Δημιούργησα αυτό το blog όταν έμεινα άνεργη. Αντιλαμβάνομαι τον εαυτό μου ως άνεργη του/λόγω ευρώ - δηλαδή ως eurounemployed. Γιατί; Τις παραμονές της εισόδου της Ελλάδας στο ευρώ, κυριαρχούσε μια ρητορική περί "ισχυρής Ελλάδας" και συμμετοχής της στον "πυρήνα της Ευρώπης" που θα έφερνε πλούτο - η οποία όμως δεν εξηγούσε πώς θα έρθει ο πλούτος. Τότε δεν έκανα οικονομικά, οπότε ρώτησα σχετικά φίλιες δυνάμεις οικονομικών συντακτών. Μου απάντησαν πως η συμμετοχή σε μια νομισματική ένωση αυξάνει τον συνολικό πλούτο, άρα επωφελούνται όλοι. Έστω, είπα, αλλά από τη στιγμή που ειδικώς η χώρα μας εισάγει όλο και περισσότερα από όσα εξάγει και χάνει διαρκώς παραγωγή, πώς θα ωφεληθεί από την ΟΝΕ; Κι αν αυτό γίνεται συνεχώς, δεν θα μας τελειώσουν κάποτε τα ευρώ; Πήρα μια απάντηση του τύπου "αυτό δεν έχει σημασία στα πλαίσια μιας νομισματικής ένωσης", η οποία δεν με ικανοποίησε. Πολλά χρόνια μετά, μάθαμε όλοι μας βιωματικά πως μια οικονομία με τα χαρακτηριστικά της ελληνικής, με τη συμμετοχή της σε μια νομισματική ένωση όπως η ΟΝΕ, υπερχρεώνεται και καταλήγει σε χρεοκοπία. Κι εγώ έμαθα ότι τα φαινομενικά απλοϊκά ερωτήματα που έθετα το 1999 περιέγραφαν το πρόβλημα του ισοζυγίου πληρωμών, που αποτέλεσε ένα από τα μείζονα προβλήματα του ευρώ, μια από τις βασικότερες αιτίες της κρίσης και το οποίο είχε συζητηθεί εκτεταμένα μεταξύ των οικονομολόγων κατά τη δεκαετία του 1990, όταν μεγάλο μέρος των δεινών που ζούμε σήμερα είχε προβλεφθεί - αλλά οι αλαζόνες πολιτικοί δεν έδιναν σημασία.
Να τι έγραφε ο οικονομολόγος Wynne Godley το 1992: "Τι θα συμβεί αν μια ολόκληρη χώρα – μια εν δυνάμει περιοχή σε μια πλήρως ολοκληρωμένη ένωση – υποστεί διαρθρωτική ύφεση; Όσο αυτή η χώρα αποτελεί ανεξάρτητο κράτος έχει τη δυνατότητα να υποτιμήσει το νόμισμά της. Στη συνέχεια μπορεί να συνεχίσει την οικονομική της δραστηριότητά επιτυχώς με πλήρη απασχόληση αν υποθέσουμε ότι ο κόσμος δεχτεί τις απαραίτητες μειώσεις στα πραγματικά του εισοδήματα. Σε μια οικονομική και νομισματική ένωση όμως, αυτή η δυνατότητα εμφανώς χάνεται και οι προοπτικές της χώρας επιβαρύνονται σοβαρά, εκτός κι αν υπάρξουν σοβαροί ομοσπονδιακοί δημοσιονομικοί διακανονισμοί που θα αναλάβουν να εκπληρώσουν έναν αναδιανεμητικό ρόλο (...). Αν μια χώρα ή μια περιοχή δεν έχει τη δυνατότητα να υποτιμήσει το νόμισμά της και δεν επωφελείται από ένα σύστημα δημοσιονομικών μεταβιβάσεων, δεν υπάρχει τίποτα που να μπορεί να σταματήσει μια διαδικασία σωρευτικής και ακραίας ύφεσης η οποία θα οδηγήσει στο τέλος στη μετανάστευση ως το μόνο εναλλακτικό δρόμο στη φτώχεια ή την πείνα". (Wynne Godley, Maastricht and All That. LRB,Vol 14. Nο 19 1992).

Τρίτη 4 Σεπτεμβρίου 2012

Το ΤΤ απαξιώνεται από την κυβέρνηση σε πλήρη αδιαφάνεια. Στα κάγκελα οι μικρομέτοχοι


Ραγδαίες και άκρως αδιαφανείς είναι οι εξελίξεις που δρομολογούνται αναφορικά με την τύχη του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου. Αργά τη νύχτα της Τετάρτης, 29 Αυγούστου, κατά την παρουσίαση του νομοσχεδίου για την ανακεφαλαιοποίηση του τραπεζικού συστήματος στη Βουλή, ο υπουργός Οικονομικών Γ. Στουρνάρας δήλωσε με κάθε επισημότητα ότι ‘το ΤΤ δεν είναι βιώσιμο’ στέλνοντας την άλλη μέρα τη μετοχή στα τάρταρα  (-30%) και βγάζοντάς την εκτός διαπραγμάτευσης. Οι διαρροές που κυκλοφορούν στην αγορά μας προδίδουν έναν κυβερνητικό σχεδιασμό για τη μεταβίβαση του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου σε κάποια από τις τέσσερις συστημικές τράπεζες με πλήρες σάρωμα των χιλιάδων μικρομετόχων που στήριζαν την καλύτερη έως πρότινος τράπεζα της Ελλάδας, οι οποίοι βεβαίως έχουν βρεθεί πια στα κάγκελα.

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά. Στις αρχές αυτής της εβδομάδας έγινε γνωστό ότι η κυβέρνηση σχεδιάζει να προωθήσει άμεσα την πώληση του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου ως δείγμα γραφής στο πεδίο των αποκρατικοποιήσεων προς την τρόικα των δανειστών. Η αντίστροφη μέτρηση για την  ιδιωτικοποίηση του ΤΤ ξεκίνησε την Τρίτη 28 Αυγούστου, όταν ο γ.γ. του υπουργείου Οικονομικών κ. Μέργος ενημέρωσε ξαφνικά τον πρόεδρο του ΤΤ Κλ. Παπαδόπουλο ότι δεν θα δοθεί στο ίδρυμα άλλη παράταση για την ανακοίνωση των οικονομικών αποτελεσμάτων του έτους 2011 πέραν της Παρασκευής 31 Αυγούστου.

Τι σήμαινε αυτό; Ότι το υπουργείο Οικονομικών είχε αποφασίσει να υποχρεώσει το ΤΤ να δημοσιεύσει αρνητικά αποτελέσματα καθώς το ελληνικό δημόσιο ως βασικός μέτοχος δεν είχε ξεκαθαρίσει το θέμα της ανακεφαλαιοποίησης του – σε αντίθεση με τις τέσσερις άλλες ιδιωτικές λεγόμενες συστημικές τράπεζες ΕΤΕ, Alpha Bank, Eurobank και Πειραιώς οι οποίες δημοσίευσαν αποτελέσματα μόνο αφού εξασφάλισαν ότι θα συμπεριλάμβαναν  προκαταβολικά στον ισολογισμό τους τα κεφάλαια που θα έπαιρναν από το πρώτο πακέτο του ΤΧΣ ύψους 18 δις ευρώ συν ένα φορολογικό μπόνους που μειώνει τις ζημιές από το PSI ώστε να εμφανίζουν θετικά ίδια κεφάλαια. Τι σημαίνουν λοιπόν όλα αυτά; Ότι  η κυβέρνηση επέλεξε ως ‘λύση’ για το ΤΤ να το βάλει να δημοσιεύσει ισολογισμό με ζημιές ύψους 3.5 δις ευρώ και αρνητικά ίδια κεφάλαια – αποκλειστικά λόγω των διαγραφών του  PSI – γνωρίζοντας πολύ καλά ότι με μια τέτοια κίνηση η μετοχή θα κατέρρεε, θα αποσυρόταν από το ταμπλό, το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο θα απαξιωνόταν και δεν θα μπορούσε πια να ανακεφαλαιοποιηθεί ή να πουληθεί, θα έσπαγε υποχρεωτικά σε καλή και κακή τράπεζα, με αποτέλεσμα οι μέτοχοι να χάσουν τις περιουσίες τους.

Την ίδια μέρα, την Τρίτη, εμφανίστηκαν και οι πρώτες διαρροές που προμήνυαν σπάσιμο του ΤΤ σε καλή και κακή τράπεζα, καθώς τα στελέχη του υπουργείου Οικονομικών που συνομιλούσαν με δημοσιογράφους τους έλεγαν μεν ότι η κυβέρνηση σε συνεργασία με την τρόικα θα δει όλα τα πιθανά σενάρια, ανακεφαλαιοποίση, πώληση ή σπάσιμο σε καλή και κακή τράπεζα, αλλά πως το πιθανότερο εξ αυτών ήταν η προκήρυξη διαγωνισμού για την πώληση του καλού κομματιού του ΤΤ σε μια από τις τέσσερις συστημικές τράπεζες.

Το δεύτερο βήμα έγινε το βράδυ της Τετάρτης στη Βουλή, όπου κατά την παρουσίαση του νομοσχεδίου για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών ο Υπουργός Οικονομικών Γ. Στουρνάρας δήλωσε ότι ‘η Τράπεζα της Ελλάδας και το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας κρίνουν το ΤΤ μη βιώσιμο’. Ο καυγάς που ακολούθησε μεταξύ του κ. Στουρνάρα και του Παν. Λαφαζάνη ήταν οξύς και ουσιαστικός. Ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ επιτέθηκε κατά του ΥΠΟΙΚ, υποστηρίζοντας πως συνειδητά απαξιώνει με τις δηλώσεις του το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο, με αναμενόμενες συνέπειες την κατάρρευση της μετοχής του και την έξοδό του από το Χρηματιστήριο και σωστά τόνισε ότι το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο είναι πιο βιώσιμο από τις άλλες τράπεζες. "Αφού κουρέψατε τα ομόλογα του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου, θέλετε να δημοσιοποιήσετε την αρνητική του θέση; Γιατί το κάνετε αυτό;" ρώτησε τον υπουργό ο Π. Λαφαζάνης και του ζήτησε επιτακτικά να ανακαλέσει την απόφασή του.  "Το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο είναι βιώσιμο. Περισσότερο από άλλες τράπεζες. Ανακεφαλαιοποιήστε το. Θα καταρρεύσει η μετοχή του με αυτά που κάνετε. Θα βγάλετε το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο εκτός χρηματιστηρίου και δεν θα μπορέσει να επανακεφαλαιοποιηθεί", είπε. Κι αμέσως μετά ο Π. Λαφαζάνης έθιξε το ακόμη πιο ακανδώθες θέμα της αδιαφάνειας περί την πραγματική θέση και τις ζημιές των ελληνικών τραπεζών, αφού τα αποτελέσματα των εκθέσεων της Blackrock έχουν παραμείνει επτασφράγιστο μυστικό. «Χαρακτηρίζετε το ΤΤ μη βιώσιμο, ενώ αποκλείετε τη Βουλή από τις εκθέσεις βιωσιμότητας. Η Τράπεζα της Ελλάδος αρνείται να δώσει τα στοιχεία αυτά στη Βουλή κάνοντας λόγο για επαγγελματικό απόρρητο», κατήγγειλε ο Π. Λαφαζάνης. «Έχετε δει εσείς τις εκθέσεις αυτές, ή απλώς μεταφέρετε στη Βουλή τις εκτιμήσεις;» ρώτησε με τη σειρά του ο Ν. Μαριάς από τους Ανεξάρτητους  Έλληνες. «Δεν τις έχω δει γιατί ο νόμος δεν μου το επιτρέπει. Αρμόδια κατά το νόμο είναι η εποπτική αρχή και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα»,  απάντησε ο Γ. Στουρνάρας.

Κι όταν βεβαίως ξημέρωσε η μέρα χτες κι άνοιξε το Χρηματιστήριο, ω του θαύματος!, η μετοχή του ΤΤ άρχισε όπως ήταν λογικό να καταρρέει, πέφτοντας ως το 30%  μέχρι που ξύπνησε  επιτέλους η Επιτροπή  Κεφαλαιαγοράς κι ανέστειλε τη διαπραγμάτευση. Αργότερα, μέσα στη μέρα, πολλαπλασιάζονταν οι διαρροές που πρόδιδαν πως οι αποφάσεις έχουν ληφθεί, εξ ου και οι αντίστοιχες αδιαφανείς μεθοδεύσεις: επειδή προφανώς οι τέσσερις συστημικές τράπεζες δεν έχουν λεφτά για να κεφαλαιοποιήσουν το ΤΤ, θα πάει για σπάσιμο σε καλή και κακή τράπεζα  με σάρωμα των μικρομετόχων του προκειμένου όποια τράπεζα το πάρει να μη χρειαστεί αύξηση κεφαλαίου.  
Αυτά τα αδιαφανή και άσχημα πράγματα συνέβησαν χτες. Κι επειδή ό,τι κι αν ισχυρίζεται ο σημερινός ΥΠΟΙΚ εμείς έχουμε μνήμη, να πούμε ότι:  

• Το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο εισήλθε στο Χρηματιστήριο το 2006 με τις καλύτερες προοπτικές και την αξία της μετοχής στα 10 ευρώ. Τον Φεβρουάριο του 2007, η μετοχή άγγιξε τα 17.5 ευρώ και δεκάδες χιλιάδες μικρομέτοχοι εμπιστεύθηκαν τις οικονομίες τους στην τράπεζα αγοράζοντας τις μετοχές της. Τον τελευταίο καιρό η μετοχή του ΤΤ διαπραγματεύονταν στη ζώνη 0,25 έως 0,60 ευρώ, σήμερα το πρωί έπεσε στα 0,17 ευρώ και το μεσημέρι τέθηκε σε αναστολή.

• Το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο μέχρι πολύ πρόσφατα θεωρούνταν και ήταν η καλύτερη τράπεζα της αγοράς.  Είχε δείκτη χορηγήσεων προς καταθέσεις 65 % ενώ οι άλλες τράπεζες είχαν άνω του 100 %, υγιείς καταθέσεις με μεγάλη διασπορά συνολικά 11 δις και καθυστερημένα δάνεια περίπου 3% τη στιγμή που τα κόκκινα δάνεια του υπόλοιπου τραπεζικού συστήματος ήταν στο 20%. Συν τοις άλλοις, στα τεστ αντοχής του 2010, το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο είχε τον καλύτερο δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας.

• Το ΤΤ είχε το 35% του ενεργητικού του σε ελληνικά ομόλογα αλλά η διοίκηση Φιλιππίδη είχε αγοράσει CDs προκειμένου να προστατέψει τους μετόχους της από τυχόν απώλειες, πλην όμως η κυβέρνηση την υποχρέωσε να τα πουλήσει. Ποιος θα δώσει λόγο γι’αυτό στους χιλιάδες μικρομετόχους του ΤΤ που θα χάσουν τα λεφτά τους; Ποιος θα δώσει λόγο για τη δεύτερη – μετά το κούρεμα των φυσικών προσώπων του PSI – κλοπή του ελληνικού κράτους σε βάρος μιας μερίδας πολίτων του που εμπιστεύτηκαν το δημόσιο και τις δημόσιες εταιρίες;  Έχουν καταλάβει αυτές οι κυβερνήσεις ότι σαρώνουν τα όποια ψήγματα εμπιστοσύνης των πολιτών τους τούς έχουν απομείνει;

Ζάπινγκ στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες

Τετάρτη 29 Αυγούστου 2012: άλλη μια μέρα χτες με το δραματικό σήριαλ της Ευρωζώνης σε πλήρη εξέλιξη και να τι θα βλέπαμε αν πηδάγαμε από πρωτεύουσα σε πρωτεύουσα.

Αθήνα: όλοι περίμεναν χτες τις ανακοινώσεις της πολυαναμενόμενης σύσκεψης των πολιτικών αρχηγών, που υποτίθεται ότι θα οριστικοποιούσε το πακέτο δημοσιονομικών περικοπών 11.5 δις ευρώ που προβλέπει για φέτος το δεύτερο μνημόνιο. Σαμαράς, Βενιζέλος και Κουβέλης συναντήθηκαν πράγματι με τον υπουργό Οικονομικών Γ. Στουρνάρα, τα είπαν για δυο ολόκληρες ώρες αλλά βγήκαν έξω λέγοντας καθένας τους κάτι διαφορετικό. Ο ΥΠΟΙΚ Γιάννης Στουρνάρας μας είπε ότι το πακέτο έχει κλείσει, τα βασικά μέτρα έχουν οριστικοποιηθεί και μένουν ανοιχτά μόνο κάποια ‘ελάσσονα ζητήματα’, όπως τα αποκάλεσε – για να παραδεχτεί βεβαίως αργότερα ότι τα ‘ελάσσονα’ δεν ήταν καθόλου ‘ελάσσονα’ αφού παραμένει ορθάνοιχτο το μείζον ζήτημα των περικοπών στα ειδικά μισθολόγια (διπλωματών, δικαστών, ενστόλων, αρχιερέων, γιατρών του ΕΣΥ και πανεπιστημιακών). Ο Βενιζέλος πάλι μας είπε ότι οι πολιτικοί αρχηγοί δεν μπήκαν στις λεπτομέρειες του πακέτου και ότι χρειάζεται εξειδίκευση των μέτρων – άρα, δεν έχει γίνει μέχρι στιγμής εξειδίκευση; Και ο Φώτης Κουβέλης δήλωσε ότι η προσπάθεια να εξευρεθούν τα 11,5 δις ευρώ συνεχίζεται, πρόσθεσε όμως ότι ο ίδιος έχει θέσει κόκκινες γραμμές σε ό,τι αφορά τις οριζόντιες περικοπές ώστε να μην έχουμε ‘περαιτέρω μάτωμα της ελληνικής κοινωνίας’ – τώρα μάλιστα… Ο ίδιος ο πρωθυπουργός Α. Σαμαράς, από την πλευρά του, εξέφρασε δια ‘συνεργατών’ την κατανόησή του για τις δυσκολίες των κυβερνητικών εταίρων και για τη θέση τους έναντι των ψηφοφόρων τους αλλά και την πεποίθησή του ότι θα υπάρξει συμφωνία γιατί η προσπάθεια έχει ‘εθνικά χαρακτηριστικά’, όπως είπε, και είναι πάνω από κόμματα.
 Α ναι, στην Αθήνα  είχαμε κι εκείνη την απίστευτη διαρροή του Υπουργείου Οικονομικών περί επιβολής ενός νέου φόρου, του λεγόμενου τέλους ακινησίας ΙΧ στις εκατοντάδες χιλιάδες των ιδιοκτητών αυτοκινήτων που έχουν καταθέσει πινακίδες επειδή δεν είχαν να πληρώσουν τα τέλη κυκλοφορίας!… Ειπώθηκε μάλιστα ότι αυτό το νέο τέλος σκέφτονται να είναι στο μισό των τελών κυκλοφορίας!… Κι ο κόσμος τρελάθηκε!..  Τι καταπληκτική ιδέα, είπαμε όλοι, αντάξια της επιβολής του χαρατσιού της ΔΕΗ αδιακρίτως επί φτωχών και πλουσίων και των τεκμηρίων κατοικίας ακόμη και επί των μη επιδοτούμενων ανέργων. Το βράδυ βέβαια το διέψευσαν… Καλά…

Μαδρίτη: το προχτεσινό αίτημα διάσωσης της Καταλονίας πέρασε στα πρωτοσέλιδα του χθεσινού ισπανικού Τύπου, μαζί με τα νέα αρνητικότερα των προηγούμενων νούμερα για την οικονομία που έδωσε στη δημοσιότητα η στατιστική υπηρεσία διαπιστώνοντας ύφεση 1.3% στο δεύτερο τρίμηνο. Καημένη Ισπανία, ακολουθείς την τύχη της Ελλάδας με μεγάλα βήματα, αναφωνήσαμε εμείς από την Αθήνα βλέποντας τα νούμερα για την φυγή των καταθέσεων από τις ισπανικές τράπεζες που βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη. Σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσε χτες στη δημοσιότητα η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, οι καταθέσεις των ισπανικών τραπεζών μειώθηκαν το μήνα Ιούλιο σε 1.51 τρις ευρώ: η φυγή κεφαλαίων ήταν συγκεκριμένα της τάξης των 75 δις ευρώ, ή 4.7% διαρροή έναντι του μηνός Ιουνίου.
 «Η Καταλονία έχει πρόβλημα ρευστότητας, δεν μπορεί να διαχειριστεί τις λήξεις του χρέους της κι αυτό είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε όλοι μας σε αυτή τη χώρα», δήλωσε ο Ισπανός πρωθυπουργός Μαριάνο Ραχόι. Η Μαδρίτη θα χρηματοδοτήσει βεβαίως την Καταλονία από το ειδικό ταμείο ρευστότητας για τη στήριξη των περιφερειών της – με χρήματα που θα περάσουν άραγε στο ισπανικό δημόσιο χρέος; Αυτό η κυβέρνηση Ραχόι το αφήνει θεληματικά ασαφές – ζητώντας της να λάβει κι άλλα μέτρα λιτότητας. Παράλληλα, όμως φαίνεται ότι ο συντηρητικός Ισπανός πρωθυπουργός θα επιχειρήσει να εκμεταλλευτεί την ανάγκη της Καταλονίας για διάσωση προκειμένου να περιορίσει την πολιτική και οικονομική της αυτονομία.

Βερολίνο: η Γερμανίδα καγκελάριος Αγγέλα Μέρκελ συνάντησε χτες τον τεχνοκράτη Ιταλό πρωθυπουργό Μάριο Μόντι. Μετά βγήκαν οι δυο τους σε κοινή συνέντευξη Τύπου και μας είπαν μια από τα ίδια παραμύθια: ότι η Ευρωζώνη κάνει πρόοδο στην αντιμετώπιση της κρίσης, ότι τα σκληρά μέτρα λιτότητας και μεταρρυθμίσεων που επιβάλλονται στο Νότο αρχίζουν να δίνουν θετικά αποτελέσματα, ότι είναι πεπεισμένοι πως ο δρόμος της λιτότητας και των μεταρρυθμίσεων είναι ο σωστός, ότι με όλα αυτά θα ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα  της Ευρώπης σαν συνόλου και όλα αυτά τέλος πάντων τα γνωστά που ποσώς ενδιαφέρουν τους ανέργους ή τους δανεισμένους επιχειρηματίες της Ιταλίας οι οποίοι με την κρίση είδαν τη ζωή τους να τινάζεται στον αέρα. Η χθεσινή συνάντηση Μέρκελ-Μόντι ήταν στα πρότυπα των συναντήσεων Μέρκελ-Ολάντ και Μέρκελ-Σαμαρά, δηλαδή δεν είχε είδηση ούτε νέες ανακοινώσεις, άρα μάλλον εντάσσεται σε έναν γύρο ‘διπλωματίας της κρίσης’ που βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη στη γερμανική πρωτεύουσα με στόχο να εμπνεύσει αυτοπεποίθηση στην Ευρώπη και εμπιστοσύνη στις αγορές. Εν αναμονή βεβαίως της κρίσιμης απόφασης του γερμανικού συνταγματικού δικαστηρίου για τη νομιμότητα των ευρωπαϊκών μηχανισμών διάσωσης στις 12 Σεπτεμβρίου αλλά και του πρώτου συμβουλίου της ΕΚΤ στις 6 Σεπτεμβρίου, όπου αναμένεται πως ο Μάριο Ντράγκι θα κάνει τις πολυαναμενόμενες ανακοινώσεις του για τα σχέδια της ΕΚΤ ως προς τον έλεγχο του κόστους δανεισμού της Ισπανίας και της Ιταλίας.

Φραγκφούρτη: χτες ο Μάριο Ντράγκι έκανε κάτι σχετικά ασυνήθιστο για πρόεδρο της ΕΚΤ. Έγραψε ένα σχόλιο στη γερμανική εφημερίδα Ντι Τσάιτ, με το οποίο κάρφωσε εμμέσως πλην σαφώς το μεγάλο αφεντικό της Budesbank Γιενς Βάιντμαν κατηγορώντας τον για αντιευρωπαϊκή συμπεριφορά.Η ΕΚΤ «πάντα θα ενεργεί στο πλαίσιο της εντολής της», σημείωσε χαρακτηριστικά στο σχόλιό του ο Μάριο Ντράγκι. «Παρά ταύτα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η εκπλήρωση της εντολής μας  απαιτεί μερικές φορές από μας να πηγαίνουμε πέρα από τα τυπικά νομισματικά εργαλεία. Η ΕΚΤ δεν είναι πολιτικός θεσμός. Αλλά είναι δεσμευμένη στις ευθύνες της ως θεσμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ως τέτοιος, δεν θα εγκαταλείψουμε ποτέ την αποστολή μας να εγγυηθούμε ένα σταθερό και ισχυρό νόμισμα. Τα τραπεζογραμμάτια που εκδίδουμε φέρουν την ευρωπαϊκή σημαία και είναι ένα ισχυρό σύμβολο της ευρωπαϊκής ταυτότητας». Με τον τρόπο αυτό ο πρόεδρος της ΕΚΤ απαντούσε με έναν ασυνήθιστα επίσημο τρόπο σε  συνέντευξη του Βάιντμαν στο περιοδικό Der Spiegel της 26ης Αυγούστου, στην οποία ο πρόεδρος της γερμανικής κεντρικής τράπεζας δήλωνε αντίθετος στις αγορές ομολόγων της ΕΚΤ επειδή, είπε, αυξάνουν την εξάρτηση των κρατών από την κεντρική τράπεζα και δεν λύνουν την κρίση χρέους της Ευρωζώνης. Τουτέστιν η διαμάχη Ντράγκι-Βάιντμαν σχετικά με το δέον γενέσθαι για τη στήριξη της Ισπανίας και της Ιταλίας από την ΕΚΤ κλιμακώνεται εν όψει του διοικητικού συμβουλίου της κεντρικής τράπεζας της 6ης Σεπτεμβρίου και περιμένουμε με ενδιαφέρον να δούμε αν και πώς θα ξεσπάσει…


Τα σαθρά ποδάρια της ευρωπαϊκής συζήτησης περί ανταγωνιστικότητας

Την Παρασκευή 24 Αυγούστου ο υπουργός Εργασίας Γιάννης Βρούτσης έστειλε επιστολή προς τις ενώσεις εργαζομένων και εργοδοτών ζητώντας τους να συνεχίσουν το διάλογο για τις εργασιακές σχέσεις και τους μισθούς. Οι πληροφορίες μας αναφέρουν ότι παρά τη δραματική μείωση του κατώτατου μισθού, τις αλλαγές στις κλαδικές συμβάσεις με την κατάργηση της μετενέργειας και την επέκταση των ευέλικτων μορφών εργασίας, η τρόικα δεν είναι ικανοποιημένη επειδή το μοναδιαίο κόστος εργασίας στην Ελλάδα δεν έχει μειωθεί ακόμη αρκετά ή πάντως όχι τόσο όσο θα ήθελε. Έτσι θα ζητήσει από την κυβέρνηση νέες αλλαγές στην εργατική νομοθεσία, και πιθανότατα ο ορισμός του κατώτατου μισθού να φύγει οριστικά από το πεδίο των συλλογικών διαπραγματεύσεων και να περάσει στις αρμοδιότητες της κυβέρνησης. 

Η συνταγή της τρόικας για τους μισθούς
και τα εργατικά


Η συνταγή μείωσης των μισθών δια μέσου μιας εκ θεμελίων αλλαγής της εργατικής νομοθεσίας δεν αφορά μόνο την Ελλάδα αλλά αποτελεί τη συνταγή για όλες τις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου. Ο στόχος της παρέμβασης είναι να σπάσει το παραδοσιακό σύστημα των συλλογικών διαπραγματεύσεων σε κεντρικό επίπεδο, δηλαδή μεταξύ εργοδοτικών ενώσεων και συνδικάτων και ο κατώτατος μισθός να ορίζεται νομοθετικά από το κράτος – δηλαδή από τις κυβερνήσεις που ως χρηματοδοτούμενες από την ευρωπαϊκή τρόικα είναι ευεπίφορες σε εκβιασμούς – ενώ αντίθετα οι συλλογικές διαπραγματεύσεις να κατατεμαχιστούν σε πολλά μικρά κομμάτια: οι μισθοί του ιδιωτικού τομέα να ρυθμίζονται στο επίπεδο της κάθε εταιρείας χωριστά και όχι σε κλαδικό επίπεδο προκειμένου οι επιχειρηματίες να μην έχουν να αντιμετωπίσουν ισχυρά συνδικάτα. Υποτίθεται ότι με όλα αυτά θα λυθεί η κρίση μέσα από την εξής διαδικασία: αρχικά θα μειωθεί το κόστος εργασίας στο Νότο, έτσι τα προϊόντα του θα γίνουν πιο ανταγωνιστικά, θα αυξηθούν οι εξαγωγές του, θα μειωθούν τα ελλείμματά του και θα αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη των αγορών. 
Το βασικό πρόβλημα της συγκεκριμένης συνταγής που αποκλήθηκε πολιτική ‘εσωτερικής υποτίμησης’ είναι βεβαίως ότι φτωχοποιεί τους λαούς της ευρωπαϊκής περιφέρειας. Κι αυτό γίνεται επειδή – κατά παραβίαση των αρχών της ελεύθερης αγοράς που η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει ως επίσημη ιδεολογία της – η συνταγή καταργεί μονομερώς την ελευθερία των κοινωνικών εταίρων στο πεδίο των αγορών απασχόλησης προάγοντας την παρέμβαση του κράτους, αφήνει όμως στο απυρόβλητο την ελευθερία στο επίπεδο των αγορών προϊόντων.  Το αποτέλεσμα είναι να μειώνονται μόνο οι μισθοί των εργαζομένων στο Νότο, αλλά οι τιμές αντίστροφα να αυξάνονται – λόγω της αύξησης των φορολογικών βαρών, της αύξησης του κόστους δανεισμού, των εισαγωγών προϊόντων από άλλες χώρες που δεν έχουν πιεσμένη ζήτηση κλπ. Γι’ αυτό ο κόσμος αντιδρά. Ο κόσμος αντιδρά γιατί βλέπει ότι η ευρωπαϊκή στρατηγική – η συνταγή ‘ανάπτυξη μέσω λιτότητας δια μέσου της ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας’ – δεν έχει αποτελέσματα ή μάλλον έχει αποτελέσματα αλλά αυτά είναι αρνητικά.

Η βασική υπόθεση των ευρωπαϊκών προγραμμάτων…

Για να καταλάβουμε γιατί συμβαίνει αυτό, πρέπει καταρχήν να δούμε ποιο είναι το πρόβλημα το οποίο στοχεύει να αντιμετωπίσει αυτή η πολιτική. Σύμφωνα με την κυρίαρχη ευρωπαϊκή αφήγηση, ο πιο σημαντικός παράγοντας που προκάλεσε την ευρωπαϊκή κρίση ήταν η επιδείνωση της ανταγωνιστικότητας των κρατών του ευρωπαϊκού Νότου σε σχέση με τα κράτη του ευρωπαϊκού Βορρά: κατά την δεκαετία του ευρώ, μας λέει η επίσημη άποψη, οι μισθοί των εργαζομένων στα κράτη του ευρωπαϊκού Νότου αυξήθηκαν πολύ ταχύτερα από την παραγωγικότητα, αυτό μείωσε την ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής περιφέρειας κι έτσι οι εξαγωγές των χωρών αυτών έγιναν μη ανταγωνιστικές. Για όποιον δέχεται αυτή την άποψη, η σωστή πολιτική συνταγή είναι η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των κρατών της ευρωπαϊκής περιφέρειας προκειμένου να ξανακερδίσουν τα χαμένα μερίδια αγοράς τους, πράγμα που με τη σειρά του μπορεί να επιτευχθεί μέσω της ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας των τιμών. Αυτό παραδοσιακά γινόταν μέσω της υποτίμησης του νομίσματος, από τη στιγμή όμως που τα κράτη της Ευρωζώνης δεν μπορούν να υποτιμήσουν το νόμισμά τους, προκύπτει ότι η ‘σωστή’ πολιτική είναι η αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας μέσω της εσωτερικής υποτίμησης, και πρωτίστως μέσω της μείωσης των μισθών των εργαζομένων. Κι επειδή, σύμφωνα με την ίδια άποψη, η αύξηση των μισθών της ευρωπαϊκής περιφέρειας οφείλονταν στα ισχυρά συνδικάτα, έπεται ότι η λύση για τους Ευρωπαίους τεχνοκράτες είναι να σπάσουν τις συλλογικές διαπραγματεύσεις και να βάλουν τι κυβερνήσεις να νομοθετήσουν ό,τι ρυθμίσεις χρειάζονται προκειμένου να πέσει το κόστος εργασίας.

… δεν ευσταθεί

Μόνο που όσο περνάει ο καιρός, τόσο πληθαίνουν οι οικονομικές μελέτες που δείχνουν ότι η άποψη αυτή είναι εν τέλει αθεμελίωτη και ότι η ίδια η βασική υπόθεση της ευρωπαϊκής πολιτικής των παρεμβάσεων στις αγορές απασχόλησης του ευρωπαϊκού Νότου, δηλαδή η εξήγηση της κρίσης ως οφειλόμενης στην μείωση της ανταγωνιστικότητας των κρατών του Νότου έναντι του Βορρά δεν ευσταθεί και πολύ περισσότερο δεν οφείλεται στη δράση των  ισχυρών συνδικάτων.
Μια τέτοια μελέτη που είδαμε πρόσφατα στο VoxEU.org ήταν η μελέτη των οικονομολόγων της Τράπεζας της Γαλλίας Guillaume Gaulier, Vincent Vicard και της οικονομολόγου της Παγκόσμιας Τράπεζας Daria Taglioni, που επισημαίνει ότι κατά τη δεκαετία του ευρώ με μοναδική εξαίρεση τη Γαλλία, καμία χώρα της Ευρωζώνης δεν έχασε εξαγωγές, αντιθέτως όλες είχαν περίπου την ίδια αύξηση εξαγωγών, τόσο εκείνες με υψηλό μοναδιαίο κόστος εργασίας όπως η Ελλάδα, η Ιρλανδία, η Ισπανία και η Πορτογαλία όσο με χαμηλό όπως η Γερμανία, η Αυστρία και η Φιλανδία. Οι τρεις οικονομολόγοι τονίζουν ότι όντως στα χρόνια του ευρώ υπήρξε για τις χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας σημαντική σχέση ανάμεσα στην αύξηση του κόστους εργασίας,  την αύξηση των εισαγωγών και την εμφάνιση ή αύξηση των εμπορικών ελλειμμάτων, αντίθετα όμως από ό,τι λέει η άποψη της τρόικας δεν υπήρξε σχέση ανάμεσα στην αύξηση του κόστους εργασίας και τις εξαγωγές τους – που όπως είπαμε δεν μειώθηκαν – γιατί η μεγάλη άνοδος του κόστους εργασίας συνέβη στους κλάδους των μη εμπορεύσιμων αγαθών – δηλαδή σε ό,τι δεν εξάγονταν. 

Ο ρόλος των ευρωπαϊκών διευρύνσεων
Άλλη μια ενδιαφέρουσα μελέτη που καταρρίπτει τον ίδιο μύθο είναι η δουλειά των Thomas Grennes και Andris Stradzs με τον ωραίο τίτλο ‘Ο Ελέφαντας στο Δωμάτιο της Ευρωπαϊκής Συζήτησης για την Ανταγωνιστικότητα’ που βρήκαμε στο Economonitor. Μελετώντας τις μεταβολές του μεριδίου εξαγωγών των ευρωπαϊκών κρατών σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατά τη δεκαετία του 2000, οι δύο ερευνητές καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι  η απώλεια της ανταγωνιστικότητας των οικονομιών του ευρωπαϊκού Νότου προς όφελος της υπερανταγωνιστικής Γερμανίας είναι όντως μύθος και ότι αυτό που στην πραγματικότητα συνέβη την περασμένη 10ετία στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ότι άλλαξαν τα μερίδια αγοράς εξαγωγών των κρατών λόγω των δύο διαδοχικών διευρύνσεων της Ένωσης με νέα μέλη από την Ανατολική Ευρώπη το 2004 και το 2007. Τα νέα κράτη μέλη που είχαν χαμηλότερους μισθούς και κόστη παραγωγής – ορισμένα εκ των οποίων ούτε καν είχαν συνδέσει το νόμισμά τους με το ευρώ – επωφελήθηκαν από τη σταδιακή φιλελευθεροποίηση του εμπορίου και πήραν μερίδια αγοράς από τα έως τότε μέλη. 
Ένα τρίτο επιχείρημα που έχει γίνει πια κοινός τόπος σε σημείο που να αναπαράγεται πλέον  από τον οικονομικό Τύπο (ο λόγος για το άρθρο του Μάθιου Ντάλτον, στη Wall Street Journal της 13ης Αυγούστου με τίτλο ‘Βοηθά η μεταρρύθμιση των μισθών’) είναι ότι κατά τη δεκαετία του ευρώ οι μισθοί δεν ανέβηκαν μόνο στην ευρωπαϊκή περιφέρεια όπου υπήρχαν ισχυρά συνδικάτα αλλά και σε κάποια κράτη της Βαλτικής και της Ανατολικής Ευρώπης με αδύναμα συνδικάτα και χωρίς καν σύστημα συλλογικών διαπραγματεύσεων. Είναι μάλιστα ενδιαφέρον ότι σε ορισμένες από αυτές τις χώρες οι μισθοί ανέβηκαν πολύ περισσότερο από ό,τι στα κράτη της ευρωπαϊκής περιφέρειας υποδεικνύοντας την ύπαρξη ενός πολύ ευρύτερου φαινομένου, ενός πραγματικού ‘σοκ ζήτησης’.

Από τη γερμανική λιτότητα του 1990
στο ευρωπαϊκό σοκ ζήτησης του 2000


Με δυο λόγια: όλο και περισσότεροι οικονομολόγοι μας λένε σιγά - σιγά ότι όλες οι βασικές υποθέσεις  της τρόικας των δανειστών και των ευρωπαϊκών προγραμμάτων δεν ισχύουν κι ότι τα φαινόμενα της αύξησης των αμοιβών και της λεγόμενης ‘απώλειας  της ανταγωνιστικότητας’ του ευρωπαϊκού Νότου οφείλονται σε μια ευρύτερη δυναμική. Η οποία είναι η εξής: στη δεκαετία του 1990, στη Γερμανία οι εργοδοτικές ενώσεις και τα συνδικάτα είχαν συμφωνήσει σε μια πολιτική συγκράτησης των μισθών  προκειμένου να απορροφηθεί το δημοσιονομικό σοκ της ένωσης των δύο Γερμανιών και να μειωθεί το υψηλό ποσοστό ανεργίας. Στα επόμενα 10 χρόνια η συγκράτηση των μισθών στη Γερμανία συμπίεζε διαρκώς την εγχώρια κατανάλωση. Στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 2000, προστέθηκε η επιπλέον   ανάγκη να απορροφηθεί το σοκ από τη φούσκα ακινήτων που είχε προκύψει στην ανατολική Γερμανία και το 2003 η γερμανική οικονομία πέρασε σε στασιμότητα. Έτσι για πολλά χρόνια η Γερμανία ενίσχυε διαρκώς την ανταγωνιστικότητά της, αύξανε το εμπορικό της πλεόνασμα σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης κι αυτό το πλεόνασμα αναζητούσε επενδυτικές ευκαιρίες.
Επειδή όμως λόγω της πολιτικής συμπίεσης της εγχώριας ζήτησης οι επενδυτικές ευκαιρίες στη γερμανική αγορά ήταν ελάχιστες ενώ η δημιουργία του ευρώ και η ευφορία που τη συνόδευσε καλλιεργούσε την εντύπωση ότι όλα τα κράτη της Ευρωζώνης ή ακόμα και κράτη που είχαν προχωρήσει σε σύνδεση του νομίσματός τους με το ευρώ, ήταν ασφαλή, οι γερμανικές τράπεζες άρχισαν να επενδύουν κεφάλαια σε όλη την Ευρώπη αναζητώντας υψηλότερες αποδόσεις. Τα κεφάλαια αυτά που ήταν όχι μόνο γερμανικά, αλλά και ολλανδικά, αυστριακά, βελγικά – ή και προέρχονταν από χώρες εκτός του ευρώ, για παράδειγμα τη Σουηδία – τροφοδότησαν  πληθωριστική ανάπτυξη στα κράτη της ευρωπαϊκής περιφέρειας και της ανατολικής Ευρώπης, τουλάχιστον στις χώρες εκείνες που είχαν συνδέσει το νόμισμά τους με το ευρώ. Το χρήμα αυτό ως επί το πλείστον κατευθύνθηκε στους κλάδους των μη εμπορεύσιμων αγαθών και πρωτίστως στην κατασκευή κατοικιών, δημιουργώντας ένα σοκ ζήτησης που φούσκωσε  τις τιμές και τις αμοιβές. Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι μεγαλύτερες ή μικρότερες φούσκες ακινήτων αναπτύχθηκαν σε όλες τις χώρες όπου κατευθύνθηκαν τα πλεονάσματα του Βορρά, από τα παράλια της Ισπανίας και τις ιρλανδικές πόλεις, ως την Αττική και τη Ρίγα της Βαλτικής.

Η αδράνεια της ΕΚΤ

Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα μπορούσε να είχε βάλει φρένο σε όλα αυτά αλλά δεν το έκανε γιατί η απουσία ανάπτυξης στη γερμανική οικονομία – που και μόνο λόγω του μεγέθους της βαραίνει πολύ στα συνολικά νούμερα της Ευρωζώνης – κρατούσε τον συνολικό πληθωρισμό  κοντά στο στόχο του 2%. Αν η ΕΚΤ είχε αυξήσει τα επιτόκια εκείνο τον καιρό όπως χρειάζονταν για τα κράτη της ευρωπαϊκής περιφέρειας, θα κινδύνευε να βουλιάξει τη Γερμανία στην ύφεση και αυτό θα θεωρούνταν τρομερή αποτυχία. Κάτι άλλο που θα μπορούσε να έχει βοηθήσει στον έλεγχο των πληθωριστικών πιέσεων στην ευρωπαϊκή περιφέρεια και την ανατολική Ευρώπη ήταν οι κεφαλαιακοί έλεγχοι, αλλά ως γνωστόν η ιδεολογία της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι η ελεύθερη οικονομία, οπότε οι κεφαλαιακοί έλεγχοι απαγορεύονται από τις ευρωπαϊκές συνθήκες. Κι έτσι φτάσαμε στην κρίση…
Και για να καταλήξουμε κάπου: όσο αυξάνουν οι μελέτες για το τι έγινε πραγματικά στην περιφέρεια κατά τη δεκαετία του ευρώ, όλο και πληθαίνουν οι οικονομολόγοι που συνιστούν αλλαγή της ευρωπαϊκής πολιτικής με ανάληψη του βάρους της κρίσης και από τον πλεονασματικό Βορρά. Ας δούμε για παράδειγμα τι προτείνουν οι Guillaume Gaulier, Daria Taglioni, Vincent Vicard: «Η ανάλυσή μας δείχνει ότι οι υπάρχοντες εξαγωγείς από τις χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας είναι αρκετά ανταγωνιστικοί ώστε να απαντήσουν θετικά σε τυχόν αύξηση της εξωτερικής ζήτησης. Κατά συνέπεια βασική πολιτική μέριμνα πρέπει να είναι η αύξηση της ζήτησης για εμπορεύσιμα αγαθά. Και καθώς οι εξαγωγές της ευρωπαϊκής περιφέρειας κατευθύνονται εντός της Ευρώπης, η βιωσιμότητα της εσωτερικής ζήτησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση και η αύξηση της ζήτησης στις πλεονασματικές χώρες είναι τόσο σημαντική όσο η μείωση των εισαγωγών στις χώρες της περιφέρειας και η επέκταση της εξαγωγικής τους βάσης. Ενώ η μεταφορά των εργαζομένων από τις μη παραγωγικές περιοχές της οικονομίας προς τις πιο παραγωγικές μπορεί να βοηθήσει την ενίσχυση της συνολικής παραγωγικότητας, η παράλληλη επιβολή σκληρών μειώσεων των μισθών στις διάφορες χώρες μπορεί να έχει το αρνητικό αποτέλεσμα να κάνει την προσαρμογή μέσω της μείωσης της ζήτησης και των τιμών που ήδη συντελείται πιο οδυνηρή και κοινωνικά αβάσταχτη».

Τι θα έπρεπε να γίνει

Με δυο λόγια αυτό που κυρίως προτείνεται να βοηθήσει επιτέλους λίγο την απορρόφηση των κραδασμών στην ευρωπαϊκή περιφέρεια και η Γερμανία και τα άλλα πλεονασματικά κράτη (αφού ως γνωστόν σε μια ένωση τα πλεονάσματα του ενός είναι τα ελλείμματα του άλλου) αντιστρέφοντας την πολιτική της και μειώνοντας τα πλεονάσματα της – πράγμα που αρνείται ακόμη να κάνει το Βερολίνο – αλλά και να μεταφερθούν εργαζόμενοι και δραστηριότητες προς τους κλάδους των εμπορεύσιμων αγαθών – η γνωστή μας ως ‘παραγωγική ανασυγκρότηση’ που βεβαίως δεν προβλέπεται σε κανένα μνημόνιο και για την οποία όλα τα κόμματα μας λένε ότι όντως την χρειάζεται πολύ η χώρα μας αλλά κανένα δεν καταθέτει μια συγκεκριμένη πολιτική πρόταση για το πώς θα γίνει – και δη υπό τις σημερινές μνημονιακές συνθήκες. Τέλος, συνίσταται να πάψει η συντριπτική συμπίεση των μισθών – ιδίως των ήδη χαμηλών μισθών του ιδιωτικού τομέα – αφού δεν βοηθά ουσιαστικά στην επίλυση της κρίσης ενώ παράλληλα δημιουργεί εκρηκτικές κοινωνικές συνθήκες.
Αυτά λένε οι οικονομολόγοι, τους ακούν όμως οι πολιτικοί; 

Πώς η υποτίμηση του ευρώ βοηθά την Ελλάδα και την ευρωπαϊκή περιφέρεια

Την Παρασκευή 17 Αυγούστου η Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία έδωσε στη δημοσιότητα τα στοιχεία ισοζυγίου πληρωμών μηνός Ιουνίου για τα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σύμφωνα με τη σχετική ανακοίνωση, το εμπορικό ισοζύγιο – εξαγωγές πλην εισαγωγών – παρουσίασε σημαντική βελτίωση φτάνοντας τα 3,7 δις ευρώ το μήνα Ιούνιο. Το νούμερο αυτό σημαίνει   μάλιστα σε ετησιοποιημένη βάση σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης την μετατροπή του – μικρού – εμπορικού ελλείμματος της τάξης των 7.4 δις ευρώ του έτους 2011 σε πλεόνασμα της τάξης των 66,1 δις ευρώ για το έτος 2012.

Η Eurostat έδωσε επίσης αναλυτικά στοιχεία για τις επιμέρους εθνικές οικονομίες και μάλιστα χωριστά σε ό,τι αφορά τις συναλλαγές τους εντός και εκτός Ευρωζώνης. Ιδίως τα στοιχεία για τις μεταβολές στις συναλλαγές εντός Ευρωζώνης θεωρούνται σημαντικά γιατί μπορούν να μας βοηθήσουν να εκτιμήσουμε αν και σε ποιο βαθμό προχωρά η επιδιωκόμενη προσαρμογή των ανισορροπιών μεταξύ των κρατών του πυρήνα και των κρατών της ευρωπαϊκής περιφέρειας που εφαρμόζουν προγράμματα λιτότητας, εσωτερικής υποτίμησης  και μεταρρυθμίσεων με στόχο την αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητάς τους έναντι των οικονομιών του πυρήνα.

Αυτό που δείχνουν λοιπόν τα δημοσιευμένα στοιχεία της Eurostat είναι ότι από τον Ιούνιο του 2011 έως τον Ιούνιο του 2012 έχει πράγματι συντελεστεί κάποια αποκατάσταση των ανισορροπιών εντός της Ευρωζώνης, δηλαδή έχουν αυξηθεί κάπως οι εξαγωγές της ευρωπαϊκής περιφέρειας και έχουν μειωθεί τα πλεονάσματα των κρατών του πυρήνα – αλλά όχι σε αξιοσημείωτο και πάντως όχι στον επιθυμητό βαθμό. Συγκεκριμένα, οι εξαγωγές ως μερίδιο του ΑΕΠ έχουν μειωθεί στη Γερμανία (-0.4%), όχι όμως και στην Ολλανδία η οποία έχει αυξήσει κι άλλο το εμπορικό πλεόνασμά της (κατά 1.2%), το οποίο φτάνει πλέον το 25.1% της ΑΕΠ της. Από τον ευρωπαϊκό Νότο, η Ελλάδα, η Ισπανία  και η Ιταλία έχουν αυξήσει το μερίδιο των εξαγωγών τους κατά 0.9%, 0.1% και 0.4% αντίστοιχα – δηλαδή όχι εντυπωσιακά. Η μόνη χώρα που έχει παρουσιάσει σημαντική βελτίωση της εμπορικού ισοζυγίου της σε ετησιοποιημένη βάση στο πλαίσιο των συναλλαγών της με την Ευρωζώνη, της τάξης του 2.6%, είναι η Πορτογαλία. Αντίθετα, η Γαλλία (-0.4%) και απρόσμενα η Ιρλανδία (-0.3%) έχουν δει επιδείνωση της θέσης τους. Το συμπέρασμα από όλα αυτά τα νούμερα είναι ότι αν και υπάρχει μια μικρή τάση αποκατάστασης των ανισορροπιών εντός της Ευρωζώνης καθώς εφαρμόζονται προς τούτο ειδικά προγράμματα μείωσης του εργασιακού κόστους στην ευρωπαϊκή περιφέρεια, η προσαρμογή είναι πολύ μικρή, δεν έχει την απαιτούμενη δυναμική, ενώ υπάρχουν και λάθος κινήσεις, με την επιδείνωση της θέσης της Γαλλίας και την αύξηση των ολλανδικών πλεονασμάτων. 

Αντίθετα, πολύ πιο θετική είναι η εικόνα των στοιχείων που αφορούν το εμπορικό ισοζύγιο των κρατών μελών του ευρώ με τα κράτη εκτός ευρώ. Εδώ, χάρη στην πραγματική υποτίμηση της συναλλαγματικής ισοτιμίας του ευρώ έναντι ενός καλαθιού εμπορικά σταθμισμένων νομισμάτων, το εμπορικό ισοζύγιο όλων των χωρών της Ευρωζώνης έναντι των κρατών μη μελών του ευρώ εμφανίζει σημαντική βελτίωση το μήνα Ιούνιο – με μοναδική εξαίρεση το ισοζύγιο της Ιρλανδίας που είχε μικρή πτώση. Σε ετησιοποιημένο επίπεδο μάλιστα (Ιούνιος 2011-Ιούνιος 2012), όλες οι χώρες μέλη του ευρώ πλην Ολλανδίας (-2.7%) εμφανίζουν βελτίωση του εμπορικού ισοζυγίου τους ως αναλογία του ΑΕΠ έναντι των κρατών που δεν μετέχουν στο ευρώ. Αξίζει να σημειωθεί μάλιστα ότι τη μεγαλύτερη αναλογικά αύξηση της τάξης του 2.8% είχε η Ελλάδα, με δεύτερη τη Γερμανία με αύξηση 1.4%, τρίτη την Ιταλία με αύξηση 1.3%, ενώ ακολουθούν η Ιρλανδία και η Πορτογαλία με  1%, η Ισπανία με 0.4% και η Γαλλία με 02.%.

Τι μας λένε όλα αυτά; Αφενός η ισχυρή άνοδος των εξαγωγών των κρατών του ευρώ και ιδίως της χώρας μας προς τις χώρες εκτός ευρώ και αφετέρου ο ελάχιστος βαθμός της προσαρμογής που έχει συντελεστεί εντός Ευρωζώνης μας δείχνουν ότι αυτό που στην πραγματικότητα βοηθά τις χώρες μέλη του ευρώ και ιδίως την Ελλάδα είναι η υποτίμηση της πραγματικής ισοτιμίας του ευρώ – η υποτίμηση της ονομαστικής ισοτιμίας του ευρώ έναντι του δολαρίου κατά 12.7% που είχε συντελεστεί ως τα τέλη Ιουνίου και συνεπώς η πτώση των σχετικών επιπέδων τιμών των κρατών εντός ευρώ έναντι των κρατών εκτός ευρώ. Διότι εκεί  οφείλεται η όποια βελτίωση στο εμπορικό της ισοζύγιο είχε κυρίως η Ελλάδα αλλά δευτερευόντως και η Ιταλία, η Ισπανία και η Γαλλία. Αντίθετα, με μόνη την εξαίρεση της Πορτογαλίας που κατάφερε να βελτιώσει το εμπορικό της ισοζύγιο και με τις χώρες του ευρώ, η λιτότητα και η εσωτερική υποτίμηση μέσω της υψηλής ανεργίας και της συμπίεσης των αμοιβών στην περιφέρεια δεν φαίνεται να έχουν αποφέρει μέχρι στιγμής παρά μόνον ύφεση και δυστυχία, ιδίως για τις στρατιές των ανέργων του Νότου που όλο και αυξάνουν.

Τι μπορεί να φέρει η ρήξη του Μάριο Ντράγκι με την ηγεμονική Bundesbank

Όταν ο Μάριο Ντράγκι αναλάμβανε την ηγεσία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας πριν εννιά μήνες, έσπευδε να καλοπιάσει τον πρόεδρο της Bundesbank Γιενς Βάιντμαν. Στην πρώτη του συνέντευξη Τύπου ως προέδρος της ΕΚΤ, στις 3 Νοεμβρίου 2011, με αφορμή την ιταλική του καταγωγή αλλά και διάφορα γερμανικά δημοσιεύματα εκείνων των ημερών σύμφωνα με τα οποία ο προκάτοχός του Ζαν Κλοντ Τρισέ είχε αποκλίνει από τις γερμανικές νομισματικές αρχές, ο νέος πρόεδρος της ΕΚΤ ρωτήθηκε από δημοσιογράφο πώς βλέπει τις νομισματικές αρχές της Bundesbank.  Ο Ντράγκι απάντησε εκφράζοντας τον “μεγάλο θαυμασμό του για την παράδοση της Bundesbank”. «Σε ό,τι αφορά το μέλλον», είπε μετά,  «αφήστε με να κάνω τη δουλειά μου και θα έχουμε κατά διαστήματα ελέγχους ως προς το αν ακολουθούμε αυτή την παράδοση ή αποκλίνουμε απ' αυτήν».

Να όμως που ήρθε η ώρα της μεγάλης ανατροπής. Την περασμένη Πέμπτη ο Μάριο Ντράγκι ανακοίνωσε πως η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα επεξεργάζεται ένα νέο σχέδιο αγοράς ομολόγων, όχι  ‘περιορισμένου μεγέθους’ όπως τα προηγούμενα, αλλά ‘επαρκούς μεγέθους’ ώστε να επιτευχθεί ο στόχος της κεντρικής τράπεζας που είναι η μείωση των ιταλικών και ισπανικών αποδόσεων. Ο πρόεδρος της ΕΚΤ ουσιαστικά εξήγησε ότι οι νέες αγορές ομολόγων της ΕΚΤ στη δευτερογενή θα έλθουν να συμπληρώσουν τις αγορές των ευρωπαϊκών μηχανισμών διάσωσης στην πρωτογενή, οι οποίες θα γίνονται υπό αυστηρούς όρους – ικανοποιώντας τις θέσεις του Βερολίνου και πετώντας με αυτόν τον τρόπο το μπαλάκι στους πολιτικούς. Αλλά στη συνέχεια ο Μάριο Ντράγκι έκανε κάτι που δεν είχε ξαναγίνει στην ιστορία της ΕΚΤ. «Είναι γνωστό ότι ο Γιενς Βάιντμαν και η Bundesbank έχουν επιφυλάξεις για το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων», είπε στους δημοσιογράφους παραβιάζοντας τη άγραφη σύμβαση της κεντρικής τράπεζας να μην αποκαλύπτει πώς ψηφίζουν τα μέλη της. Ο Ντράγκι κατονόμασε δηλαδή τον πρόεδρο της γερμανικής κεντρικής τράπεζας Γιενς Βάιντμαν ως το μοναδικό μέλος του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ που απέρριψε το σχέδιο στήριξης της Ιταλίας και της Ισπανίας. 

Το καινοφανές για τα δεδομένα της ΕΚΤ σχόλιο του Ντράγκι – ας μην ξεχνάμε ότι η κεντρική τράπεζα κρατά απόλυτη μυστικότητα για τα τεκταινόμενα στις συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου της και δεν δημοσιεύει καν τα πρακτικά τους – σήμαινε, μεταξύ των άλλων, ότι ο Γερμανός κεντρικός τραπεζίτης Γιενς Βάιντμαν έχει χάσει την υποστήριξη των παραδοσιακών συμμάχων του στο συμβούλιο της ΕΚΤ, για παράδειγμα της Ολλανδίας, του Λουξεμβούργου και της Φιλανδίας. Αν κρίνουμε όμως από τις ισχυρές αντιδράσεις εντός της Γερμανίας, ο Βάιντμαν έχει την αμέριστη υποστήριξη πολλών Γερμανών τραπεζιτών, μερίδας του γερμανικού Τύπου και της κοινής γνώμης. Έτσι, για παράδειγμα, το θορυβώδες λαϊκιστικό ταμπλόιντ Bild – που είναι η εφημερίδα με τη μεγαλύτερη κυκλοφορία στη Γερμανία – διαμαρτυρήθηκε έντονα για το νέο σχέδιο αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ με πρωτοσέλιδο τίτλο «Όχι άλλα γερμανικά λεφτά για τα χρεοκοπημένα κράτη». Η οικονομική εφημερίδα Handelsblatt έσπευσε να καρφώσει τον Ντράγκι γράφοντας ότι δεν εναντιώθηκε  μόνο ο Γιενς Βάιντμαν στο σχέδιό του για απεριόριστες αγορές ομολόγων αλλά και έξι ακόμη κεντρικοί τραπεζίτες εκ των 23 μελών του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ  οι οποίοι πάντως αργότερα συντάχθηκαν με τον πρόεδρο της κεντρικής τράπεζας. 

Ο ίδιος ο εκπρόσωπος της Bundesbank αρνήθηκε να σχολιάσει τις δηλώσεις Ντράγκι την επομένη των ανακοινώσεων. Την προπερασμένη βδομάδα πάντως, όταν ο πρόεδρος της ΕΚΤ, μιλώντας στο Λονδίνο, είχε για πρώτη φορά δηλώσει ότι η ΕΚΤ εξετάζει αγορές ομολόγων, η Bundesbank είχε εκφράσει την κατηγορηματική αντίθεσή της. Μάλιστα την 1η Αυγούστου, μία μέρα πριν την κρίσιμη συνεδρίαση της ΕΚΤ, ο Γιενς Βάιντμαν είχε κάνει δηλώσεις στον γερμανικό Τύπο λέγοντας χαρακτηριστικά: «Είμαστε η μεγαλύτερη και πιο σημαντική κεντρική τράπεζα του Ευρωσυστήματος και έχουμε μεγαλύτερο λόγο απ’  τις άλλες κεντρικές τράπεζες». Η ανεξαρτησία της ΕΚΤ απαιτεί «αυτό να γίνεται σεβαστό και η τράπεζα να μην ξεπερνά την εντολή της». 

Ακόμη και ορισμένα στελέχη εμπορικών γερμανικών τραπεζών που τους ζητήθηκε από το πρακτορείο Bloomberg να σχολιάσουν τη διαμάχη Ντράγκι-Βάιντμαν εμφανίστηκαν εξοργισμένα με την κίνηση του Μάριο Ντράγκι.  Έφτασαν μάλιστα να αποδώσουν την πτώση των αγορών που ακολούθησε τη συνέντευξη του προέδρου της ΕΚΤ την Πέμπτη όχι στο ότι ο Μάριο Ντράγκι, παρά τη ρητή δήλωση των διαθέσεων της ΕΚΤ να στηρίξει την Ισπανία και την Ιταλία, πέταξε – σωστά – τη μπάλα στους εκλεγμένους Ευρωπαίους ηγέτες αλλά στο ότι αγνόησε τις ενστάσεις του Βάιντμαν.
«Γι’ αυτό απογοητεύτηκαν οι επενδυτές», ήταν πολύ χαρακτηριστικά τα λόγια του Αλεξάντερ Κρούγκερ, επικεφαλής οικονομολόγου της γερμανικής τράπεζας Bankhaus Lampe του Ντίσελντορφ. «Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεν μπορεί να παίρνει τυχαία μέτρα ενάντια στη βούληση της Bundesbank. Η χώρα με τη μεγαλύτερη οικονομία πρέπει να αποτελεί μέρος του οποιουδήποτε πακέτου».  

Πέρα πάντως από τις έξαλλες αντιδράσεις των Γερμανών στις ανακοινώσεις Ντράγκι – μια κορυφαία ένδειξη του γερμανικού ηγεμονισμού θα λέγαμε – ισχύει το ότι η εμφανής απόκλιση ανάμεσα στον Ντράγκι και τον Βάιντμαν προσθέτει αβεβαιότητα στις προσπάθειες της ΕΚΤ να χαλιναγωγήσει την κρίση του ευρώ. Αν και ο Γερμανός κεντρικός τραπεζίτης έχει μόνο μία ψήφο επί συνόλου 23 στο διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ με αποτέλεσμα να μπορούν να περάσουν  αποφάσεις παρά την αντίθεση Βάιντμαν, το βέτο της Bundesbank σαφώς και μετράει. Κι ενώ από τη μια μεριά το πρόγραμμα που εξήγγειλε ο Μάριο Ντράγκι είναι απολύτως απαραίτητο για να αντιμετωπιστεί η ευρωπαϊκή κρίση χρέους στα μέτωπα της Ισπανίας και της Ιταλίας, από την άλλη η διαφαινόμενη απομόνωση της γερμανικής κεντρικής τράπεζας είναι ριψοκίνδυνο παιχνίδι καθώς η Bundesbank ενδέχεται να αντιδράσει αρνητικά υπονομεύοντας την αποτελεσματικότητα των νέων μέτρων και φέρνοντας την Ευρωζώνη ένα βήμα πιο κοντά στη διάρρηξή της.

Στην ουσία ο Γιενς Βάιντμαν πρέπει τώρα να αποφασίσει αν θα συγκατανεύσει στο νέο πρόγραμμα ομολόγων της ΕΚΤ ή αν θα επιμείνει στην άρνησή του. Οι Γερμανοί αξιωματούχοι της κεντρικής τράπεζας έχουν υπάρξει οι πιο θορυβώδεις αντίπαλοι του προγράμματος αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ στα δύο χρόνια που κρατά η κρίση, με το επιχείρημα ότι θολώνει τη γραμμή ανάμεσα στη νομισματική και τη δημοσιονομική πολιτική και περιορίζει τις πιέσεις στα κράτη που οφείλουν να εφαρμόσουν μεταρρυθμίσεις. Το ΔΣ της ΕΚΤ μετρά μέχρι στιγμής δύο παραιτήσεις Γερμανών σε ένδειξη διαμαρτυρίας για αυτό το πρόγραμμα: μία του προκατόχου του Βάιντμαν Άξελ Βέμπερ στην ηγεσία της γερμανικής κεντρικής τράπεζας και δεύτερη του Γερμανού επικεφαλής οικονομολόγου της ΕΚΤ Γιούργκεν Σταρκ. 

Επί του παρόντος είναι αδύνατο να προβλέψει κανείς τι θα κάνει ο Βάιντμαν. Θα δεχτεί  ο κεντρικός τραπεζίτης της ηγεμονικής Γερμανίας που μια μέρα πριν τις κρίσιμες ανακοινώσεις Ντράγκι έκανε επίδειξη ισχύος δηλώνοντας πως αντιπροσωπεύει «τη μεγαλύτερη και πιο σημαντική κεντρική τράπεζα του Ευρωσυστήματος» η οποία «έχει «μεγαλύτερο λόγο απ’ τις άλλες κεντρικές τράπεζες» να αποδεχτεί την απομόνωσή του και να καταθέσει τα όπλα υποκύπτοντας στην πλειοψηφία των υπολοίπων 22 μελών του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ; Ή μήπως θα επαναστατήσει;

Ο Γιενς Βάιντμαν έχει στη διάθεσή του δύο τρόπους (να προσπαθήσει τουλάχιστον) να μπλοκάρει το σχέδιο του Μάριο Ντράγκι. Ο ένας είναι να ασκήσει αρνητική επιρροή δια των Γερμανών ή άλλων αξιωματούχων που ελέγχει ή μπορεί να ελέγξει στις διάφορες ομάδες εργασίες της ΕΚΤ οι οποίες θα πρέπει να επεξεργαστούν μέσα στις επόμενες βδομάδες σχέδια και λεπτομέρειες για την τελική μορφή του νέου προγράμματος αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ – με σκοπό να καθυστερήσει ή και ματαιώσει τις επίσημες αποφάσεις. Ο δεύτερος είναι να αρνηθεί ο ίδιος να εφαρμόσει το σχέδιο του Μάριο Ντράγκι ακόμη κι αν ληφθούν οι επίσημες αποφάσεις. Σύμφωνα με το όρους του προηγούμενου προγράμματος της ΕΚΤ, μετά από κάθε απόφασή της για παρέμβαση στις αγορές, οι εθνικές κεντρικές τράπεζες της Ευρωζώνης αγόραζαν ομόλογα από τις δευτερογενείς αγορές για λογαριασμό της ΕΚΤ, με την Bundesbank, ως μεγαλύτερου μετόχου της, να κάνει τις περισσότερες αγορές. Μέχρι στιγμής, παρά τις επίσημα διατυπωμένες αντιρρήσεις τους κατά του προγράμματος οι Γερμανοί κεντρικοί τραπεζίτες ακολουθούσαν τις εντολές της ΕΚΤ. Μπορεί όμως αυτή τη φορά ο Γιενς Βάιντμαν να αρνηθεί να το κάνει. Κι εκεί πια το ευρώ θα βρεθεί σε ακόμη πιο αχαρτογράφητα νερά.

Παρασκευή 3 Αυγούστου 2012

Ο Ντράγκι προετοιμάζει κίνηση ματ ενάντια στη Bundesbank

Οι αγορές και τα κράτη του ευρωπαϊκού Νότου περίμεναν τη χθεσινή συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ με εύλογη  αγωνία. Μιλώντας στο Λονδίνο την περασμένη βδομάδα, σε μια στιγμή που τα ισπανικά και ιταλικά σπρεντ κάλπαζαν ανοδικά, ο Μάριο Ντράγκι είχε καλλιεργήσει υψηλές προσδοκίες ότι η κεντρική τράπεζα θα επαναλάμβανε τις αγορές κρατικών τίτλων για να μειώσει το κόστος δανεισμού της Ισπανίας και της Ιταλίας – και μάλιστα με μόνιμο τρόπο. «Στο πλαίσιο της εντολής μας η ΕΚΤ είναι έτοιμη να κάνει ό,τι χρειάζεται για να προστατέψει το ευρώ. Και πιστέψτε με, θα είναι αρκετό», είχε πει ο πρόεδρος της ΕΚΤ, προσθέτοντας με νόημα: «Στο βαθμό που το μέγεθος των πρίμιουμ που πληρώνουν τα κράτη για το δανεισμό τους παρεμποδίζει τη λειτουργία των μηχανισμών μεταβίβασης της νομισματικής πολιτικής, εμπίπτουν στην εντολή μας». Δηλαδή για πρώτη φορά από την έναρξη της κρίσης του ευρώ, ο επικεφαλής της κεντρικής τράπεζας φαίνονταν διατεθειμένος να αναδεχτεί την ευθύνη της ΕΚΤ ως δανειστή εσχάτου καταφυγίου για τις χώρες του κοινού νομίσματος, δηλώνοντας ότι η ΕΚΤ μπορεί να παρέμβει νομίμως στις αγορές ομολόγων προκειμένου να μειώσει τα υψηλά επιτόκια που ζητούν οι επενδυτές για να αγοράσουν ιταλικά και ισπανικά ομόλογα – και να σώσει έτσι την Ευρωζώνη.

Χτες, μετά τη λήξη της συνεδρίασης του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ που άφησε  αμετάβλητα τα επιτόκια, ο Μάριο Ντράγκι φάνηκε εκ πρώτης όψεως να μην προσθέτει τίποτα το ουσιαστικό – οι περισσότεροι αναλυτές είπαν ότι έκανε κι ένα βήμα πίσω. «Το διοικητικό συμβούλιο, στο πλαίσιο της εντολής του να διατηρεί την σταθερότητα των τιμών μεσοπρόθεσμα και με διατήρηση της ανεξαρτησίας του να καθορίζει τη νομισματική πολιτική, ενδέχεται να προχωρήσει σε άμεσες πράξεις ανοιχτής αγοράς επαρκούς μεγέθους για να επιτύχει το στόχο του», δήλωσε ο Μάριο Ντράγκι, προσθέτοντας παράλληλα πως η συγκεκριμένη επιλογή υπερψηφίστηκε από όλα τα μέλη του ΔΣ της κεντρικής τράπεζας πλην ενός – του προέδρου της Bundesbank Γιενς Βάιντμαν που τάχθηκε κατά της αγοράς ομολόγων των κρατών της ευρωπαϊκής περιφέρειας και ζήτησε να συνεχιστεί η πίεση των αγορών στα κράτη προκειμένου να υποχρεωθούν σε μεταρρυθμίσεις.

Ο Ντράγκι πρόσθεσε επίσης ότι οι αγορές ιταλικών και ισπανικών ομολόγων της ΕΚΤ πιθανότατα θα αφορούν τίτλους βραχυπρόθεσμης διάρκειας έτσι ώστε να επανέλθει στα φυσιολογικά της η καμπύλη αποδόσεων των τίτλων αυτών των δύο χωρών, πως η ΕΚΤ εργάζεται πάνω σε ένα σχέδιο διαφορετικού εύρους και όρων από τα προηγούμενο του οποίου οι λεπτομέρειες θα ανακοινωθούν τις προσεχείς εβδομάδες και τέλος, πως η όποια παρέμβαση της ΕΚΤ θα πρέπει να αναμένεται το νωρίτερο το Σεπτέμβριο και θα εξαρτάται από την βούληση των κρατών που αντιμετωπίζουν πρόβλημα με το κόστος δανεισμού τους να προσφύγουν στους ευρωπαϊκούς μηχανισμούς.

Κατρακύλα στις αγορές

Οι ανακοινώσεις αυτές, αν και είχαν βαρύνον νόημα, βρέθηκαν πολύ πίσω από τις προσδοκίες της αγοράς, εξ ου και η μεγάλη συντονισμένη πτώση σε ευρώ, χρηματιστήρια, ισπανικά ομόλογα και εμπορεύματα που τις διαδέχτηκε. Κάπως έτσι, ο γαλλικός CAC-40 έχασε 2.68%, ο γερμανικός DAX 2.2%, τα χρηματιστήρια της Μαδρίτης και του Μιλάνου έχασαν 5.16% και 4.64%, το ευρώ βούτηξε από το 1,24 έναντι του δολαρίου όπου είχε βρεθεί το πρωί στο 1,21, ενώ οι αποδόσεις των 10ετών ισπανικών και ιταλικών ομολόγων ξεπέρασαν πάλι το όριο του 7% και το 6% αντίστοιχα.

Αρνητικά ήταν τα σχόλια και των περισσότερων αναλυτών για τις ανακοινώσεις της κεντρικής τράπεζας, με την BNP Paribas να σημειώνει χαρακτηριστικά: «Η ΕΚΤ δεν άλλαξε τη νομισματική πολιτική της και δεν πρόσφερε λεπτομέρειες για τις πιθανές μελλοντικές ενέργειές της. Πρέπει να αντιμετωπιστούν οι πιέσεις στις αγορές κρατικών ομολόγων και η ΕΚΤ θα μπορούσε να βοηθήσει. Αλλά για άλλη μια φορά η ΕΚΤ πετά το μπαλάκι στο γήπεδο των πολιτικών. Η επανεκκίνηση του προγράμματος αγοράς ομολόγων είναι σημαντική αλλά θα πρέπει πρώτα οι πιεσμένες χώρες να ζητήσουν βοήθεια από τους ευρωπαϊκούς μηχανισμούς».

Χωρίς να αρνούμαστε το ειδικό βάρος της διάψευσης των αγορών που περίμεναν κάτι πολύ πιο δραστικό χτες από την ΕΚΤ, θα επιλέξουμε να δούμε την άλλη πλευρά των ανακοινώσεων Ντράγκι καθώς η γνώμη μας είναι ότι περιλάμβαναν πραγματικά νέα και ουσιαστικά στοιχεία που δηλώνουν την κυοφορία μιας μείζονος αλλαγής στη νομισματική πολιτική της ΕΚΤ, ενώ συν τοις άλλοις επιβεβαιώνουν πλήρως το σενάριο περί ετοιμότητας της ΕΚΤ να ρίξει χρήμα στο σύστημα εφόσον πάρει πολιτική κάλυψη που δημοσίευσε πριν δυο μέρες το Ρόιτερ. Ποια είναι λοιπόν αυτά τα νέα στοιχεία:

Η Καρλσρούη και ο Βάιντμαν  

Πρώτον, σαφώς και δεν είναι νέο στοιχείο αλλά μάλλον ένα βήμα πίσω το ότι η ΕΚΤ μπορεί να ξαναρχίσει να αγοράζει κρατικά ομόλογα – και μάλιστα όχι εδώ και τώρα μέσα στον Αύγουστο. Είναι όμως νέο στοιχείο το ότι αν και όταν γίνουν αυτές οι αγορές θα έχουν επιτέλους το ‘κατάλληλο μέγεθος προκειμένου η ΕΚΤ να πετύχει τους στόχους της’ – δηλαδή την επιβολή ενός ανώτατου πλαφόν στο κόστος δανεισμού της Ισπανίας και της Ιταλίας. Η θέση αυτή αντιπροσωπεύει μια πολύ δραστική  αλλαγή έναντι του προηγούμενου προγράμματος αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ που πάντα περιγράφονταν σαν ‘περιορισμένο’ και ουδέποτε σχετιζόταν με κάποιον αυστηρά ορισμένο στόχο προστασίας των κλυδωνιζόμενων κρατών του Νότου ούτως ώστε να μη βρεθούν εκτός αγορών.

Δεύτερον, ο Ντράγκι ανακοίνωσε ότι η ΕΚΤ θα αντιμετωπίσει τις ανησυχίες των επενδυτών για το θέμα του δικού της προνομιακού καθεστώτος έναντι των άλλων κατηγοριών πιστωτών, αν και δεν υπεισήλθε σε περαιτέρω λεπτομέρειες. Το σημείο αυτό και νέο είναι αλλά και ιδιαίτερα σημαντικό για την Ελλάδα γιατί μπορεί να δηλώνει πως η ΕΚΤ είναι πολύ πιο έτοιμη να δεχτεί κούρεμα στους ελληνικούς τίτλους που κατέχει προκειμένου να συμβάλλει στην αποκατάσταση της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους – όπως ζητά να γίνει το ΔΝΤ.

Τρίτον, για να αναλάβει ξανά δράση η ΕΚΤ όχι μόνο θα πρέπει η Ιταλία και η Ισπανία να κάνουν προσφυγή στους ευρωπαϊκούς μηχανισμούς, αλλά κυρίως τα κράτη του ευρώ να είναι έτοιμα να ενεργοποιήσουν τους δύο ευρωπαϊκούς μηχανισμούς. Στην πραγματικότητα με αυτό τον όρο ο Μάριο Ντράγκι ζητά και φροντίζει να διασφαλίσει πολιτική κάλυψη ενώ  δηλώνει παράλληλα ότι θα περιμένει την απόφαση του γερμανικού συνταγματικού δικαστηρίου της Καλσρούης ως προς τη νομιμότητα των ευρωπαϊκών μηχανισμών που θα εκδοθεί στις 12 Σεπτεμβρίου. Αν η απόφαση αυτή βγει και είναι θετική, λογικά η γερμανική κυβέρνηση, με βάση τις μέχρι στιγμής δηλώσεις της Αγγέλα Μέρκελ και τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 29ης Ιουνίου, θα πρέπει να αφήσει τους ευρωπαϊκούς μηχανισμούς και τον κεντρικό τραπεζίτη να προχωρήσουν ελεύθερα σε αγορά ιταλικών και ισπανικών τίτλων. 

Τέταρτον, έχει πολύ ενδιαφέρον να δούμε τι ακριβώς είπε ο πρόεδρος της ΕΚΤ μιλώντας για τις αντιδράσεις της Bundesbank. «Είναι σαφές και γνωστό ότι η Bundesbank έχει τις επιφυλάξεις της για το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων. Η ιδέα είναι ότι τώρα έχουμε την καθοδήγηση, η επιτροπή νομισματικής πολιτικής, η επιτροπή κινδύνου, η επιτροπή αγορών θα εργαστούν πάνω στην καθοδήγηση και κατόπιν θα πάρουμε μια τελική απόφαση και θα μετρηθούν οι ψήφοι». Τι μπορεί να σημαίνει αυτό; Ότι από τη στιγμή που θα έχει διασφαλίσει την υπερψήφιση της αλλαγής πολιτικής της ΕΚΤ από όλα τα άλλα μέλη του διοικητικού της συμβουλίου και την έγκριση του γερμανικού συνταγματικού δικαστηρίου και την συγκατάνευση της Μέρκελ, ο Ντράγκι θα αγνοήσει τη μία και μόνη αρνητική ψήφο της Bundesbank και θα προχωρήσει στη μεγάλη κίνηση. 

Η ώρα της αλήθειας για τη Γερμανία και την Ευρωζώνη είναι η 13η Σεπτεμβρίου.

Ένα OSI 100 δις θα ήταν η τέλεια λύση αλλά κρατάμε μικρό καλάθι

Τι ποσοστό αλήθειας υπάρχει στα δημοσιεύματα που αναφέρουν ότι οι πιστωτές μας προετοιμάζονται για αναδιάρθρωση του χρέους της Ελλάδας προς τον επίσημο τομέα (OSI), δηλαδή για κούρεμα των ελληνικών κρατικών ομολόγων που κρατά η ΕΚΤ και οι άλλες κεντρικές τράπεζες του Ευρωσυστήματος καθώς και των διμερών δανείων των Ευρωπαίων, με μείωσή τους κατά 100 δις ευρώ; Μέχρι προχτές θα λέγαμε μηδαμινό. Από χτες το ξανασκεφτόμαστε.

Η ιδέα μιας αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους προς τον επίσημο τομέα είναι πολύ καλή, καθώς θα σήμαινε ένα όντως μεγάλο κούρεμα του χρέους μας – το οποίο δεν θα αφορούσε μάλιστα ελληνικά λεφτά όπως έκανε το PSI. Ένα τέτοιο κούρεμα λοιπόν, που θα έριχνε το χρέος κάτω του 100% του ΑΕΠ, σε συνδυασμό με τα νέα μέτρα ύψους 11.5 δις ευρώ, τα οποία με τη σειρά τους θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε πρωτογενές πλεόνασμα τον δημόσιο προϋπολογισμό, θα είχαν σοβαρές πιθανότητες να αλλάξουν την εικόνα της ελληνικής οικονομίας και να τη φέρουν σε ένα σημείο ισορροπίας. Αλλά πόσο πιθανό είναι να δούμε την υλοποίηση ενός τέτοιου σεναρίου άμεσα;

Για ένα υπό προετοιμασία OSI επί του ελληνικού χρέους έγραψε δυο φορές την περασμένη βδομάδα (26-27 Ιουλίου) το πρακτορείο Ρόιτερ και το θέμα αναπαρήγαγε όλος ο ελληνικός Τύπος – κάποια μέσα μάλιστα και κάποιοι αρθρογράφοι θριαμβολογώντας, λες και το έχουμε στο τσεπάκι μας...

Το σενάριο του Ρόιτερ: «Ευρωπαίοι αξιωματούχοι…»

«Eυρωπαίοι αξιωματούχοι επεξεργάζονται ένα τελευταίο σχέδιο που θα επιτρέψει στην Ελλάδα να μειώσει περαιτέρω το χρέος της και να παραμείνει στην Ευρωζώνη. Bάσει του σχεδίου τα ελληνικά κρατικά ομόλογα που κατέχουν τόσο η ΕΚΤ όσο και οι υπόλοιπες κεντρικές τράπεζες θα υποστούν κούρεμα έως και 30%», ανέφερε αρχικά το πρακτορείο Ρόιτερ συνεχίζοντας:

«Οι ιδιώτες επενδυτές έχουν ήδη υποστεί ζημιές από το κούρεμα των ομολόγων του ελληνικού δημοσίου (PSI), αλλά αυτό δεν στάθηκε δυνατό να επαναφέρει τη χώρα στον δρόμο της φερεγγυότητας και ως εκ τούτου μια νέα αναδιάρθρωση ίσως είναι αναγκαία. Ο νέος στόχος του κουρέματος θα είναι η μείωση του χρέους κατά 70-100 δις ευρώ ώστε να μειωθεί στο 100% ως ποσοστό του ΑΕΠ. Ωστόσο, αυτό συνεπάγεται ότι η ΕΚΤ και οι άλλες κεντρικές τράπεζες θα πρέπει να δεχθούν ζημιές στο χαρτοφυλάκιο των ομολόγων που κατέχουν ενώ πιθανή είναι και η εμπλοκή των κρατών».

Στη συνέχεια βέβαια το δημοσίευμα του Ρόιτερ αναγνώριζε ότι «ο σχεδιασμός είναι σε αρχικό στάδιο και δεν έχουν λάβει χώρα επίσημες συζητήσεις, όμως είναι γνωστό ότι το πρόγραμμα της Ελλάδας είναι εκτός τροχιάς» και ουσιαστικά κατέληγε στο ότι το συγκεκριμένο σχέδιο περιλαμβάνει δύο επιλογές υπό εξέταση:
• Πρώτον, να κουρευτεί η  ΕΚΤ και οι άλλες εθνικές κεντρικές τράπεζες που κατέχουν ομόλογα ύψους 52 δις ευρώ σε ποσοστό κατά 30%.
• Δεύτερον, να κουρευτεί όχι μόνο η ΕΚΤ και οι κεντρικές τράπεζες αλλά και τα διακρατικά δάνεια των Ευρωπαίων εταίρων της Ελλάδας που είναι περί τα 160 δις ευρώ.

Τέλος, το Ρόιτερ έκλεινε με διάφορα – υπεραισιόδοξα – νούμερα για το μέγεθος του κουρέματος και άρα της μείωσης του ελληνικού δημόσιου χρέους αναλόγως των επιλογών που θα υιοθετούνταν, με κάποιον αξιωματούχο να περιγράφει σενάριο επιβολής κουρέματος 30% στο σύνολο των δανείων του επίσημου τομέα (κεντρικών τραπεζών και κρατών) που θα αντιστοιχούσε σε 70 δις ευρώ και άλλον να εκτιμά κούρεμα έως 100 δις ευρώ – το οποίο αν γινόταν θα έφερνε το ελληνικό χρέος κοντά στο 100% του ΑΕΠ.

Το σενάριο της Wall Street Journal: «ΔΝΤ και Ελλάδα…» 

Τι ισχύει όμως από όλα αυτά; Επί του παρόντος θεωρούμε τίποτα. Όλα αυτά αποτελούν ‘ασκήσεις επί χάρτου’, που από τη μια μεριά ναι μεν ηχούν ευχάριστα στα αυτιά μας γιατί αν όντως  υιοθετούνταν, θα συνιστούσαν μια  αξιόπιστη λύση, αλλά από την άλλη πώς να πιστέψουμε ότι αληθεύουν όταν γνωρίζουμε ότι οι ευρωπαϊκές ηγεσίες και η ίδια η ΕΚΤ αντιστάθηκαν έως … θανάτου (της Ελλάδας εννοείται) στη συμμετοχή της κεντρικής τράπεζας στο ελληνικό PSI τον περασμένο Φεβρουάριο, παρ’ όλες τις τότε συστάσεις – έως και τους εκβιασμούς – του ΔΝΤ; 

Αυτή τουλάχιστον είναι η δική μας εκτίμηση στη βάση των πληροφοριών επί του ίδιου θέματος που δημοσίευσε η εφημερίδα Wall Street Journal την Παρασκευή 27 Ιουλίου. Όχι, κατά τη Wall Street Journal οι περίφημοι ‘Ευρωπαίοι αξιωματούχοι’ που προετοιμάζουν ένα OSI δεν υφίστανται. Αν κάτι  διαγράφεται πίσω από τις γραμμές του σχετικού δημοσιεύματος της Wall Street είναι μια ύστατη προσπάθεια του ΔΝΤ να σώσει το ελληνικό πρόγραμμα – και τα δικά του δάνεια προς την Ελλάδα – με την επιβολή στους Ευρωπαίους και την ΕΚΤ μιας αναδιάρθρωσης του χρέους της Ελλάδας προς τον επίσημο τομέα.

Πράγματι, το δημοσίευμα της Wall Street Journal περιέγραφε το ίδιο περίπου σχέδιο με το βρετανικό πρακτορείο, σημείωνε εν τούτοις (με έναν πιο συγκεκριμένο τρόπο σε σχέση με το Ρόιτερ) πως οι αξιωματούχοι που επιμένουν στην ανάγκη αυτού του σχεδίου και επιχειρούν την προώθησή του «αντιπροσωπεύουν δύο από τα τέσσερα εμπλεκόμενα μέρη στις συζητήσεις: την ελληνική κυβέρνηση και την τρόικα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου». Φωτογράφιζε δε στη συνέχεια ως τα δύο αυτά μέρη το ΔΝΤ και την Ελλάδα, αναφέροντας αφενός ότι «η σκέψη αυτή (του OSI) συμφωνεί με μια πρόσφατη έκθεση του ΔΝΤ  που εξηγούσε τα θεωρητικά οφέλη της ανάληψης ζημιών από τους άλλους πιστωτές – και ιδίως από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα» και γράφοντας αφετέρου ότι «στην Αθήνα οι αξιωματούχοι ακόμη ελπίζουν ότι οι πιστωτές θα αποδεχτούν μια συμφωνία – αν όχι προς χάριν της Ελλάδας τότε για να μειώσουν τις πιέσεις στις άλλες χώρες που έχουν παγιδευτεί στην κρίση. Υπάρχει ξεκάθαρη κατανόηση ότι αν βγάλουν την Αθήνα από την πρίζα, μπορεί να προκαλέσουν καταστροφή στις άλλες χώρες και ιδίως την Ισπανία καθώς οι αγορές θα πειστούν ότι η Ευρωζώνη δεν έχει τρόπο να θέσει υπό έλεγχο την κρίση».

Συμπέρασμα: δεν πρέπει να δίνουμε πίστη στα αισιόδοξα σενάρια του Ρόιτερ περί δήθεν ευρωπαϊκού σχεδίου που θα μειώσει δραστικά το χρέος μας. Καθώς φαίνεται πρόκειται για μια πρωτοβουλία του ΔΝΤ και μόνον αυτού, που ναι μεν κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση και που πολύ σωστά υποστηρίζεται από την ελληνική κυβέρνηση, αλλά που δεν θα μπορέσει να προχωρήσει δίχως τη συναίνεση των ευρωπαϊκών ηγεσιών και πολύ περισσότερο της ΕΚΤ και των άλλων εθνικών κεντρικών ευρωπαϊκών τραπεζών – οι οποίες αμφιβάλλουμε πολύ αν θα τη δεχτούν, γιατί αν δεχτούν κάτι τέτοιο για την Ελλάδα, πώς να το αρνηθούν μετά για την Ιρλανδία, την Πορτογαλία, την Ισπανία ή την Ιταλία;

Το σενάριο των Financial Times:
Αν οι Ευρωπαίοι διαφωνούν με το ελληνικό OSI,
να δώσουν στο ΔΝΤ τα λεφτά του πίσω


Υπάρχουν όμως έστω και κάποιες λίγες πιθανότητες το ΔΝΤ να καταφέρει να πείσει τους Ευρωπαίους για το OSI – μπας και λυθεί και το ελληνικό πρόβλημα χωρίς πλήρη καταστροφή; Αν και μέχρι προχτές θα απαντούσαμε αρνητικά σε αυτό το ερώτημα, από χτες,  μετά την εμφάνιση μιας πολύ ενδιαφέρουσας σύστασης των Financial Times περί της ανάγκης να ασκήσει το ΔΝΤ ένα πραγματικά σκληρό εκβιασμό στους Ευρωπαίους αναφορικά με το ελληνικό OSI, το ξανασκεφτόμαστε.

Η σύσταση αυτή εμπεριέχονταν στο κύριο άρθρο – άρα το άρθρο ‘γραμμής’  – της χθεσινής (30 Ιουλίου) έκδοσης της εφημερίδας Financial Times. Ένα άρθρο ορόσημο για την ελληνική υπόθεση κατά τη γνώμη μας καθώς για πρώτη φορά περιλάμβανε μια καθόλα επίσημη αναγνώριση πως η απόφαση για μη αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους από την αρχή της κρίσης ήταν λανθασμένη όπως επισήμανε και ο εκπρόσωπος της Ελλάδας στο ΔΝΤ Π. Ρουμελιώτης την περασμένη βδομάδα, μια σύσταση πως «αν δεν υπάρξει δραστικότατος περιορισμός της διαμάχης και της άρνησης των συν-δανειστών» (δηλαδή των Ευρωπαίων, βλέπε Γερμανία και ΕΚΤ), το ΔΝΤ πρέπει να αποχωρήσει από το ελληνικό πρόγραμμα παραδίδοντας τον έλεγχο του στους Ευρωπαίους και μια προτροπή προς το ΔΝΤ για έναν εκβιασμό: «Αν οι αρχές της Ευρωζώνης θέλουν η Ελλάδα να βγει από το χρέος της με ανάπτυξη δίχως αναδιάρθρωση των δανείων του δικού τους επίσημου τομέα προς την Αθήνα, το ΔΝΤ θα πρέπει να τους ζητήσει να αναλάβουν την έκθεσή του και να περιορίσει τον ρόλο του στην προσφορά ανοιχτών και ειλικρινών εκτιμήσεων για την προσπάθεια διάσωσης».

Δηλαδή, είπαν χτες οι Financial Times, επιτέλους ξυπνήστε, ήρθε η ώρα της αλήθειας για την Ελλάδα, το ΔΝΤ δεν πρέπει να συνεχίσει άλλο με ένα πρόγραμμα στο οποίο δεν πιστεύει και το μήνυμά του προς τους Ευρωπαίους πρέπει τώρα πια να είναι ένας σκληρός εκβιασμός του τύπου: αν εσείς όντως πιστεύετε ότι αυτά που λέτε για την Ελλάδα είναι εφικτά – γιατί εμείς δεν τα πιστεύουμε και προτείνουμε ως μόνη λύση την αναδιάρθρωση των ελληνικών δανείων προς εσάς την οποία εσείς αρνείστε – δώστε μας εμάς τα λεφτά μας πίσω για να μην έχουμε προβλήματα με τους μετόχους μας, πάρτε όλο το βάρος πάνω σας και βγάλτε άκρη με τους δικούς σας φορολογούμενους όταν η Ελλάδα δεν θα μπορεί πια να σας πληρώσει.

Εκτιμούμε ότι το χτεσινό κύριο άρθρο των FT εκφράζει έναν πρώτο άτυπο εκβιασμό του ΔΝΤ προς τους Ευρωπαίους με στόχο την προώθηση του ελληνικού OSI – ο οποίος αγνοούμε αν και πόσο μπορεί να επισημοποιηθεί και πολύ περισσότερο πώς θα τον αντιμετωπίσουν οι Ευρωπαίοι, ή μάλλον οι Γερμανοί και η ΕΚΤ. Και για να καταλήξουμε:

Πλησιάζει η ώρα της ‘τελικής λύσης’ του ελληνικού δράματος

Για μας, αν κάτι δείχνουν όλα αυτά, η ανάληψη μιας πρωτοβουλίας περί αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους προς τον επίσημο τομέα από το ΔΝΤ τώρα, οι επίμονες διαρροές της στο Ρόιτερ, οι διατυπώσεις του τύπου ‘ύστατο σχέδιο σωτηρίας της Ελλάδας’ που τη συνοδεύουν και ο άτυπος εκβιασμός του ΔΝΤ προς τους Ευρωπαίους δια των FT, είναι ότι πρέπει να αποδώσουμε πίστη στα σενάρια που αναφέρουν ότι η Γερμανία ετοιμάζει κάποιου τύπου ‘τελική λύση’ για την Ελλάδα με επίσημη εγκατάλειψη του προγράμματος και χρεοκοπία εντός ή εκτός ευρώ μετά το φθινόπωρο. Και καθώς έτσι έχουν τα πράγματα, το ΔΝΤ προσπαθεί να σώσει την παρτίδα κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή, με σκοπό να διαφυλάξει πρωτίστως το δικό του δανεισμό προς την Ελλάδα και το κύρος του τα οποία θα πληγούν καίρια σε περίπτωση ελληνικής κατάρρευσης. Η δε ελληνική κυβέρνηση φαίνεται ότι σπεύδει να στηρίξει αυτό το σχέδιο με την ελπίδα ότι θα πετύχει ένα πραγματικό μεγάλο κούρεμα του ελληνικού χρέους, ικανό να ανατρέψει τους όρους του – σήμερα εντελώς χαμένου για τη χώρα – παιχνιδιού.  Το τι θα κάνει τώρα η Γερμανία και η ΕΚΤ νομίζουμε πως ούτε κι αυτές ακόμη δεν το ξέρουν.

 

Ποιος προειδοποίησε πρώτος για την καταστροφή που θα έφερνε το ευρώ;

Ίσως έχετε βαρεθεί να το ακούτε αλλά ναι… το καλοκαίρι θα παραμείνει καυτό για την Ευρωζώνη. Μετά από έναν ακόμη γύρο επίμονης φημολογίας περί το ότι οι Ευρωπαίοι εκτιμούν πως η Ελλάδα δεν έχει κάνει τίποτα για να εφαρμόσει το πρόγραμμά της και άρα είναι έτοιμοι να την αφήσουν να χρεοκοπήσει, μετά από τρεις συνεχόμενες μέρες άγριας πτώσης των ευρωπαϊκών αγορών και καλπάζουσας ανόδου των σπρεντ όλων των κρατών της ευρωπαϊκής περιφέρειας, μετά την υποβάθμιση των προοπτικών της Γερμανίας και των άλλων κρατών πιστωτών του Βορρά πλην Φιλανδίας… είχαμε επιτέλους χτες και μια μέρα ανάπαυλας.

Γιατί άραγε; Ίσως επειδή η τρόικα των δανειστών αποφάσισε να μην κλιμακώσει τώρα – όπου ‘καίγεται’ η Ισπανία – τη σύγκρουση με την Ελλάδα κι έφυγε από την Αθήνα άρον-άρον, μας είπε όμως ότι θα ξανάρθει και θα ολοκληρώσει τον έλεγχο στις αρχές Σεπτεμβρίου. Ίσως πάλι λόγω των επίμονων πληροφοριών ότι κάτι ουσιαστικό ετοιμάζει πια η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Το οποίο μπορεί να είναι τι; Αν δώσουμε βάση στις χθεσινές δηλώσεις του μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ και κεντρικού τραπεζίτη της Αυστρίας Έντβαλντ Νοβότνι, μπορεί να είναι η χορήγηση τραπεζικής άδειας στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας προκειμένου να αρχίσει να αγοράζει χωρίς περιορισμούς κρατικά ομόλογα από την πρωτογενή και τη δευτερογενή αγορά. Λες; Μοιάζει πολύ καλό για να βγει αληθινό. Αλλά πάλι ποιος ξέρει; Εν πάση περιπτώσει οι δηλώσεις Νοβότνι δημιούργησαν θετικές προσδοκίες οι οποίες στήριξαν χθες τα πάντα: χρηματιστήρια, ομόλογα της ευρωπαϊκής περιφέρειας και το ίδιο το ευρώ.

Παρ’ όλα αυτά όμως, και κρίνοντας από την αξιοθρήνητη μέχρι στιγμής στρατηγική της Ευρωζώνης για την αντιμετώπιση της κρίσης, αμφιβάλλουμε για τη συνέχεια. Το μόνο χειροπιαστό που βλέπουμε επί του παρόντος είναι η σταδιακή αποτίμηση μιας  ολοκληρωτικής κατάρρευσης της Ευρωζώνης από τις κεφαλαιαγορές. Και μαζί με αυτήν η έναρξη των συζητήσεων για το ποιοι οικονομολόγοι είχαν προβλέψει πως το ευρώ ήταν εξαρχής καταδικασμένο στην αποτυχία.

Έτσι πριν λίγες μέρες, το Levy Economics Instistute, ένα ίδρυμα μετακεϋνσιανού προσανατολισμού, εξέδωσε ανακοίνωση με τον προκλητικό τίτλο ‘Το Προπατορικό Αμάρτημα της Ευρωζώνης’ που φέρει τις υπογραφές του Δημήτρη Παπαδημητρίου και του Randall Wray (http://www.levyinstitute.org/pubs/pn_12_08.pdf). Η ανακοίνωση θέτει ακριβώς το ερώτημα για το ποιοι οικονομολόγοι προέβλεψαν πρώτοι τα δομικά προβλήματα του ευρώ κι απαντά αναφέροντας πέντε ονόματα με αποσπάσματα από τα κείμενά τους: 

• Η Stephanie Bell, που από το 2002 προειδοποιούσε πως «οι προοπτικές σταθερότητας στην Ευρωζώνη ήταν περιορισμένες».

• Ο Warren Mosler, που το 2001 έγραφε ότι η ιστορία και η λογική υπαγορεύουν ότι το ευάλωτο στον πιστωτικό κίνδυνο σύστημα των 12 κρατών-μελών του ευρώ και το τραπεζικό τους σύστημα θα δοκιμαστούν. «Τα βέλη της αγοράς θα προκαλέσουν μια αρχικά περιορισμένη κρίση ρευστότητας που θα μολύνει άμεσα και θα παγώσει πολύ γρήγορα το συνολικό σύστημα πληρωμών της Ευρωζώνης. Μόνο η αναπόφευκτη και επί του παρόντος απαγορευμένη άμεση παρέμβαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας θα μπορέσει να φέρει την ανάσταση του συστήματος».

• Ο Mathew Forstater, που το 1999 επέμενε στο πρόβλημα ότι στην ΟΝΕ «οι δυνάμεις της αγοράς μπορούν να ζητήσουν την άσκηση κυκλικής δημοσιονομικής πολιτικής σε μια ύφεση ενισχύοντας τις υφεσιακές δυνάμεις».

• Ο Randall Wray, που το 1998 είχε επισημάνει ότι η υπό δημιουργία Ευρωζώνη θα μοιάζει πολύ με τις Ηνωμένες Πολιτείες κατά το ότι θα λειτουργεί με μια ομοσπονδιακή τράπεζα σαν τη FED αλλά θα έχει μόνο εθνικά υπουργεία οικονομικών των κρατών μελών της. Το αποτέλεσμα, είχε πει, θα είναι ότι κάθε κράτος μέλος θα πρέπει να εφαρμόζει τη δημοσιονομική του πολιτική σε ξένο νόμισμα, και η κρατική χρηματοδότηση της οικονομίας με δημόσιο έλλειμμα θα απαιτεί δανεισμό σε αυτό το ξένο νόμισμα σύμφωνα με τις υπαγορεύσεις των ιδιωτικών αγορών.

• Ο Wynne Goodley, που κατά το Levy Institute είναι ο νικητής οικονομολόγος, αυτός που πρώτος, από το 1997 ήδη, έκανε ζοφερές προβλέψεις για την Ευρωζώνη οι οποίες  επαληθεύονται με βάναυσο τρόπο σήμερα: «Ο κίνδυνος είναι ότι οι περιορισμοί του προϋπολογισμού στους οποίους τα κράτη δεσμεύονται ατομικά ενέχει αποπληθωριστικές τάσεις που θα κλειδώσουν την Ευρώπη σαν σύνολο σε ύφεση και θα της στερήσουν τη δυνατότητα να την ξεπεράσει», είχε γράψει τότε. 

Ο Wynne Godley είχε προειδοποιήσει μάλιστα για το υφεσιακό σπιράλ θανάτου στο οποίο θα έμπαινε μια χώρα σε περίπτωση ύφεσης αν εγκατέλειπε τη δυνατότητα να εκδίδει το δικό της νόμισμα, όπως έκαναν τα κράτη του ευρώ. Ένα σπιράλ θανάτου που θα καταδίκαζε τον πληθυσμό σε ανεργία και φτώχεια και θα είχε ως μόνη διέξοδο για τους ανθρώπους τη μετανάστευση:

«Τι θα συμβεί αν μια ολόκληρη χώρα – μια εν δυνάμει περιοχή σε μια πλήρως ολοκληρωμένη ένωση – υποστεί μια διαρθρωτική ύφεση; Όσο αυτή η χώρα αποτελεί ανεξάρτητο κράτος έχει τη δυνατότητα να υποτιμήσει το νόμισμά της. Στη συνέχεια μπορεί να συνεχίσει την οικονομική της δραστηριότητά επιτυχώς με πλήρη απασχόληση αν υποθέσουμε ότι ο κόσμος δεχτεί τις απαραίτητες μειώσεις στα πραγματικά του εισοδήματα. Σε μια οικονομική και νομισματική ένωση όμως, αυτή η δυνατότητα εμφανώς χάνεται και οι προοπτικές της χώρας επιβαρύνονται σοβαρά, εκτός κι αν υπάρξουν σοβαροί ομοσπονδιακοί δημοσιονομικοί διακανονισμοί που θα αναλάβουν να εκπληρώσουν έναν αναδιανεμητικό ρόλο. Όπως αναγνωρίστηκε σαφώς στην έκθεση MacDougall που δημοσιεύτηκε το 1977, αυτό είναι μια εκ των ουκ άνευ προϋπόθεση για να εγκαταλείψει κανείς την επιλογή της υποτίμησης του νομίσματος. Ορισμένοι συγγραφείς όπως ο Samual Brittan και ο Douglas Hague ισχυρίζονται σοβαρά ότι η ΟΝΕ, καταργώντας το πρόβλημα του ισοζυγίου πληρωμών στην παρούσα μορφή του, καταργεί στα αλήθεια το πρόβλημα, όπου υπάρχει, της επίμονης αδυναμίας για επιτυχή ανταγωνισμό στις παγκόσμιες αγορές. Αλλά όπως έδειξε ο καθηγητής Martin Feldstein σε ένα σπουδαίο άρθρο του στον Economist, το επιχείρημά τους είναι επικίνδυνα λανθασμένο. Αν μια χώρα ή μια περιοχή δεν έχει τη δυνατότητα να υποτιμήσει το νόμισμά της και δεν επωφελείται από ένα σύστημα δημοσιονομικών μεταβιβάσεων, δεν υπάρχει τίποτα που να μπορεί να σταματήσει μια διαδικασία σωρευτικής και ακραίας ύφεσης η οποία θα οδηγήσει στο τέλος στη μετανάστευση ως το μόνο εναλλακτικό δρόμο στη φτώχεια ή την πείνα. Διάκειμαι θετικά απέναντι στις θέσεις εκείνων – όπως η Μάργκαρετ Θάτσερ – που αντιμέτωποι με την απώλεια της κυριαρχίας, θέλουν να κατέβουν από το τρένο της ΟΝΕ.  Διάκειμαι επίσης θετικά προς όλους εκείνους που αναζητούν την ολοκλήρωση υπό την εποπτεία κάποιου τύπου δημοσιονομικού ομοσπονδιακού καθεστώτος με ένα ομοσπονδιακό προϋπολογισμό πολύ μεγαλύτερο από τον προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αλλά θεωρώ απόλυτη απάτη τη θέση εκείνων που στοχεύουν σήμερα στην οικονομική και νομισματική ένωση δίχως τη δημιουργία νέων πολιτικών θεσμών – πέρα από μια νέα κεντρική τράπεζα – και που σηκώνουν τα χέρια τους με τρόμο μόλις ακούσουν την λέξη ‘ομοσπονδία’ η ‘ομοσπονδιοποίηση’. Αυτή είναι όμως η θέση που υιοθετούν οι περισσότεροι από όσους  συμμετέχουν στη δημόσια συζήτηση για το ευρώ». (http://www.lrb.co.uk/v14/n19/wynne-godley/maastricht-and-all-that).




Eurogroup και Ισπανία δεν πήραν ψήφο εμπιστοσύνης

Η Παρασκευή 20 Ιουλίου ήταν μια πολύ κακή μέρα για την Ισπανία και την Ευρωζώνη. Μαδρίτη και ευρωπαϊκές αρχές  έλπιζαν πως η ομόφωνη έγκριση του πακέτου βοήθειας προς τις ισπανικές τράπεζες από το Eurogroup θα οδηγούσε σε βελτίωση της κατάστασης στις ευρωπαϊκές αγορές και ιδίως στην ισπανικών αγορά ομόλογων, έγινε όμως ακριβώς το αντίθετο. Παγιδευμένη στον κλοιό της ύφεσης που πλήττει την ισπανική οικονομία και αντιμέτωπη με τις μεγάλες διαδηλώσεις των Ισπανών ανθρακωρύχων και των δημοσίων υπαλλήλων που επιχειρεί να καταστείλει με πλαστικές σφαίρες, η Μαδρίτη ανακαλύπτει σιγά - σιγά πως η υπακοή στις άσκοπες ασκήσεις λιτότητας του Βερολίνου και των Βρυξελλών  αντί να της αποδίδει  βελτίωση του επενδυτικού κλίματος, οδηγεί τις αποδόσεις των τίτλων της στο δυσθώρητο 7.28%. Παγιδευμένη στην άρνηση του Βερολίνου και των ευρωπαϊκών ηγεσιών να αναγνωρίσουν έμπρακτα τα κρίσιμα σφάλματα στην αρχιτεκτονική του ευρώ, η Ευρώπη ανακαλύπτει πως τα δειλά ημίμετρα που προωθεί δεν αρκούν για να αποτρέψουν την εξελισσόμενη αποδιάρθρωση του ευρώ από το εσωτερικό του εξαιτίας της άρνησης αγορών και κρατών να παράσχουν διασυνοριακό δανεισμό.

Η έγκριση του σχεδίου διάσωσης των ισπανικών τραπεζών από τους 17 Υπουργούς Οικονομικών των κρατών μελών του ευρώ έγινε το μεσημέρι της Παρασκευής σε τηλεδιάσκεψη και θεωρούνταν μάλλον τυπικό ζήτημα από τη στιγμή που είχε προηγηθεί η πολιτική συμφωνία για αυτήν στις αρχές Ιουλίου.  Ελπίζονταν ωστόσο να κάνει κάποια θετική διαφορά σε ό,τι αφορούσε το κόστος δανεισμού των κρατών του ευρωπαϊκού Νότου και των ευρωπαϊκών αγορών. Ματαίες ελπίδες... Η όποια θετική επίπτωση από τις ανακοινώσεις του Eurogroup εκμηδενίστηκε μέσα σε λιγότερες από δύο ώρες εξαιτίας της ανακοίνωσης της αυτόνομης περιφέρειας της Βαλέντσια ότι θα χρειαστεί διάσωση από την Μαδρίτη αλλά και τις ανακοινώσεις της ίδιας της Μαδρίτης περί  ύφεσης 0.5% το 2012 αντί προηγούμενης  πρόβλεψης για ανάπτυξη 0.2% καθώς και για παραμονή της ισπανικής ανεργίας στο 24% για όλο το χρόνο.

Συγκεκριμένα οι αρχές της Βαλέντσιας ανακοίνωσαν το απόγευμα της Παρασκευής ότι θα ζητήσουν έκτακτη χρηματοδοτική στήριξη ύψους 18 δις ευρώ από το ειδικό ταμείο για τη στήριξη των περιφερειών που θέσπισε η κυβέρνηση Ραχόι τον περασμένο μήνα. Η Βαλέντσια είχε αποτελέσει μία από τις κύριες κοιτίδες της ισπανικής φούσκας ακινήτων, ενώ και τα τρία περιφερειακά της ταμιευτήρια έχουν περάσει υπό κρατικό έλεγχο, ως συνέπεια του επιθετικού δανεισμού που χορήγησαν προς διάφορες κατασκευαστικές εταιρείες στα χρόνια της ανάπτυξης της φούσκας ακινήτων  - δανεισμός που πλέον έχει περάσει στο κόκκινο. Το πιο δυσάρεστο για την κυβέρνηση Ραχόι είναι όμως πως εκτιμάται ότι η Βαλέντσια θα είναι η πρώτη αλλά όχι και η τελευταία ισπανική περιφέρεια που θα ζητήσει διάσωση από το κέντρο.  Σειρά μετά τη Βαλέντσια αναμένεται να πάρουν κι άλλες ισπανικές αυτόνομες περιφέρειες που βρίσκονται στα πρόθυρα της χρεοκοπίας,  με πρώτη υποψήφια την Καταλονία, που τυχόν διάσωσή της, απλά και μόνο λόγω του μεγέθους της – η οικονομία της Καταλονίας έχει το μέγεθος της Πορτογαλίας και είναι η μεγαλύτερη αλλά και πλουσιότερη περιφέρεια της Ισπανίας – αναμένεται να επιβαρύνει δυσανάλογα τα ισπανικά δημοσιονομικά.

Για τους παρατηρητές των ευρωπαϊκών εξελίξεων βεβαίως, το αίτημα διάσωσης της Βαλέντσια και τα αρνητικά μεγέθη της ισπανικής οικονομίας δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Αυτό που φάνηκε όμως την Παρασκευή ήταν πως μέχρι στιγμής δεν είχαν προεξοφληθεί από τις αγορές. Εξ ου και η μεγάλη πτώση του ισπανικού χρηματιστηριακού δείκτη IBEX κατά 5.8%  - επρόκειτο για τη μεγαλύτερη ημερήσια πτώση του από το Μάιο του 2010 – η εκτίναξη των αποδόσεων του ισπανικού 10ετούς στο 7.28%, που έφερε το ισπανικό σπρεντ έναντι των αντίστοιχων γερμανικών τίτλων στις 610 μονάδες βάσης – η περαιτέρω κάμψη του ευρώ στο 1.21, η νέα εκρηκτική άνοδο του ιταλικού σπρεντ στις 500 μονάδες βάσης και η πτώση των ιταλικών τραπεζών – εξελίξεις που  τρόμαξαν τις ευρωπαϊκές ηγεσίες οι οποίες προσδοκούσαν κάποια βελτίωση της κατάστασης ως συνέπεια των ανακοινώσεων του Eurogroup.

«Οι εξελίξεις στις αγορές της Παρασκευής σημαίνουν ότι οι Ευρωπαίοι πολιτικοί κερδίζουν άλλη μια ψήφο μη εμπιστοσύνης στις προσπάθειές τους να αντιμετωπίσουν την οικονομική αναταραχή στη ζώνη του ευρώ», δήλωναν αργά το βράδυ της ίδιας μέρας πηγές του Λονδίνου. «Η αντίδραση των αγορών σημαίνει πως ο κόσμος αντιλαμβάνεται ότι φτάνουμε σε ένα σημαίο όπου οι χώρες θα υποχρεωθούν είτε να αρνηθούν είτε να αναδιαρθρώσουν το χρέος τους όπως έκανε η Ελλάδα. Πρόκειται για μια σκληρή πραγματικότητα. Η μεγάλη μπλόφα της Ευρωζώνης στα δύο χρόνια που διαρκεί η κρίση ήταν ότι πάντα κατάφερνε να αποφεύγει τις αποφάσεις και να αναβάλει τη λύση των προβλημάτων για αργότερα, αλλά αυτό δεν αποτελεί πλέον μια αξιόπιστη στρατηγική. Δυστυχώς πλησιάζουμε το σημείο του ευρωπαϊκού κραχ».

Και πώς να μην το πλησιάζουμε θα προσθέταμε εμείς, αφού οι ευρωπαϊκές ηγεσίες επιμένουν να αρνούνται την πραγματικότητα και αποδίδουν την αναταραχή στις αγορές  σε οτιδήποτε άλλο εκτός από την προβληματική αρχιτεκτονική του ευρώ, που αποτελεί το απόλυτο ταμπού γι’ αυτές, καθώς από τη μια μεριά – λανθασμένα – δεν θέλουν να αναγνωρίσουν το ιστορικό σφάλμα τους για επιπόλαιη προσχώρηση σε ένα νόμισμα που κατά τις ρητές προειδοποιήσεις των οικονομολόγων δεν μπορούσε να δουλέψει χωρίς πολιτική ένωση κι από την άλλη μεριά – σωστά – δεν θέλουν να ενισχύσουν τις ήδη αυξανόμενες αντιευρωπαϊκές τάσεις μεταξύ των ευρωπαϊκών λαών από φόβο μήπως χρεωθούν την ιστορική ευθύνη της διάλυσης του ενιαίου νομίσματος αλλά και το χάος που η νομισματική μετάβαση  – ελλείψει ενός πανευρωπαϊκά οργανωμένου και συντονισμένου σχεδίου για την υλοποίησή της – μπορεί να επιφέρει...

Δυστυχώς για όλο το Νότο, τα στρουθοκαμηλικά ένστικτα των ευρωπαϊκών ηγεσιών αποδεικνύονται καταστροφικά ανίκητα. «Είναι δύσκολο να πούμε σε ποιο βαθμό η μόλυνση προέρχεται ή προήλθε από την Ελλάδα ή την Πορτογαλία ή την Ιρλανδία ή την κατάσταση των ισπανικών τραπεζών ή την κατάσταση στους δρόμους και τις πλατείες της Μαδρίτης. Πορφανώς όμως δίχως τα προβλήματα σε αυτές τις χώρες, τα επιτόκια της Ιταλίας θα ήταν χαμηλότερα», είπε την Παρασκευή ο Μάριο Μόντι αναζητώντας ευθύνες για την πτώση στην ιταλική αγορά ομολόγων παντού στον ευρωπαϊκό Νότο – αλλά όχι στην αρχιτεκτονική του ευρώ και της ΕΚΤ.  Πού θα πάει όμως η Ευρώπη έτσι; 



Παρασκευή 20 Ιουλίου 2012

Τα δύο μέτρα και δύο σταθμά της γερμανικής πολιτικής

Έχουμε χιλιάδες λόγους να βρίζουμε τον Γιώργο Παπανδρέου για τα αλλεπάλληλα επικοινωνιακά και κυβερνητικά λάθη του που χαντάκωσαν την Ελλάδα. Όσοι παρακολουθούσαν όμως τις εξελίξεις στην Ευρωζώνη λίγα χρόνια πριν, τού αναγνωρίζουν  ένα ελαφρυντικό για την αδράνειά του να πάρει μέτρα τους πρώτους μήνες μετά την εκλογική του νίκη. Το ότι εκείνη την εποχή, Οκτώβριος-Νοέμβριος 2009, παρέμεναν  ισχυρές οι μνήμες των επίμονων προσπαθειών της Γερμανίας για χαλάρωση των όρων του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Και το ότι η αντίληψη που είχε κυριαρχήσει μετά το 2005 ήταν ότι το Σύμφωνο Σταθερότητας ήταν υπερβολικά σφιχτό για τις οικονομίες του ευρώ και έπρεπε οπωσδήποτε να χαλαρώσει. Έτσι τους πρώτους μήνες του 2010 ουδείς μπορούσε ακόμη να φανταστεί το Βερολίνο σε ρόλο κατήγορου των εταίρων του και γιατρού που υπογράφει ακραίες και τιμωρητικές συνταγές λιτότητας.

Ο πολύς κόσμος δεν τα θυμάται όλα αυτά  Ακούει τη Γερμανία να διατείνεται πως η ευρωπαϊκή κρίση οφείλεται στο ότι το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης δεν εφαρμόστηκε τόσο αυστηρά όσο έπρεπε και την πιστεύει. Παράλληλα το Βερολίνο αυτοπροβάλλεται ως η κατεξοχήν δημοσιονομικά ενάρετη δύναμη της Ευρωζώνης της οποίας το παράδειγμα πρέπει να μιμηθούν όλοι οι άλλοι με την εφαρμογή μέτρων άγριας λιτότητας που φέρνουν ύφεση, κάμψη της παραγωγής κι ανεργία. Αλλά η γερμανική θέση κρύβει άπειρη υποκρισία. Καταρχήν επειδή όπως είπαμε η Γερμανία ήταν η χώρα που διεκδίκησε και επέβαλε τη χαλάρωση των όρων του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης το 2005, όταν η ίδια αντιμετώπιζε υφεσιακές πιέσεις. Κατά δεύτερον, επειδή δεν θέλει και πολύ μυαλό για να αντιληφθεί κανείς πως η γερμανική ρητορική που αλλάζει περιεχόμενο και στόχευση ανά πενταετία επιλέγεται όχι για λόγους αρχής αλλά επειδή εξυπηρετεί τα γερμανικά συμφέροντα που διαφέρουν ανά τις συγκυρίες… Διαφορετικά, γιατί πριν εφτά χρόνια το Βερολίνο έκανε κι έλεγε τα αντίθετα από ό,τι σήμερα; 

Το θέμα της ‘ασυνέπειας’ της γερμανικής κυβέρνησης και των πολυδιάστατων γερμανικών ευθυνών για την κρίση είναι γνωστό, όμως ξανάρθε στην επικαιρότητα με ένα αποκαλυπτικό ρεπορτάζ του γερμανικού περιοδικού Der Spiegel της 16ης Ιουλίου 2012 . (http://www.spiegel.de/international/germany/chancellor-gerhard-schroeder-key-in-weakening-the-euro-stability-pact-a-844458.html).
Σε άρθρο τους με τίτλο “Η κληρονομιά του καγκελάριου Σρέντερ: Ο ηγετικός ρόλος της Γερμανίας στην αποδυνάμωση του ευρώ”, δύο Γερμανοί δημοσιογράφοι, ο Christian Reiermann και ο Klaus Wiegrefe, βασίστηκαν σε έγγραφα της Καγκελαρίας προερχόμενα από την περίοδο 2003-2005 και έδειξαν πώς η κυβέρνηση Σρέντερ δρομολόγησε την αποδυνάμωση των όρων του Συμφώνου Σταθερότητας για το όριο ελλείμματος στο 3% και  χρέους στο 60% με στόχο να εξυπηρετήσει τις μεγάλες – εκείνη την εποχή – ανάγκες δημόσιας χρηματοδότησης της γερμανικής οικονομίας. Ήταν εκείνα τα χρόνια όπου οι υγιέστερες ακόμη οικονομίες του Νότου άρχιζαν να φουσκώνουν, ενώ η γερμανική οικονομία αντιμετώπιζε ισχυρές υφεσιακές πιέσεις εξαιτίας της εμπλοκής της σε δύο διαδοχικές φούσκες αξιών: πρώτη τη φούσκα των κρατικών περιουσιακών στοιχείων της Ανατολικής Γερμανίας που εκποιήθηκαν από την Τρόινχαντ κατά τη δεκαετία του 1990 και δεύτερη την αμερικάνικης προέλευσης φούσκα των εταιριών .com.

«Στις αρχές της δεκαετίας του 2000 η Γερμανία αγωνιζόταν να τηρήσει τους κανόνες της Ευρωζώνης που αποσκοπούσαν στη σταθερότητα του κοινού νομίσματος. Αντί όμως να εφαρμόσει μια πολιτική λιτότητας ο καγκελάριος Σρέντερ ξεκίνησε μια προσπάθεια αλλαγής των κανόνων», αναφέρει χαρακτηριστικά το άρθρο.Σύμφωνα με τους δύο δημοσιογράφους,  το Σύμφωνο Σταθερότητας χαλάρωσε μεν ύστερα από την επιμονή της Γερμανίας και της Γαλλίας, όμως στην πραγματικότητα επρόκειτο για το έργο ενός ανθρώπου, του Γερμανού καγκελάριου Γκέρχαρντ Σρέντερ, ο οποίος δεν ήθελε να επιβάλει μέτρα λιτότητας στη Γερμανία – σαν αυτά που επιβάλλει σήμερα η Μέρκελ στην ευρωπαϊκή περιφέρεια. Και για να πετύχει την κατάργηση των κυρώσεων που προβλέπονταν στη συνθήκη του Μάαστριχ – αρχικά μια διαδικασία προειδοποίησης και στη συνέχεια επιβολή χρηματικών προστίμων – ζήτησε τη βοήθεια των Γάλλων. 

«Η επιχείρηση αποδυνάμωσης του Συμφώνου ξεκίνησε μυστικά το καλοκαίρι του 2003. Η γερμανική οικονομία βρισκόταν από χρόνια στο τέλμα της ύφεσης. Η ανεργία άρχισε να αυξάνεται και το έλλειμμα να διογκώνεται σημαντικά. Τον προηγούμενο χρόνο ο Γερμανός Υπουργός Οικονομικών Άιχελ είχε καταφέρει να συγκρατήσει σχετικώς το έλλειμμα. Όμως σύντομα έγινε προφανές ότι η κατάσταση δεν πρόκειται να βελτιωθεί. Επειδή ο Σρέντερ και ο Άιχελ δεν ήθελαν να αποκαταστήσουν τον προϋπολογισμό μέσω της λιτότητας, οι περαιτέρω προειδοποιήσεις από τις Βρυξέλες ή ακόμη κι ένα χρηματικό πρόστιμο έμοιαζαν θέμα χρόνου. Ο Σρέντερ παρά ταύτα βρήκε μια λύση. Αν δεν γινόταν να προσαρμόσει τα δημόσια οικονομικά της κυβέρνησης στο Σύμφωνο Σταθερότητας, τότε θα έπρεπε απλά να προσαρμόσει το Σύμφωνο Σταθερότητας στα δημόσια οικονομικά του γερμανικού κράτους».

Δηλαδή ο Γκέρχαρντ Σρέντερ αποφάσισε να αναλάβει δράση ώστε να αλλάξουν οι ευρωπαϊκοί κανόνες και να εναρμονιστούν με τις ανάγκες των δημόσιων οικονομικών της Γερμανίας ως είχαν εκείνη την εποχή. Η στρατηγική αυτή προδίδει τάσεις ηγεμονίας – εύλογες ίσως για την πρώτη σε μέγεθος ευρωπαϊκή οικονομική δύναμη, που πάντως δεν θα ήταν τόσο προβληματικές αν το Βερολίνο δεν έκανε το 2010 στροφή 180 μοιρών επιδιώκοντας να επιβάλλει στους εταίρους της όσα βαριά πάλεψε να αποφύγει το 2005 – με αλλαγή των κανόνων – το ίδιο. 

«Ο Σρέντερ προσπάθησε να εξασφαλίσει την υποστήριξη του Γάλλου προέδρου Ζακ Σιράκ και του Βρετανού πρωθυπουργού Τόνι Μπλερ. ‘Η πρωτοβουλία θα κερδίσει έδαφος αν υποστηριχτεί και από τη Μεγάλη Βρετανία’, ανέφερε ένα εσωτερικό έγγραφο της Καγκελαρίας. ‘Κατά συνέπεια παρακαλώ τηρείστε απόλυτη εμπιστευτικότητα μέχρι να επιτευχθεί η τελική συμφωνία’. 
Το έγγραφο περιγράφει τι είχε στο μυαλό του ο Σρέντερ: ‘Η Γερμανία και η Γαλλία πρέπει να μπορούν να δημιουργήσουν τα  απαραίτητα αναπτυξιακά κίνητρα, ακόμη κι αν πρέπει να υπερβαίνουν το κατώφλι  3% του ελλείμματος’. Για το καλό της οικονομίας με άλλα λόγια, καμία χώρα δεν πρέπει να υποχρεώνεται σε λιτότητα εκτός κι αν η ίδια το θέλει».

Για το καλό της οικονομίας καμιά χώρα δεν πρέπει να υποχρεώνεται σε λιτότητα εκτός κι αν η ίδια το θέλει, έλεγε η Γερμανία το 2004! Σήμερα όμως λέει ακριβώς το ανάποδο: ότι οι χώρες πρέπει να υποχρεωθούν σε λιτότητα και μάλιστα σαρωτικού χαρακτήρα – είτε το θέλουν είτε όχι. Προφανώς γιατί το καλό της δικής τους οικονομίας δεν ενδιαφέρει τη Γερμανία, μόνο το καλό της δικής της οικονομίας την ενδιέφερε. 

«Στους μήνες που ακολούθησαν το θέμα πέρασε στην κορυφή της ευρωπαϊκής ατζέντας. Αλλά όχι με τη μορφή που ήθελε ο Σρέντερ. Αντί για χαλάρωση του Συμφώνου, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επιδίωκε τότε την ενίσχυσή του. Σε έγγραφο της 23ης Ιουνίου 2004 προς τον επικεφαλής της Καγκελαρίας κ. Σταϊνμάγιερ, ένας αξιωματούχος προειδοποιούσε ότι οι προτάσεις της Επιτροπής συνέτειναν στην πιο αυστηρή εφαρμογή των κανόνων. Οι προτεινόμενες αλλαγές αφορούσαν πιο συχνές προειδοποιήσεις καθώς και μια απαίτηση οι χώρες που έχουν δημόσιο χρέος που ξεπερνά το κατώφλι του 60% να έχουν δημοσιονομικά πλεονάσματα».

Η αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας επί το αυστηρότερο ήταν όμως κόκκινο πανί για τον Σρέντερ καθώς θεωρούσε ότι κάτι τέτοιο θα ασκούσε τρομερή πίεση στη γερμανική οικονομία και τα δημοσιονομικά του Βερολίνου. Στα γνωστά ευρωπαϊκά παζάρια για το θέμα που έγιναν τους δύο τελευταίους μήνες του 2004 και το πρώτο τρίμηνο του 2005, στο πλευρό του Γερμανού Υπουργού Οικονομικών τάχθηκαν οι ομόλογοί του της Γαλλίας, της Ιταλίας και της Ελλάδας ( δηλαδή η άκρως σπάταλη κυβέρνηση Καραμανλή), ενώ απέναντί τους βρέθηκαν όλοι οι υπόλοιποι, με επικεφαλής τον πρόεδρο του Eurogroup Ζαν Κλοντ Γιούνκερ και τους ομολόγους τους της Αυστρίας και της Ολλανδίας. Επειδή οι άλλοι δεν πείθονταν, στη Σύνοδο Κορυφής της 23ης Μαρτίου 2005 η Γερμανία έφτασε τελικά να εκβιάσει ότι δεν θα υπογράψει τα συμπεράσματα για να κερδίσει αυτό που ήθελε – όπως ο Μάριο Μόντι της Ιταλίας στην τελευταία σύνοδο. Έτσι  ο Σρέντερ κέρδισε τη μάχη. Και κλείνει το Spiegel:

«‘Η συμφωνία θεωρείται γενικά ως μια γερμανική επιτυχία επειδή ο Υπουργός Άιχελ κατάφερε να επιβάλει την πλειοψηφία των αιτημάτων μας’, ανέφερε έγγραφο της καγκελαρίας προς τον Σρέντερ στην επαύριο της ευρωπαϊκής συνόδου.
'Ενισχύσαμε τον βραχίονα σταθερότητας του συμφώνου’, υπερηφανεύονταν οι αξιωματούχοι του Σρέντερ. ‘Θα αυξήσουμε την εξοικονόμηση δαπανών στις καλές συγκυρίες και η εστίαση θα μεταφερθεί κυρίως στη βιωσιμότητα και την ποιότητα των δημόσιων οικονομικών’. 
Μια πλάνη, όπως αποδείχτηκε αργότερα. Η Ελλάδα αντιμετώπισε προβλήματα πέντε χρόνια μετά και η κρίση του ευρώ ξεκίνησε. Δύο χρόνια αργότερα, τα κράτη μέλη της Ευρωζώνης συμφώνησαν σε ένα δημοσιονομικό σύμφωνο που όχι μόνο ανατρέπει τα μέτρα χαλάρωσης του Συμφώνου Σταθερότητας του 2005, αλλά και το καθιστά πιο αυστηρό από ποτέ.
Το γερμανικό Κοινοβούλιο ενέκρινε πρόσφατα το νέο δημοσιονομικό σύμφωνο με πλειοψηφία δύο τρίτων. Μεταξύ αυτών που το υπερψήφισαν ήταν και ο βουλευτής Φρανκ Βάλτερ Στάινμαγιερ».


Δηλαδή ο επικεφαλής της καγκελαρίας του Σρέντερ. Τι βλέπουμε εδώ; Πως ο ίδιος άνθρωπος που πρωτοστάτησε στη χαλάρωση του Συμφώνου Σταθερότητας κατά την περίοδο 2003-2005 όπου η Γερμανία είχε ύφεση επειδή ενεπλάκη σε φούσκες, τώρα που οι φούσκες και η ύφεση πλήττουν πια το Νότο και όχι τη χώρα του συμπράττει στη σύσφιξή του. Δύο παρόμοιες βασικές οικονομικές συνθήκες  με φούσκες, ύφεση και αύξηση του δημόσιου ελλείμματος πάνω από τα όρια του Μάαστριχ αλλά με διαφορετικές χώρες στο κέντρο του προβλήματος (το 2005 η Γερμανία, σήμερα τις χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας)  – και τους Γερμανούς να επιμένουν αδιάλλακτα κάθε φορά για άλλες, αντίθετες μεταξύ τους στρατηγικές: εκείνες που εξυπηρετούν τα συμφέροντα της δικής τους εθνικής οικονομίας.

Δευτέρα 16 Ιουλίου 2012

Πολιτικοί versus οικονομολόγων, Φιλελεύθεροι versus μετακεϋνσιανών

Tα αίτια για την ευρωπαϊκή κρίση και για το τι πρέπει να κάνει η Ευρώπη για να τη λύσει διαφέρουν ανάλογα με το ποιος μιλάει. Κατά βάση μιλούν δύο κατηγοριών άνθρωποι: οι πολιτικοί και οικονομικοί αξιωματούχοι της Ευρωζώνης και των κρατών μελών της, δηλαδή ουσιαστικά οι εκπρόσωποι της πολιτικής εξουσίας, και οι οικονομολόγοι, δηλαδή οι έστω και υπό προϋποθέσεις εκπρόσωποι της επιστήμης. Και αποκαλώ τους οικονομολόγους έστω και υπό προϋποθέσεις εκπροσώπους της επιστήμης όχι μόνο γιατί τα οικονομικά είναι κοινωνική επιστήμη που υπόκειται σε ιδεολογικές πολιτικές επιρροές, αλλά και εξαιτίας του γνωστού ανέκδοτου: οικονομολόγος, λέει, είναι αυτός που σου εξηγεί σήμερα γιατί δεν έγινε εκείνο που είχε προβλέψει χτες...

Παρά ταύτα, ιδίως σε ό,τι αφορά τα αίτια και την αντιμέτωπιση μιας οικονομικής κρίσης, θα αναγνωρίσω στο λόγο των οικονομολόγων μεγαλύτερη εγκυρότητα από ό,τι στο λόγο των πολιτικών, που κατά κανόνα τείνουν να χειραγωγούν τον κόσμο προκειμένου να εξυπηρετήσουν ατομικά και συλλογικά συμφέροντα και να κερδίσουν οι ίδιοι ψήφους και ισχύ.

Αν δεχτούμε λοιπόν ότι όλα αυτά ισχύουν έτσι γενικά, έπεται – με βάση και το ανέκδοτο  – ότι αν υπάρχει ένας λόγος που να διεκδικεί τη μέγιστη εγκυρότητα για την ευρωπαϊκή κρίση, είναι των λίγων εκείνων οικονομολόγων που όταν όλοι οι άλλοι πανηγύριζαν για το ενιαίο ευρωπαϊκό νόμισμα,  που θα έφερνε τη σύγκλιση των ευρωπαϊκών οικονομιών, πλούτο στην Ευρώπη κι όλα τα καλά... προέβλεψαν μόνοι σωστά πως το ευρώ θα έφερνε στην Ευρώπη αστάθεια και θα κινδύνευε να οδηγήσει σε μείωση της παραγωγής και αύξησης της ανεργίας για κάποια κράτη μέλη του.  

Ας πιάσω όμως το νήμα από την αρχή. Το τι λένε οι πολιτικοί για τα αίτια της ευρωπαϊκής κρίσης είναι πασίγνωστο – το παπαγαλίζουν αδιάκοπα τα μήντια και το έχουμε όλοι εμπεδώσει... Η κυρίαρχη άποψη, που ξεκίνησε από τη Γερμανία, λέει ότι η κρίση οφείλεται στην απώλεια εμπιστοσύνης των αγορών προς ορισμένα "σπάταλα" κράτη της ευρωπαϊκής περιφέρειας που στους καλούς καιρούς δανείστηκαν υπερβολικά. Τη γερμανική αυτή θέση συμμερίζεται επίσης η ΕΚΤ αλλά και οι περισσότερες συστημικές κεντροδεξιές και σοσιαλδημοκρατικές κυβερνητικές και πολιτικές δυνάμεις της Ευρωζώνης – αν και όλοι οι πολιτικοί ηγέτες του Νότου κατηγόρησαν ο ένας μετά τον άλλο τις "κακές" αγορές κάθε φορά που έβλεπαν να αυξάνει το δικό τους κόστος δανεισμού ή να φτάνει η ώρα του δικού τους μνημονίου ως κερδοσκοπικές και ανορθολογικές επειδή τάχα δεν αναγνώριζαν τις προσπάθειες που κατέβαλαν τα κράτη να μπουν στο ίσιο δρόμο μπλα μπλα μπλα...  

Από το πολιτικό στερέωμα, οι μόνες πολιτικές δυνάμεις που διαφοροποιήθηκαν από αυτή την κυρίαρχη αφήγηση ήταν τα κόμματα της ευρωπαϊκής αριστεράς – σε μας ο ΣΥΡΙΖΑ – καθώς εξ ορισμού και από χρόνια απέρριπταν τη λογική  του ευρώ ως νεοφιλελεύθερου οικοδομήματος (απέρριπταν δηλαδή τη χρηματοδότηση των κρατών από τις αγορές, τους περιορισμούς χρέους και ελλείμματος του Μάαστριχ για τη δημοσιονομική πολιτική των κρατών κλπ). Έτσι, για την αριστερά η ευρωπαϊκή κρίση ήταν αποτέλεσμα νεοφιλελεύθερης επίθεσης, παράδοσης των κρατών της Ευρωζώνης στις λεγόμενες κεφαλαιαγορές και απαγόρευσης της χρηματοδότησης των κρατών απευθείας από την ΕΚΤ.

Τέλος, στο κομμάτι του πολιτικού λόγου θα εντάξω και την πρόσφατη ευφυή, συνθετική – και αποδεκτή από πλειάδα μεγάλων ονομάτων των οικονομικών – προσέγγιση της ευρωπαϊκής κρίσης από τον Τζορτζ Σόρος επειδή είναι μια προσέγγιση πολιτική-οικονομική. Δανειζόμενος αναλογίες από την οικονομική θεωρία κι εμπειρία για τις φούσκες, ο Σόρος διαβάζει την ευρωπαϊκή οικονομική κρίση ως κρίση του "ευρώ ως πολιτικού σχεδίου": ως ένα σκάσιμο της "πολιτικής φούσκας του ευρωπαϊκού σχεδίου", όπως χαρακτηριστικά την έχει βαφτίσει. Η πολιτική φούσκα του ευρωπαϊκού σχεδίου, κατά Σόρος, που ξεκίνησε με την Ευρωπαϊκή Ένωση Άνθρακα και Χάλυβα, που εξελίχθηκε  θετικά επί 60 χρόνια μέσα από μικρά επιτυχημένα βήματα  τα οποία έκαναν οι ευρωπαϊκές εθνικές ελίτ εν γνώσει τους ότι αυτά είναι ανεπαρκή και ότι πάντα θα απαιτείται κάτι μεγαλύτερο στο μέλλον, οδήγησε ως τη δημιουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και κατόπιν του κοινού νομίσματος, έχοντας ως τελικό όραμα την πλήρη πολιτική ενοποίηση της Ευρώπης.  Αλλά όπως ακριβώς μια οικονομική φούσκα σκάει όταν οι τιμές των αντίστοιχων ενεργητικών αρχίζουν για οποιοδήποτε λόγο να καταρρέουν, έτσι και το ευρωπαϊκό πολιτικό σχέδιο άρχισε να ξεφουσκώνει με αφετηρία την εθνική στροφή της Μέρκελ όταν η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση πέρασε από τις ΗΠΑ στην Ευρώπη κι έπληξε τις υπερμοχλευμένες ευρωπαϊκές τράπεζες. Σε μια συγκυρία κρίσης, κι ενώ η ύπαρξη του ενιαίου νομίσματος και ο προχωρημένος βαθμός ολοκλήρωσης του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος επέβαλαν την αντιμετώπιση του προβλήματος σε επίπεδο Ευρωζώνης, η Γερμανίδα καγκελάριος Αγγέλα Μέρκελ έκανε εθνική στροφή λέγοντας ότι κάθε κράτος θα αναλάβει τις δικές του τράπεζες και ξεκίνησε η αντίστροφη μέτρηση...

Αν αυτά λένε οι πολιτικοί και ο πολιτικός-οικονομικός Σόρος – μια κατηγορία από μόνος του  – ας δούμε τα πράγματα κι από την πλευρά των οικονομολόγων. Όπως στους κόλπους των πολιτικών διαπιστώνουμε χονδροειδώς και απλουστευτικά δύο προσεγγίσεις, που αντιστοιχούν στη διαίρεση μεταξύ της συστημικής πολιτικής (δεξιάς και σοσιαλδημοκρατίας) και της αντιπολιτευόμενης αριστεράς, έτσι και στους κόλπους των οικονομολόγων διακρίνουμε χονδροειδώς δύο προσεγγίσεις για τα αίτια της κρίσης (προσοχή, δε μιλώ για τους τρόπους λύσης της): αφενός των λιγότερο ή περισσότερο φιλελεύθερων και αφετέρου των μετακεϋνσιανών.

Η κυρίαρχη άποψη είναι βέβαια η άποψη των φιλελεύθερων της ηπειρωτικής και μη Ευρώπης – ουσιώδεις για την ανίχνευση των μηχανισμών της κρίσης στάθηκαν πρωτίστως οι συμβολές του Αγγλοσάξονα αρθρογράφου των Financial Times, Martin Wolf, και του Γερμανού συναδέλφου του του οικονομικού Ινστιτούτου Ifo Hans Werner Sinn – η οποία πάντως διαφέρει πάρα πολύ από τα τυφλά δήθεν ηθικολογικά κηρύγματα της ΕΚΤ και της Μέρκελ. Τι μας λένε οι φιλελεύθεροι οικονομολόγοι;

Ότι η ευρωπαϊκή κρίση είναι κατά την ουσία της μια κρίση ισοζυγίου πληρωμών, μοιάζει δηλαδή πολύ με τις κρίσεις των αναδυόμενων οικονομιών της Λατινικής Αμερικής και της Ασίας που έλαβαν χώρα κατά τις δεκαετίες 1980 και 1990. Με την έλευση του ευρώ, εξηγούν – που σήμαινε κοινό νόμισμα και κοινά επιτόκια για τις 17 διαφορετικές οικονομίες της Ευρωζώνης οι οποίες ‘έτρεχαν’ με διαφορετικούς ρυθμούς ανάπτυξης –, και με την απόφαση της ΕΚΤ να κρατήσει για πέντε ολόκληρα  χρόνια το ευρωπαϊκό επιτόκιο στο ιστορικό χαμηλό του 2%  προκειμένου να στηρίξει τις στάσιμες τότε οικονομίες της Γερμανίας και της Γαλλίας – τα κράτη του ευρωπαϊκού Νότου απέκτησαν για πρώτη φορά πρόσβαση σε δανεισμό με πολύ χαμηλό ονομαστικό επιτόκιο. Παράλληλα, η απελευθέρωση των χρηματοπιστωτικών αγορών, η εξάλειψη του συναλλαγματικού κινδύνου και η διάχυτη γενικευμένη αισιοδοξία για τη σύγκλιση των ευρωπαϊκών οικονομιών  ενθάρρυναν την αύξηση των κεφαλαιακών ροών από τα κράτη του πυρήνα προς τα κράτη της περιφέρειας. Έτσι, στα κράτη αυτά αυξήθηκε η κατανάλωση με βάση την πίστωση, η οποία οδήγησε με τη σειρά της σε αύξηση τόσο της εγχώριας ζήτησης όσο και των ονομαστικών μισθών σε υψηλότερο βαθμό από ό,τι στα κράτη του πυρήνα – δηλαδή σε υψηλότερο πληθωρισμό. Ο υψηλότερος πληθωρισμός στην περιφέρεια σήμαινε όμως πως το πραγματικό επιτόκιο δανεισμού ήταν στην πραγματικότητα για τα κράτη αυτά αρνητικό, γεγονός που τροφοδότησε περαιτέρω αύξηση της ζήτησης. Το αποτέλεσμα όλων αυτών των διαδικασιών ήταν εν τέλει μια καλπάζουσα αύξηση της εγχώριας ζήτησης στα κράτη της ευρωπαϊκής περιφέρειας που παρήγαγε ωστόσο διαφορετικά αποτελέσματα ανάλογα με τις παραδόσεις και τα χαρακτηριστικά της κάθε χώρας. Στην Ισπανία και την Ιρλανδία για παράδειγμα, όπου δανείστηκε κυρίως ο ιδιωτικός τομέας με προεξάρχουσες τις τράπεζες και τις κατασκευαστικές εταιρείες, δημιουργήθηκαν μεγάλες φούσκες ακινήτων, ενώ στην Ελλάδα όπου δανείστηκε κυρίως ο δημόσιος τομέας, το πάρτι στήθηκε γύρω από τις  δημόσιες δαπάνες που πήγαν για προμήθειες, χατήρια ημετέρων και  μισθούς στο δημόσιο και ευρύτερο δημόσιο. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η διαδοχή των γεγονότων και οι συνέπειές τους, δηλαδή το γεγονός ότι μια ομάδα κρατών αύξησε πολύ το δανεισμό της, άρα και το χρέος της προς το εξωτερικό, μέχρι που μια αιφνίδια κρίση έπληξε το σύστημα, και σταμάτησαν απότομα οι εισροές ξένων κεφαλαίων καθιστούν την κρίση των κρατών της ευρωπαϊκής περιφέρειας παρόμοια με την κρίση των  αναπτυσσόμενων οικονομιών. Κι επειδή οι κρίσεις των αναπτυσσόμενων οικονομιών κατέληξαν σε εθνικά χρεοστάσια, έπεται ότι και οι κρίσεις των κρατών της ευρωπαϊκής περιφέρειας ενδέχεται να καταλήξουν σε εθνικά χρεοστάσια αν δεν υπάρξει μια κεντρική απόφαση να λειτουργήσει η ΕΚΤ ως δανειστής εσχάτου καταφυγίου – με άμεσο ή πλάγιο τρόπο.  Κι όλα αυτά συμβαίνουν, έχουν καταλήξει τους τελευταίους πια μήνες, οι φιλελεύθεροι οικονομολόγοι, επειδή η Ευρωζώνη είναι κατά την αρχιτεκτονική των θεσμών και των διακανονισμών της μια υβριδική και ατελής νομισματική ένωση: δηλαδή κάτι ανάμεσα σε σύστημα σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμίων μεταξύ ανεξάρτητων κρατών και σε μια πλήρως ολοκληρωμένη οικονομία. Τελικό φιλελεύθερο συμπέρασμα: άρα η ευρωπαϊκή κρίση είναι σε πλήρη εξέλιξη και περιμένουμε – όσοι επιβιώσουμε από αυτήν... – να δούμε τη λύση ή το τέλος της που θα πάρει κάποια στιγμή το όποιο σχήμα του από τις αλλαγές που ενδέχεται να αποφασιστούν στην αρχιτεκτονική της Ευρωζώνης και στο ρόλο της ΕΚΤ και  από τις υποχωρήσεις που ενδέχεται να κάνουν οι ευρωπαϊκές ηγεσίες κι από τον όγκο των δεινών που θα καταφέρουν να αντέξουν οι λαοί του ευρωπαϊκού Νότου πριν επαναστατήσουν...

Τέλος, η τέταρτη και ... φαρμακερή προσέγγιση της κρίσης είναι εκείνη των οπαδών της λεγόμενης Σύγχρονης Νομισματικής Θεωρίας (Modern Monetary Theory), μια γενιάς αμερικανών μετακεϋνσιανών οικονομολόγων, που τα είχαν όλα κατανοήσει και τα είχαν όλα προβλέψει από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 αλλά είχαν αντιμετωπιστεί από τότε με καχυποψία και απόρριψη από τους Ευρωπαίους ως δήθεν ευρωσκεπτικιστές. Οι οικονομολόγοι αυτοί είχαν από τότε υποστηρίξει ότι η ΟΝΕ, με την πλήρη διάκριση μεταξύ νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής όπου η μεν δημοσιονομική πολιτική ελέγχεται με πολύ αυστηρά κριτήρια (δημόσιο έλλειμμα κάτω του 3% και χρέος κάτω του 60%), η δε νομισματική πολιτική έχει μεγάλο βαθμό ανεξαρτησίας προκειμένου να εστιάζει απερίσπαστη στον πρωταρχικό στόχο της σταθερότητας των τιμών,  σχεδιάζονταν ως το πρώτο σύγχρονο παγκόσμιο πείραμα μεγάλης κλίμακας που προσπαθούσε να διαρρήξει το δεσμό μεταξύ ενός κράτους και του νομίσματός του. Μόνο που ένα τέτοιο πείραμα, είχαν τονίσει, παρήγαγε ένα πολύ-πολύ σοβαρό πρόβλημα: με την απεμπόληση της νομισματικής κυριαρχίας τους, τα κράτη της ΟΝΕ δεν θα ήταν πια σε θέση να εφαρμόζουν μια συντονισμένη δημοσιονομική και νομισματική πολιτική που ήταν απολύτως απαραίτητη προκειμένου να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά μια ύφεση. Κι αυτό ήταν μια αδυναμία που εγκυμονούσε τρομερά προβλήματα για την απασχόληση και την παραγωγή.

Διότι η δομή της Ευρωζώνης, είχαν πει οι μετακεϋνσιανοί, θα είχε ως συνέπεια ότι τα κράτη μέλη της θα υποχρεώνονταν στο εξής να ασκούν δημοσιονομική πολιτική σαν να είχαν ξένο νόμισμα, να δανείζονται δηλαδή από τις αγορές. Τι θα γινόταν λοιπόν αν για οποιοδήποτε λόγο προέκυπτε μια ύφεση; Οι επενδυτές θα αποκτούσαν επιφυλάξεις για το έλλειμμα ή το χρέος κάποιου μέλους και το μέλος αυτό θα υποχρεώνονταν να ισοσκελίσει τον προϋπολογισμό τους μειώνοντας τις δαπάνες του - ακόμη κι αν δεν το ήθελε. Με άλλα λόγια, μέσα στην Ευρωζώνη και σε περίπτωση ύφεσης, οι δυνάμεις της αγοράς θα μπορούσαν να ζητήσουν και να επιβάλλουν στις χώρες την άσκηση κυκλικής δημοσιονομικής πολιτικής που θα επέτεινε την ύφεση, την ανεργία και τη μείωση της παραγωγής.  Σας θυμίζουν κάτι όλα αυτά; Μα ό,τι ακριβώς ζούμε σήμερα εμείς στην Ελλάδα σε μεγάλο βαθμό και οι άλλες χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας σε μικρότερο.

Οι αμερικανοί μετακεϋνσιανοί είχαν προβλέψει από τότε και πολλά άλλα πράγματα: το τρόπο με την οποίο επρόκειτο να λειτουργήσει στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες η πολιτική που είχε εισαγάγει το Βερολίνο από τη δεκαετία του 1990 με στόχο τη συμπίεση των γερμανικών μισθών, δημιουργώντας  και σε αυτές πιέσεις για μείωση των μισθών αλλά και γενικότερη συμπίεση της συνολικής ευρωπαϊκής ζήτησης, την αδυναμία να δοθεί λύση στο πρόβλημα μείωσης της ευρωπαϊκής ζήτησης και αύξησης της ανεργίας μέσα από την αύξηση των ευρωπαϊκών εξαγωγών προς τον υπόλοιπο κόσμο λόγω της ανατίμησης του ευρώ έναντι του δολαρίου και του γεν κλπ.

Θα κλείσω εδώ προς το παρόν και σύντομα θα επανέλθω με αποσπάσματα από τα προφητικά γραπτά αυτής της ομάδας που οι Ευρωπαίοι - δυστυχώς ακόμη και το μεγαλύτερο μέρος της ευρωπαϊκής αριστεράς -  αγνόησαν. Κρίμα για μας! Κρίμα για όλες κι όλους τους άνεργους αυτής της προαναγγελθείσας αλλά μη αποτραπείσας κρίσης!..