Θυμάμαι ακόμη τα ξινισμένα μούτρα, σαν των φυλακισμένων, πίσω από τα πεπαλαιωμένα γραφεία μιας Διεύθυνσης Προμηθειών της ΔΕΗ στην Χαλκοκονδύλη την οποία επισκεπτόμουν το 1994 για να παράσχω … ψυχολογική υποστήριξη στη φίλη μου Ελένη. Τα επτά άτομα στα οποία ανήκαν τα ξινισμένα μούτρα ήταν όλοι τους νεοδιορισμένοι αργόμισθοι, που μην έχοντας αντικείμενο, σκότωναν την ώρα τους σπάζοντας ο ένας τα νεύρα του άλλου. Δυο μήνες μετά το διορισμό της η Ελένη εμφάνισε κατάθλιψη και κρίσεις άγχους, αλλά η μητέρα της – που μεσολάβησε στον πολιτευτή της ΝΔ για «να βάλει το παιδί στη ΔΕΗ» – της είπε: ούτε να το διανοηθείς να φύγεις… Χρειάστηκαν πάνω από 10 χρόνια και η συνταξιοδότηση αρκετών εκατοντάδων διοικητικών της ΔΕΗ για να έχει η Ελένη δουλειά και να δικαιολογεί τον μισθό της. Αυτά ήταν τα έργα του ελληνικού πελατειακού νεοφιλελευθερισμού, της κυβέρνησης Μητσοτάκη, που το 1993 συνδύασε την κατάργηση του κρατικού μονοπωλίου στην ενέργεια με το στούμπωμα της ΔΕΗ με κάποιες χιλιάδες (6.000 νομίζω) αργόμισθους διοικητικούς.
Θυμάμαι επίσης τις κουβέντες που κάναμε κάποιοι δημοσιογράφοι στις αρχές της δεκαετίας του 2000, όταν η ευρωπαϊκή επιταγή για «απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας προς όφελος των καταναλωτών» ανέρχονταν στην ημερήσια διάταξη. Η επίσημη θέση του Υπουργείου Ανάπτυξης ήταν ότι η δουλειά μπορούσε να γίνει με τη δημιουργία ιδιωτικών μονάδων ηλεκτροπαραγωγής που θα λειτουργούσαν με φυσικό αέριο και θα μοιράζονταν, υποτίθεται, την αγορά με τη ΔΕΗ. Εμείς πάλι, κοιτάζοντας τα νούμερα, βλέπαμε ότι καμιά γνήσια απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας στην Ελλάδα δεν ήταν εφικτή. Λόγω του λιγνίτη και των υδροηλεκτρικών της ΔΕΗ, η χώρα είχε το φτηνότερο ρεύμα στην Ευρώπη. Η ιδιωτική ηλεκτροπαραγωγή που θα βασίζονταν στο φυσικό αέριο, θα παρήγαγε πολύ πιο ακριβό ρεύμα. Ποιος θα επέλεγε το ακριβό ρεύμα του ιδιώτη αντί το φτηνό της ΔΕΗ αν υπήρχε ελεύθερος ανταγωνισμός; Και τι σόι «απελευθέρωση προς όφελος των καταναλωτών» θα είχαμε αν διπλασιάζονταν τα τιμολόγια της ΔΕΗ για να πουληθεί το ρεύμα του ιδιώτη;
Με αυτές τις μνήμες περιγράφω τις κακές πρακτικές με τις οποίες οι διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις της τελευταίας 25ετίας διαχειρίστηκαν – κι εξακολουθούν να διαχειρίζονται – τα θέματα της ΔΕΗ και των μετασχηματισμών στην ενέργεια. Η μια πρακτική ήταν η χρησιμοποίηση της ΔΕΗ, ως οργάνου του πελατειακού κράτους για να κερδίζονται εκλογές, με αποτέλεσμα τις αργομισθίες, τα οφέλη για μεσάζοντες και προμηθευτές, αντί της μέριμνας για διασφάλιση της αξίας της ΔΕΗ και συνολικά οφέλη για τη χώρα. Η άλλη ήταν η πρακτική της αδράνειας, το «αφήνουμε την τύχη της χώρας στα ευρωπαϊκά ρεύματα κι όπου μας βγάλουν». Δεν υπήρξε καμιά στρατηγική διαχείρισης των εντελλόμενων από την Ευρώπη μετασχηματισμών στην ενέργεια, ακόμη κι όταν ήταν ηλίου φαεινότερο ότι εγκυμονούσαν κινδύνους για την ελληνική οικονομία. Αντί να περιφρουρηθεί, όσο γίνονταν, το χαμηλό κόστος ενέργειας που έδινε πλεονέκτημα την ελληνική παραγωγή, οι κυβερνήσεις θεώρησαν πως είχαν τα περιθώρια μιας απεριόριστης αύξησής του για να «απελευθερώσουν» την αγορά. Έτσι η Ελλάδα, μια χώρα χωρίς προϋπάρχον δίκτυο φυσικού αερίου όπως η συντριπτική πλειοψηφία των ευρωπαϊκών χωρών, άρα που χρειαζόταν τεράστιες επενδύσεις για δίκτυα, και η οποία, ως εκ της απόστασής της από τα μεγάλα ευρωπαϊκά κέντρα προμήθειας φυσικού αερίου, αγοράζει το αέριο σε υψηλότερες τιμές από τους εταίρους της, «απελευθέρωσε» αρχικά την ενέργεια μέσω φυσικού αερίου ανεβάζοντας το ενεργειακό κόστος σε βάρος της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής βιομηχανίας. Και αργότερα επιδείνωσε το πρόβλημα με τις πολιτικές ΑΠΕ, προσφέροντας ακόμη υψηλότερες εγγυημένες τιμές από το μέσο όρο της Ευρώπης. Τώρα δεν μας αρέσει που καταρρέουν οι ελληνικές εξαγωγές δομικών υλικών στην Βόρεια Αφρική και τα παίρνουν όλα οι Ιταλοί και Ισπανοί ανταγωνιστές τους.
Το τελευταίο επεισόδιο του έργου της «απελευθέρωσης» της ενέργειας είναι ο σχεδιασμός για την πώληση της μικρής ΔΕΗ. Παρά τη ρητορική περί «κορυφαίας αναπτυξιακής τομής» του κ. Μανιάτη, ο όλος σχεδιασμός φανερώνει την υποταγή του στις ίδιες χρόνιες κακές πρακτικές. Το ψηφισθέν νομοσχέδιο ισορροπεί ανάμεσα στις εκλογικές ανάγκες των κομμάτων της συγκυβέρνησης για αποφυγή της σύγκρουσης με τα ήδη επενδεδυμένα κοινωνικά συμφέροντα στη ΔΕΗ (εξ ου και η διασφάλιση των εγγυήσεων των δικαιωμάτων των τοπικών κοινωνιών και των υπαλλήλων της) και τις προβληματικές ευρωπαϊκές πολιτικές περί απελευθέρωσης των αγορών – όπως εκφράζονται από την τρόικα. Η πώληση της μικρής ΔΕΗ έχει νόημα για τη μεγάλη ΔΕΗ, διότι θα της επιτρέψει να μειώσει το υψηλό χρέος της. Όμως η κυβερνητική ρητορική με την οποία επενδύεται – «μεγάλη μεταρρύθμιση», «ελεύθερος ανταγωνισμός», «πτώση τιμών» – είναι λόγια του αέρα που επιδιώκουν να «ψήσουν» ένα δύσπιστο κοινό το οποίο θεωρεί, όχι άδικα, προβληματική την πώληση της μικρής ΔΕΗ σε άγνωστες τιμές και με μεταφορά μέρους του πελατολογίου της προς τον όποιο ιδιώτη και είναι πολύ ευρύτερο του ΣΥΡΙΖΑ. Σε τελική ανάλυση, η πώληση της μικρής ΔΕΗ αποτελεί ένα ακόμη βήμα «απελευθέρωσης» της ενέργειας μέσα από δεσμεύσεις σε υψηλές επενδύσεις, εγγυημένες τιμές και παντός τύπου επιδοτήσεις που επιβάλλονται με διοικητικές αποφάσεις και μέσα σε 10 χρόνια έχουν διπλασιάσει τα ενεργειακά τιμολόγια. Οι ανάγκες για νέες επενδύσεις που ρητά και άρρητα συνοδεύουν την πώληση της νέας ΔΕΗ θα πιέσουν ανοδικά τις τιμές και όχι καθοδικά. Βρήκα χαρακτηριστική την παγερότητα με την οποία αντιμετώπισε η βιομηχανία την «κορυφαία αναπτυξιακή τομή» της μικρής ΔΕΗ. Στην κίνηση δεν υπάρχει κάτι καλό σε επίπεδο τιμών ή ελεύθερου ανταγωνισμού, τίποτα πέρα από τη δημιουργία ενός ολιγοπωλίου, δήλωσε ο εκπρόσωπος της ΕΒΙΚΕΝ Α. Κοντολέων σε ένα συνέδριο της A-Energy πριν λίγες μέρες.
Η ουσία που χρειαζόμαστε, αντί της παραγωγής εντυπώσεων που συνηθίζουμε, σημαίνει, νομίζω, δυο πράγματα: Πρώτον, μια εθνική στρατηγική με βάση την οποία θα διαχειριστούμε τους εντελλόμενους από την Ευρώπη μετασχηματισμούς και με στόχο τη μείωση του κόστους της ενέργειας. Όλη η ευρωπαϊκή ενεργειακή πολιτική, είτε αφορά την απελευθέρωση, είτε τους στόχους για τις ΑΠΕ – που θα είναι στο εξής μη δεσμευτικοί και καλό θα ήταν το Υπουργείο Ανάπτυξης να πάψει να χρηματοδοτεί αφειδώς νέα αιολικά… – είτε τον σχεδιασμό της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς ενέργειας, έχει πολύ υψηλές επενδυτικές απαιτήσεις που ίσως μπορούν να πληρωθούν από τους καταναλωτές και τις βιομηχανίες π.χ της Κεντρικής Ευρώπης – αλλά όχι από τους καταναλωτές και τη βιομηχανία της φτωχοποιημένης Ελλάδας χωρίς να τους/την γονατίσουν. Δεύτερον, την υλοποίηση αυτής της στρατηγικής μέσω της Ρυθμιστικής Αρχής. Σε άλλες χώρες π.χ. τη Γερμανία, τα πολιτικά κόμματα έχουν άποψη, προτάσεις και συμμετοχή στη ρύθμιση της αγοράς ενέργειας. Εδώ τα πολιτικά κόμματα δεν δείχνουν να έχουν καταλάβει πως μεγάλο μέρος άσκησης της ενεργειακής πολιτικής στο πλαίσιο της ήδη μετασχηματισμένης αγοράς ενέργειας έχει περάσει στη ΡΑΕ και δεν συμμετέχουν στο έργο της επιτροπής Ενεργειακού Σχεδιασμού. Μπορεί να μην είναι δυνατό να γυρίσει η Ελλάδα στο κρατικό μονοπώλιο της ενέργειας, υπάρχουν όμως περιθώρια, με παρεμβάσεις στο ρυθμιστικό πλαίσιο, για καλύτερα μείγματα πολιτικής.
Θυμάμαι επίσης τις κουβέντες που κάναμε κάποιοι δημοσιογράφοι στις αρχές της δεκαετίας του 2000, όταν η ευρωπαϊκή επιταγή για «απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας προς όφελος των καταναλωτών» ανέρχονταν στην ημερήσια διάταξη. Η επίσημη θέση του Υπουργείου Ανάπτυξης ήταν ότι η δουλειά μπορούσε να γίνει με τη δημιουργία ιδιωτικών μονάδων ηλεκτροπαραγωγής που θα λειτουργούσαν με φυσικό αέριο και θα μοιράζονταν, υποτίθεται, την αγορά με τη ΔΕΗ. Εμείς πάλι, κοιτάζοντας τα νούμερα, βλέπαμε ότι καμιά γνήσια απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας στην Ελλάδα δεν ήταν εφικτή. Λόγω του λιγνίτη και των υδροηλεκτρικών της ΔΕΗ, η χώρα είχε το φτηνότερο ρεύμα στην Ευρώπη. Η ιδιωτική ηλεκτροπαραγωγή που θα βασίζονταν στο φυσικό αέριο, θα παρήγαγε πολύ πιο ακριβό ρεύμα. Ποιος θα επέλεγε το ακριβό ρεύμα του ιδιώτη αντί το φτηνό της ΔΕΗ αν υπήρχε ελεύθερος ανταγωνισμός; Και τι σόι «απελευθέρωση προς όφελος των καταναλωτών» θα είχαμε αν διπλασιάζονταν τα τιμολόγια της ΔΕΗ για να πουληθεί το ρεύμα του ιδιώτη;
Με αυτές τις μνήμες περιγράφω τις κακές πρακτικές με τις οποίες οι διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις της τελευταίας 25ετίας διαχειρίστηκαν – κι εξακολουθούν να διαχειρίζονται – τα θέματα της ΔΕΗ και των μετασχηματισμών στην ενέργεια. Η μια πρακτική ήταν η χρησιμοποίηση της ΔΕΗ, ως οργάνου του πελατειακού κράτους για να κερδίζονται εκλογές, με αποτέλεσμα τις αργομισθίες, τα οφέλη για μεσάζοντες και προμηθευτές, αντί της μέριμνας για διασφάλιση της αξίας της ΔΕΗ και συνολικά οφέλη για τη χώρα. Η άλλη ήταν η πρακτική της αδράνειας, το «αφήνουμε την τύχη της χώρας στα ευρωπαϊκά ρεύματα κι όπου μας βγάλουν». Δεν υπήρξε καμιά στρατηγική διαχείρισης των εντελλόμενων από την Ευρώπη μετασχηματισμών στην ενέργεια, ακόμη κι όταν ήταν ηλίου φαεινότερο ότι εγκυμονούσαν κινδύνους για την ελληνική οικονομία. Αντί να περιφρουρηθεί, όσο γίνονταν, το χαμηλό κόστος ενέργειας που έδινε πλεονέκτημα την ελληνική παραγωγή, οι κυβερνήσεις θεώρησαν πως είχαν τα περιθώρια μιας απεριόριστης αύξησής του για να «απελευθερώσουν» την αγορά. Έτσι η Ελλάδα, μια χώρα χωρίς προϋπάρχον δίκτυο φυσικού αερίου όπως η συντριπτική πλειοψηφία των ευρωπαϊκών χωρών, άρα που χρειαζόταν τεράστιες επενδύσεις για δίκτυα, και η οποία, ως εκ της απόστασής της από τα μεγάλα ευρωπαϊκά κέντρα προμήθειας φυσικού αερίου, αγοράζει το αέριο σε υψηλότερες τιμές από τους εταίρους της, «απελευθέρωσε» αρχικά την ενέργεια μέσω φυσικού αερίου ανεβάζοντας το ενεργειακό κόστος σε βάρος της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής βιομηχανίας. Και αργότερα επιδείνωσε το πρόβλημα με τις πολιτικές ΑΠΕ, προσφέροντας ακόμη υψηλότερες εγγυημένες τιμές από το μέσο όρο της Ευρώπης. Τώρα δεν μας αρέσει που καταρρέουν οι ελληνικές εξαγωγές δομικών υλικών στην Βόρεια Αφρική και τα παίρνουν όλα οι Ιταλοί και Ισπανοί ανταγωνιστές τους.
Το τελευταίο επεισόδιο του έργου της «απελευθέρωσης» της ενέργειας είναι ο σχεδιασμός για την πώληση της μικρής ΔΕΗ. Παρά τη ρητορική περί «κορυφαίας αναπτυξιακής τομής» του κ. Μανιάτη, ο όλος σχεδιασμός φανερώνει την υποταγή του στις ίδιες χρόνιες κακές πρακτικές. Το ψηφισθέν νομοσχέδιο ισορροπεί ανάμεσα στις εκλογικές ανάγκες των κομμάτων της συγκυβέρνησης για αποφυγή της σύγκρουσης με τα ήδη επενδεδυμένα κοινωνικά συμφέροντα στη ΔΕΗ (εξ ου και η διασφάλιση των εγγυήσεων των δικαιωμάτων των τοπικών κοινωνιών και των υπαλλήλων της) και τις προβληματικές ευρωπαϊκές πολιτικές περί απελευθέρωσης των αγορών – όπως εκφράζονται από την τρόικα. Η πώληση της μικρής ΔΕΗ έχει νόημα για τη μεγάλη ΔΕΗ, διότι θα της επιτρέψει να μειώσει το υψηλό χρέος της. Όμως η κυβερνητική ρητορική με την οποία επενδύεται – «μεγάλη μεταρρύθμιση», «ελεύθερος ανταγωνισμός», «πτώση τιμών» – είναι λόγια του αέρα που επιδιώκουν να «ψήσουν» ένα δύσπιστο κοινό το οποίο θεωρεί, όχι άδικα, προβληματική την πώληση της μικρής ΔΕΗ σε άγνωστες τιμές και με μεταφορά μέρους του πελατολογίου της προς τον όποιο ιδιώτη και είναι πολύ ευρύτερο του ΣΥΡΙΖΑ. Σε τελική ανάλυση, η πώληση της μικρής ΔΕΗ αποτελεί ένα ακόμη βήμα «απελευθέρωσης» της ενέργειας μέσα από δεσμεύσεις σε υψηλές επενδύσεις, εγγυημένες τιμές και παντός τύπου επιδοτήσεις που επιβάλλονται με διοικητικές αποφάσεις και μέσα σε 10 χρόνια έχουν διπλασιάσει τα ενεργειακά τιμολόγια. Οι ανάγκες για νέες επενδύσεις που ρητά και άρρητα συνοδεύουν την πώληση της νέας ΔΕΗ θα πιέσουν ανοδικά τις τιμές και όχι καθοδικά. Βρήκα χαρακτηριστική την παγερότητα με την οποία αντιμετώπισε η βιομηχανία την «κορυφαία αναπτυξιακή τομή» της μικρής ΔΕΗ. Στην κίνηση δεν υπάρχει κάτι καλό σε επίπεδο τιμών ή ελεύθερου ανταγωνισμού, τίποτα πέρα από τη δημιουργία ενός ολιγοπωλίου, δήλωσε ο εκπρόσωπος της ΕΒΙΚΕΝ Α. Κοντολέων σε ένα συνέδριο της A-Energy πριν λίγες μέρες.
Η ουσία που χρειαζόμαστε, αντί της παραγωγής εντυπώσεων που συνηθίζουμε, σημαίνει, νομίζω, δυο πράγματα: Πρώτον, μια εθνική στρατηγική με βάση την οποία θα διαχειριστούμε τους εντελλόμενους από την Ευρώπη μετασχηματισμούς και με στόχο τη μείωση του κόστους της ενέργειας. Όλη η ευρωπαϊκή ενεργειακή πολιτική, είτε αφορά την απελευθέρωση, είτε τους στόχους για τις ΑΠΕ – που θα είναι στο εξής μη δεσμευτικοί και καλό θα ήταν το Υπουργείο Ανάπτυξης να πάψει να χρηματοδοτεί αφειδώς νέα αιολικά… – είτε τον σχεδιασμό της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς ενέργειας, έχει πολύ υψηλές επενδυτικές απαιτήσεις που ίσως μπορούν να πληρωθούν από τους καταναλωτές και τις βιομηχανίες π.χ της Κεντρικής Ευρώπης – αλλά όχι από τους καταναλωτές και τη βιομηχανία της φτωχοποιημένης Ελλάδας χωρίς να τους/την γονατίσουν. Δεύτερον, την υλοποίηση αυτής της στρατηγικής μέσω της Ρυθμιστικής Αρχής. Σε άλλες χώρες π.χ. τη Γερμανία, τα πολιτικά κόμματα έχουν άποψη, προτάσεις και συμμετοχή στη ρύθμιση της αγοράς ενέργειας. Εδώ τα πολιτικά κόμματα δεν δείχνουν να έχουν καταλάβει πως μεγάλο μέρος άσκησης της ενεργειακής πολιτικής στο πλαίσιο της ήδη μετασχηματισμένης αγοράς ενέργειας έχει περάσει στη ΡΑΕ και δεν συμμετέχουν στο έργο της επιτροπής Ενεργειακού Σχεδιασμού. Μπορεί να μην είναι δυνατό να γυρίσει η Ελλάδα στο κρατικό μονοπώλιο της ενέργειας, υπάρχουν όμως περιθώρια, με παρεμβάσεις στο ρυθμιστικό πλαίσιο, για καλύτερα μείγματα πολιτικής.