμών των συνταγογραφούμενων από την αύξηση τιμών των ΜΗΣΥΦΑ, αλλά για τον κόσμο, προς όφελος του οποίου γίνεται, υποτίθεται, η απελευθέρωση, υπάρχει μόνο ζημιά – αφού τα ΜΗΣΥΦΑ που θα ακριβύνουν τα πληρώνουμε από την τσέπη μας.
Αντίθετα, η δεύτερη μεταρρύθμιση, της κατάργησης του ορίου 5 ημερών στο φρέσκο γάλα –και πολύ περισσότερο το ενδεχόμενο να επιτραπεί η παρασκευή γιαουρτιού από γάλα σκόνη– θα ρίξει τις τιμές και θα ωφελήσει τους καταναλωτές, αλλά θα βλάψει την εθνική οικονομία. (Κι αξίζει ένα μπράβο στον υφυπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης, Μ. Χαρακόπουλο, που μόνος αυτός από ολόκληρη κυβέρνηση μιλάει για παραγωγή και εξωτερικό ισοζύγιο.) Ο προσδιορισμός της διάρκειας 5 ημερών στο φρέσκο γάλα είναι πράγματι προστατευτισμός. Το εισαγόμενο γάλα από βορειότερες χώρες (π.χ. Ουγγαρία) είναι και θα είναι φτηνότερο από το δικό μας, κατ’ αρχήν για λόγους κλίματος. Επιπλέον, το ευρώ δεν βοηθά την ελληνική παραγωγή. Είναι όμως χάρη σε αυτόν τον προστατευτισμό που η Friesland Campina έκανε στην Πάτρα μια από τις 2-3 ξένες επενδύσεις που έγιναν στην Ελλάδα στα χρόνια της κρίσης και που νέοι μορφωμένοι άνθρωποι στράφηκαν με επιτυχία στη γαλακτοπαραγωγή, αναπτύσσοντας και καινοτόμο μάρκετινγκ (ΘΕΣΓάλα). Κι εν τέλει, όπως σωστά λένε οι νεοφιλελέ, δεν υπάρχει δωρεάν γεύμα: η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να αποφασίσει αν θέλει φτηνότερο γάλα, με θυσία ενός πολύτιμου κομματιού της ελληνικής πρωτογενούς παραγωγής που το παλεύει, με εισαγωγές γάλακτος που θα επιβαρύνουν εκ νέου το ισοζύγιο το οποίο έκλεισε με υπερφορολόγηση του πετρελαίου και θανάτους από μαγκάλια, με περαιτέρω αύξηση της ανεργίας, λες και δεν μας φτάνει το 30%, ή αν θα διατηρήσει κάποια προστατευτικά μέτρα, όπως κάνουν τόσες και τόσες χώρες της ευρωζώνης που υπερασπίζονται την εθνική τους οικονομία, με πρώτη από όλες τη Γερμανία.
Το μεγάλο πρόβλημα της Ελλάδας είναι το παραγωγικό έλλειμμα. Οι μεταρρυθμίσεις πρέπει να γίνουν πρωτίστως στο πελατειακό κράτος, τα δικά του κόστη οφείλουν να μειωθούν. Περιμένουμε να το αποδεχτεί αυτό το πολιτικό σύστημα.
Στην περίπτωση των μεταρρυθμίσεων του ΟΟΣΑ –που πρόκειται να νομοθετηθούν σύντομα– ελλοχεύουν ακόμη μεγαλύτερα προβλήματα. Κατ’ αρχήν η κίνηση της ανάθεσης μιας μελέτης εκ μέρους της ελληνικής κυβέρνησης στον ΟΟΣΑ, προκειμένου να αποφανθεί για τις στρεβλώσεις της ελληνικής αγοράς που ευθύνονται για την παραμονή των τιμών σε υψηλά επίπεδα, αποτελεί μετάθεση ευθύνης. Οι απλοί άνθρωποι φωνάζουμε ότι το πρόβλημά μας είναι πως η κυβέρνηση μείωσε τους μισθούς, προκάλεσε ανεργία και αύξησε πολύ όλους τους φόρους: ΦΠΑ, ενέργεια, ακίνητα, εισοδήματα, εισφορές, ακόμη και τεκμαρτή φορολόγηση στους ανέργους επέβαλε. Αλλά όποιος δεν θέλει να συμμαζέψει το πελατειακό κράτος του και κρατά τις τιμές ψηλά μέσω υπερφορολόγησης, δίνει 700.000 ευρώ στον ΟΟΣΑ για να του κατασκευάσει ένα άλλοθι που θα βεβαιώνει ότι το πρόβλημα είναι αλλού. Προσθέστε σε όλα αυτά και το αδιέξοδο στη διαπραγμάτευση με την τρόικα που εμφανίστηκε μετά τον Δεκέμβριο, καθώς ο Αντώνης Σαμαράς δεν ήθελε να εκπληρώσει κάποια δύσκολα προαπαιτούμενα, με την ελπίδα να αποφύγει μια συντριπτική ήττα της Ν.Δ. στις εκλογές και κάπως έτσι φαίνεται ότι μετά το ανάλογο παρασκηνιακό παζάρι, κυβέρνηση και τρόικα συμφώνησαν στην προβολή της λεγόμενης εργαλειοθήκης του ΟΟΣΑ –που δεν περιλαμβανόταν στο δεύτερο Μνημόνιο– ως της ύψιστης διαρθρωτικής μεταρρύθμισης που θα επιτρέψει τη συνέχιση της χρηματοδότησης και θα κάνει τη μεγάλη αλλαγή στην ελληνική οικονομία.
Είναι όμως έτσι; Οχι, κι αυτό φαίνεται αν σκαλίσουμε κάτω από την επιφάνεια των δύο μεταρρυθμίσεων που έχουν προκαλέσει τις περισσότερες συζητήσεις.
Η μία είναι η απελευθέρωση των μη υποχρεωτικώς συνταγογραφούμενων φαρμάκων (ΜΗΣΥΦΑ). Η μεταρρυθμιστική ρητορική του υπουργού Ανάπτυξης υποστηρίζει πως η απελευθέρωση των ΜΗΣΥΦΑ θα είναι προς όφελος των «ανυπεράσπιστων Ελλήνων καταναλωτών», αποκρύπτει όμως ότι το μεγαλύτερο μέρος των ελληνικών ΜΗΣΥΦΑ βρίσκεται σε κρατική διατίμηση κι έχει τις χαμηλότερες τιμές στην Ευρώπη. Τυχόν απελευθέρωση των ΜΗΣΥΦΑ συνεπάγεται άρση της διατίμησης και άνοδο των τιμών τους είτε μείνουν στα φαρμακεία είτε πάνε και στα σουπερμάρκετ. Κι όποιος θυμάται τον πόλεμο του Αδ. Γεωργιάδη με τους εκπροσώπους της ελληνικής φαρμακοβιομηχανίας τον Νοέμβριο 2013, ο οποίος κατέληξε στη μείωση της τιμής των συνταγογραφούμενων φαρμάκων, είναι αδύνατο να μη δει στην επικείμενη απελευθέρωση των ΜΗΣΥΦΑ υπόγεια συμφωνία μεταξύ κυβέρνησης και φαρμακοβιομηχανίας που αντισταθμίζει μερικώς τις ζημιές της από τις εξελίξεις του Νοεμβρίου, οι οποίες πράγματι απειλούσαν τη βιωσιμότητά της. Οχι ότι πιστεύω πως ο κ. Χατζηδάκης θέλει να στηρίξει την εγχώρια φαρμακοβιομηχανία – και το λέω ειλικρινά, ο υπουργός Ανάπτυξης είναι ιδεοληπτικός νεοφιλελεύθερος και δεν σκέπτεται έτσι. Σε κάθε περίπτωση όμως, ο όλος ανασχεδιασμός του φαρμάκου στη χώρα –με τη νομοθεσία Γεωργιάδη τον Νοέμβριο και την οσονούπω απελευθέρωση των ΜΗΣΥΦΑ– συνεπάγεται πρωτίστως οφέλη για το κράτος, που μειώνει το φαρμακευτικό κόστος του ΕΟΠΥΥ, μερικό αντιστάθμισμα για τις φαρμακοβιομηχανίες, που θα βγάλουν κάποια από τα σπασμένα της μείωσης τιμών των συνταγογραφούμενων από την αύξηση τιμών των ΜΗΣΥΦΑ, αλλά για τον κόσμο, προς όφελος του οποίου γίνεται, υποτίθεται, η απελευθέρωση, υπάρχει μόνο ζημιά – αφού τα ΜΗΣΥΦΑ που θα ακριβύνουν τα πληρώνουμε από την τσέπη μας.
Αντίθετα, η δεύτερη μεταρρύθμιση, της κατάργησης του ορίου 5 ημερών στο φρέσκο γάλα –και πολύ περισσότερο το ενδεχόμενο να επιτραπεί η παρασκευή γιαουρτιού από γάλα σκόνη– θα ρίξει τις τιμές και θα ωφελήσει τους καταναλωτές, αλλά θα βλάψει την εθνική οικονομία. (Κι αξίζει ένα μπράβο στον υφυπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης, Μ. Χαρακόπουλο, που μόνος αυτός από ολόκληρη κυβέρνηση μιλάει για παραγωγή και εξωτερικό ισοζύγιο.) Ο προσδιορισμός της διάρκειας 5 ημερών στο φρέσκο γάλα είναι πράγματι προστατευτισμός. Το εισαγόμενο γάλα από βορειότερες χώρες (π.χ. Ουγγαρία) είναι και θα είναι φτηνότερο από το δικό μας, κατ’ αρχήν για λόγους κλίματος. Επιπλέον, το ευρώ δεν βοηθά την ελληνική παραγωγή. Είναι όμως χάρη σε αυτόν τον προστατευτισμό που η Friesland Campina έκανε στην Πάτρα μια από τις 2-3 ξένες επενδύσεις που έγιναν στην Ελλάδα στα χρόνια της κρίσης και που νέοι μορφωμένοι άνθρωποι στράφηκαν με επιτυχία στη γαλακτοπαραγωγή, αναπτύσσοντας και καινοτόμο μάρκετινγκ (ΘΕΣΓάλα). Κι εν τέλει, όπως σωστά λένε οι νεοφιλελέ, δεν υπάρχει δωρεάν γεύμα: η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να αποφασίσει αν θέλει φτηνότερο γάλα, με θυσία ενός πολύτιμου κομματιού της ελληνικής πρωτογενούς παραγωγής που το παλεύει, με εισαγωγές γάλακτος που θα επιβαρύνουν εκ νέου το ισοζύγιο το οποίο έκλεισε με υπερφορολόγηση του πετρελαίου και θανάτους από μαγκάλια, με περαιτέρω αύξηση της ανεργίας, λες και δεν μας φτάνει το 30%, ή αν θα διατηρήσει κάποια προστατευτικά μέτρα, όπως κάνουν τόσες και τόσες χώρες της ευρωζώνης που υπερασπίζονται την εθνική τους οικονομία, με πρώτη από όλες τη Γερμανία.
Το μεγάλο πρόβλημα της Ελλάδας είναι το παραγωγικό έλλειμμα. Οι μεταρρυθμίσεις πρέπει να γίνουν πρωτίστως στο πελατειακό κράτος, τα δικά του κόστη οφείλουν να μειωθούν. Περιμένουμε να το αποδεχτεί αυτό το πολιτικό σύστημα.